Να ΄μαι πάλι εδώ. Τριάντα επτά κιόλας. Θα μπορούσα να
διηγηθώ με λεπτομέρειες μια ιστορία από τα παλιά σαν να ήταν χθες. Για
παράδειγμα μια ημέρα στο δημοτικό. Το χρώμα του πίνακα, την υφή των σελίδων,
τον πόνο από την πληγή στο γόνατο. Πράγματα, ανθρώπους και περιστατικά που
είχαν πάντα σημασία. Αλλά δεν είναι χθες. Είναι πολύ μετά από αυτό.
Από την άλλη όχθη, άνθρωποι αγαπημένοι χαιρετάνε αργά. Τα
λόγια τους επιστρέφουν αραιά στις δικές μας συζητήσεις – ως σοφία, ως αστείο,
ως απορία. Μέσα στα χρόνια συνωστίζονται όλα τα παλιά. Νιώθω ευγνωμοσύνη για
όσα μου έλαχαν κι όσα ευοδώθηκαν. Και πιο πολύ για πολλούς που σταύρωσαν οι
στράτες μας. Στο παθητικό να καταγραφούν, παρακαλώ, οι αποτυχίες και οι στιγμές
που ήμουν λιγότερος ή αλλιώτικος από αυτόν που πίστευα ότι ήμουν. Κι ίσως να
έβαζα κι όσους δεν κράτησαν την πέτρα που τους έδωσα. Στη σούμα λέω καλά - δεν
θα ρίξω τίποτα μέσα στο κυτίο παραπόνων.
Διανύω τα χιλιόμετρα εντός μου. Ανηφόρες, κατηφόρες, όπως
ξέρω και μπορώ. Στις χαρές αργά για να διαρκούν, στα δύσκολα γοργά και με
πείσμα. Παραδέχομαι: ξεχνάω εύκολα, θυμώνω λιγότερο, δεν επιστρέφω πια τόσο
συχνά στην παιδικότητα. Είναι αυτό μια άσκηση αυτοδικαίωσης, νοσταλγίας και
ναρκισσισμού; Κρίνοντας τα παλιά, θα έλεγα πως ναι. Σήμερα όχι.
Ο κονιορτός κατακάθεται σιγά-σιγά και τα σχήματα
ξεκαθαρίζουν. Η σαβούρα πετιέται και η αγάπη λαμπιρίζει σαν πολύτιμος λίθος στο
βάθος ενός ορυχείου. Ανάγκη είναι να βγει στο φως. Τα πικρά να μην τα αφήνεις
να σε διαβρώνουν. Σαν το οξύ πάνω στο δέρμα, πρέπει να τα ξεπλένεις με άφθονο
νερό. Το λένε κι οι οδηγίες χρήσης. Θα έπρεπε να μας το μαθαίνουν από νωρίς. Ας
είναι, εξάλλου οι ερωτήσεις δεν τελειώνουν ποτέ. Τώρα, έτοιμος για το μετά. Θα
σου τα πω του χρόνου.