28 Φεβρουαρίου 2010

Δευτερόλεπτα πριν, χρόνια μετά: Βερολίνο - Λευκωσία

Να νοσταλγείς τον τόπο σου,
ζώντας στον τόπο σου,
τίποτε δεν είναι πιο πικρό.
Γ. Σεφέρης, Μέρες Γ'

Ένα παγωμένο κύμα αέρα μάς έκανε έφοδο στην έξοδο του αεροδρομίου. Το σώμα μου, άμαθο στις υπό του μηδενός θερμοκρασίες, το 'νιωσα να μαζεύεται, να συρρικνώνεται, σχεδόν, από το ψύχος. Για όλες τις υπόλοιπες μέρες, έκανα ασκήσεις ισορροπίας πάνω στα πεζοδρόμια, μα ούτε κι αυτό στάθηκε αρκετό για να μου αποσπάσει την προσοχή από την αίσθηση της πρώτης όψης των πραγμάτων. Οι επόμενες πέντε μέρες κύλησαν μέσα σε ένα χρυσίζον ποτάμι πυροτεχνημάτων και μπίρας ή σε σκοτεινές αίθουσες αναζητώντας τις επόμενες κινηματογραφικές απογειώσεις της «Berlinale». Ανάμεσα σε όλα αυτά κι οι διαδρομές στην πόλη, διασχίζοντας τα παλιά της σύνορα κι ανιχνεύοντας γραμμές στη μέση κάποιου δρόμου ή μιας πλατείας, που οριοθετούν παλιές επικράτειες και σωριασμένους γίγαντες.

Το Βερολίνο σφύζει από ζωή. Μια τεράστια καρδιά μοιάζει να κείτεται κάτω από την πόλη και να χτυπά εκκωφαντικά για όποιον μπορεί να ακούσει. Η πρωτοπορία της Ευρώπης συρρέει εδώ: φτωχοπρόδρομοι καλλιτέχνες, διά τον ελεύθερο έρωτα σαλοί, φωτισμένα μυαλά, κεφάτοι και απρόσμενοι οραματιστές. Παραδίπλα, μια επιβλητική πέτρα ιστορίας φτιαγμένη από τη σκοτεινή αλλά και την ένδοξη ιστορία αυτού του τόπου: το εβραϊκό μουσείο, το μουσείο της Περγάμου, το μουσείου κινηματογράφου.
Μια μυρωδιά ήταν αυτές οι μέρες κι ίσως πολλά να διαφεύγουν από τον περαστικό επισκέπτη - κι ειδικά αυτόν που τείνει να παραμυθιάζεται και μόνος του ενίοτε. Είκοσι χρόνια μετά την πτώση του τείχους, το Βερολίνο προχωρά φουριόζο και θρασύ προς το μέλλον, σαν την κοπέλα που είδα να διασχίζει την Potsdamer Platz το δεύτερο βράδυ και για μια στιγμή όλα φαίνονταν να έχουν φτιαχτεί για αυτήν: είχε από ώρα βραδιάσει, αλλά τα φώτα της πόλης αντανακλώνταν πάνω στο χιόνι και εκείνη έμοιαζε να απορροφά όλο το φως. Πίσω στην πραγματικότητα, για αποπροσανατόλιστους σαν κι εμένα, ένας βέβαιος δείκτης για το πού βρισκόμασταν ήταν η όψη των κτηρίων, άλλοτε χυμένα σε υπερμεγέθεις κι επιβλητικούς όγκους, σημάδι ότι ήμασταν στο ανατολικό, κι άλλοτε απαστράπτουσες κατασκευές σαν βγαλμένες από ταινία του Φριτς Λανγκ.
Αν η διαίσθηση και η γνώση μου είναι σωστές, τότε νομίζω ότι η επανένωση του Βερολίνου έδωσε μια γερή σπρωξιά στην πόλη και τους ανθρώπους για να σκεφτούν και να ονειρευτούν το παρόν και το αύριο με όρους που ίσως δευτερόλεπτα πριν την πτώση του τείχους κανείς να μην είχε καν φανταστεί. Χρόνια μετά, η πραγματικότητα εκδικείται την σκοτεινή όψη που είχαν οι ζωές των άλλων...
Ξέρω, η εξιδανίκευση είναι ένα μεθυσμένο φεγγάρι νύχτα Σαββάτου, αλλά, πείτε αλήθεια: δεν θα θέλατε κι εσείς να μας δοθεί αυτή η χάρη;

21 Φεβρουαρίου 2010

Πειραιώς 138

Εκεί βρέθηκα τις πρώτες μέρες ενός Ιανουαρίου, που φαινόταν να τα είχε με τον εαυτό του: γκρίζος, εσωστρεφής και κυκλοθυμικός. Δεν μπορούσες να του πάρεις κουβέντα. Κι όμως, μέσα στην Αθήνα που παλεύει να βρει το πρόσωπό της και να χωρέσει τις τόσες αντιφάσεις, ένα ιδιότυπο ελληνικό φως χώρεσε μέσα στο Μουσείο Μπενάκη. Η έκθεση με τα έργα του Τσαρούχη ήταν μια πρόσκληση, μια μύηση σε ένα κόσμο αλλόφερνο, μια Ελλάδα που ίσως δεν υπάρχει πια στην απτή πραγματικότητα αλλά πρόλαβε να αποτυπωθεί σε ξύλο, με μπογιά, με γυμνά κορμιά και ζεμπέκικα σε σχέδια και πίνακες.

Η έκθεση θα είναι σύντομα στην Κύπρο για να σπάσει την πολιτιστική ξεραΐλα και τον επαρχιωτισμό των τοπικών προσπαθειών. Και δεν είναι θέμα κομπλεξισμού ή κατωτερότητας - η τέχνη του ζωγράφου μας μιλάει απλά και ελληνικά, για τα όσα συνθέτουν την ιδέα της Ελλάδας: το φως, ο άνθρωπος, ο χρόνος, ο έρωτας. Κι ίσως κι άλλα πολλά που να διαφεύγουν της ερασιτεχνικής μου αγάπης και της πρωτόλειας αντίληψης ως απλού θεατή. Όμως αυτή την αφήγηση θα ήθελα να την ακούσουν κι άλλοι: η τέχνη του Τσαρούχη μας αφορά, μιας και μας ιστορεί και μας δίνει μια αίσθηση συνέχειας και αναφοράς στο παρελθόν. Μα πιο πολύ, είναι μια ευκαιρία αναστοχασμού και ενδοσκόπησης για την ελληνικότητα - όχι τον αποστεωμένο αταβισμό και την υστερική διαστρέβλωσή της, αλλά τη ζωντανή της και ερωτική της διάσταση. Να, σαν το σώμα του αγίου Σεβαστιανού...

Την ίδια ώρα, η επελαύνουσα ομορφιά βρίσκεται σε απόλυτη αναντιστοιχία με τη βαρβαρότητα των ημερών. Πάρτε για παράδειγμα τους διαλόγους των χρηματιστών που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα αυτή πριν λίγες μέρες. Αγγλικούρες της κακιάς ώρας ανάμικτες με μπασταρδεμένα κυπριακά, το νόημα της γλώσσας χαμένο ανάμεσα στα κενά και σε όσα θεωρούν οι συνομιλητές ότι κατάλαβαν οι υπόλοιποι. Μια δράκα απελέκητων με ικανότητες επικοινωνίας ισάξιες των Νεαρτεντάλ κατάφεραν να τυλίξουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες σε μια κόλλα χαρτί. Αυτοί να ΅μαστε άραγε; Ένας κόσμος αριθμών, μετοχών, ανιστόρητων ανθρώπων, που συναλλάσσονται και καταλαβαίνουν μόνο την άλογη εποποιία της αρπαχτής; Χαμένων υπάρξεων που πελαγοδρομούν ανάμεσα στις δόσεις του δανείου και τις γελοίες ανεπάρκειες της κοινωνίας μας;

Ο Τσαρούχης είναι μια ευκαιρία για την υπερβατική φυγή - έστω, την προσωρινή. Η αλλαγή είναι δική μας υπόθεση - και πρέπει να είναι μόνιμη.

15 Φεβρουαρίου 2010

Δρομολόγια και προορισμοί

"Άμα πάρεις λαθος τρένο,
όπου και να κατεβεις πάλι λάθος θα σαι"
αγνώστου

Αν οι προεδρίες και η άσκηση διακυβέρνησης συνοδεύονταν με υπότιτλους, τότε η προμετωπίδα του σημερινού άρθρου αρμόζει στην Κυβέρνηση. Ξεχάστε τα συνθήματα για «δίκαιη κοινωνία» και τα παραφερνάλια της που, μεταφρασμένα στα 2 χρόνια διακυβέρνησης, σημαίνουν σε απλά ελληνικά την αποκατάσταση των αδικιών που για χρόνια υπέστησαν όσοι πρόσκειντο στο ΑΚΕΛ. Απορίας άξιον παραμένει το πώς γίνεται να είσαι αδικούμενος όταν συμμετείχες σε πολλές από τις διακυβερνήσεις της χώρας. Εν πάση...
Έλεγα, λοιπόν, για λάθος δρομολόγια και ακαθόριστους προορισμούς. Ακόμα κι αν καταπιώ τα στερεοτυπικά περί αγώνων και δίκαιων λύσεων ως οριοθετημένων στόχων, εξακολουθώ να μην πείθομαι για την ικανότητα του ΑΚΕΛ να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις που να είναι για το καλό αυτού του τόπου. Και η δυσπιστία μου δεν εδράζεται στις καφενειακές ανοητολογίες για «προδότες» και «καταδότες», αλλά στην ακολουθία πολιτικών πράξεων του κόμματος αυτού.
Και για να είμαι πιο σαφής, το λάθος τρένο ήταν η τριμερής: ένα όχημα του οποίου η leitmotiv ήταν ένας στείρος κομπλεξισμός έναντι του Δημοκρατικού Συναγερμού. Η εκλογή του Τ. Παπαδόπουλου μπορεί να έθεσε τέλος στη... «μαύρη δεκαετία», αλλά άλλαξε άρδην την πορεία του Κυπριακού. Μετά από αυτό, με την ερμαφρόδιτη στάση έναντι του σχεδίου Ανάν, το ΑΚΕΛ κατέστη ο νεκροθάφτης τού πιο προοδευτικού κομματιού της γενιάς μου. Κι αυτό ήρθε ως οριστική επιβεβαίωση της πολιτικής δειλίας του ΑΚΕΛ να σπρώξει προς την υλοποίηση όσων για χρόνια ευαγγελιζόταν. Εδώ έγκειται μία από τις μεγάλες ειρωνείες της κυπριακής ιστορίας: ο Κληρίδης είχε αίσθηση της ιστορικής αναγκαιότητας να πάει σε λύση με το ΑΚΕΛ, την ώρα που το ΑΚΕΛ εξακολουθεί να κατατρέχεται από αντι-δεξιά σύνδρομα. Η αποκήρυξη του Τ. Παπαδόπουλου και η αυτόνομη κάθοδος στις εκλογές δεν αρκούν για να υπάρξει εξιλέωση, αφού στα δύο χρόνια που έχουν μεσολαβήσει ο Πρόεδρος έχει ενεργήσει περισσότερο ως μαθητευόμενος μάγος που ελπίζει ότι το πείραμα της «κυπριακής λύσης» θα το φέρει επιτυχώς εις πέρας μόνος του, την ώρα που δικαιολογεί πολλές διαπραγματευτικές προτάσεις του διά της... νεκρανάστασης του Τ. Παπαδόπουλου. Γι΄ αυτήν την πολιτική τυμβωρυχία όμως δεν μιλάμε ποτέ εμείς οι «προοδευτικοί»...
Η προσπάθεια να συγκρατηθεί ο πολιτικός τρανβεστισμός που φέρει το όνομα «συγκυβέρνηση» έχει ξεχειλώσει. Η Κυβέρνηση υποχρεώνεται να απαντά στις απορριπτικές ιαχές, απώλεσε την ικανότητα να απευθύνεται στη δημόσια γνώμη, φοβάται ακόμα και τη σκιά της (ίδε την αντίδραση στη χυδαία συνθηματολογία μιας δράκας παλαβών) και έχει αποτύχει να δημιουργήσει μια πολιτική συμμαχία για τη λύση που να διαπερνά τις κομματικές γραμμές. Αυτό που προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει το ΑΚΕΛ είναι ότι σήμερα καλείται να διαχειριστεί τα αποτελέσματα των δικών του αστοχιών, που τις καμουφλάρει με λαϊκίστικες αναφορές σε «Γολγοθάδες» και σε «έλαχεν η μοίρα μανά». Ας μας επιτρέψουν να μη θεωρούμε τους εαυτούς μας ηλίθιους. Κρίμα γιατί, στο πολιτικό καντάρι, η κομματική συνοχή και ο μπετόν αρμέ δογματισμός ήταν βαρύτερα από τη μακροπρόθεσμη προοπτική του τόπου. Από εδώ και πέρα, μου φαίνεται ότι όπου και να αποφασίσει το ΑΚΕΛ να κατεβεί, θα είναι ένας λάθος σταθμός. Αν το ΑΚΕΛ δεν μπορεί να αλλάξει τρένο, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε εμείς...

7 Φεβρουαρίου 2010

Λοξώς αριστερά

«Οι χειρότεροι είναι οι άλλοι, οι μεταπράτες,
οι κολλυβιστές κάθε τίμιας λέξης και ιδέας,
έτοιμοι να αλλάξουν εκπορνεύοντας τα πάντα»
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄


Το Κυπριακό, ο φόνος του Α. Χατζηκωστή και ο οπαδισμός του Σαββατοκύριακου μονοπωλούν την ειδησεογραφία των τρεχουσών ημερών. Αναρωτιέμαι πολλές φορές πόσοι και ποιοι είναι αυτοί που έχουν το κουράγιο να διεξέλθουν τους τόμους των κυριακάτικων εφημερίδων, όταν εκ των προτέρων ξέρουν τι θα διαβάσουν. Ακόμα κι εμένα που σας ιστορώ...

Κι όμως, το συναίσθημα της απογοήτευσης και του «λίγου» των πραγμάτων είναι εκεί. Οι ψευτοκόντρες για τα πολιτικά θέματα, η ευκολία με την οποία αναδεικνύεται και θάβεται ένα ζήτημα, οι διάλογοι κωφών με ακροατήριο το πόπολο συνθέτουν μια άνυδρη εικόνα για τα δημόσια πράγματα. Η κακοπαιγμένη κωμωδία της συγκυβέρνησης δεν είναι παρά ένα παράδειγμα του πάτου που έχουμε πιάσει. Και για να παραφράσω μια προσφυή κουβέντα ενός φίλου: «Δεν με πειράζει που πιάσαμε πάτο, με πειράζει όμως που κι αυτός είχε τρύπα». Όπερ έστιν μεθερμηνευόμενον: όσο περνά ο καιρός, μαθαίνουμε περισσότερο για τα υπόγεια, παρά για όσα μπορούν να μας δώσουν θέα στον ουρανό.
Μ΄ αυτά και μ΄αυτά, περνά ο καιρός και η συνολική απαξίωση της ενασχόλησης με τα κοινά καθιστά τα τελευταία προνομιακό τόπο για τους πολιτικάντηδες και τους γραφικούς. Θλιβερές, δηλαδή, μειοψηφίες, που τελούν σε πλήρη δυσαρμονία με την πραγματικότητα, τις καθημερινές ανάγκες, την ανακάλυψη νέων οριζόντων, ένα σχέδιο για την κοινωνία μας. Στο Κυπριακό μια απ΄ τα ίδια, με πισωγυρίσματα και ανακολουθίες, με τον υποκριτικό λόγο των συμμετεχόντων, συνομιλητών τε και κομματικών ταγών. Αλήθεια, πρέπει κάποιος να εξοπλιστεί με μεγάλο θάρρος για να παρακολουθήσει τους συρμούς ανακολουθίας και ανοητολογίας που περνάνε μπρος στα μάτια μας.

Το κίνητρο λοιπόν εκλείπει, ο καθένας παίρνει το δρόμο της απομόνωσης, του στενού κύκλου και της αδιαφορίας. Η αλλαγή ή ελπίδα για κάτι καλύτερο παίρνει μετάθεση στο απομακρυσμένο φυλάκιο ενός απροσδιόριστου μέλλοντος που παραμένει ανεξιχνίαστο και «αποχρησμοδοτημένο». Την ίδια ώρα, μια στρατιά από αριβίστες, λαμόγια, γόνους κομματικών τζακιών και άλλες μούρες περιωπής ασελγούν καθημερινά πάνω μας. Τα όνειρα επιστροφής σε μια Κύπρο αλλιώτικη, ανοικτή στη διαφορετικότητα, ειλικρινή στις προθέσεις και λίγο ξεβιδωμένη από την αφόρητη συντήρησή της επιφυλάσσονται για νύχτες Κυριακής που η συνείδηση βουτάει σε ένα αβυσσαλέο κενό. Το πρωί της Δευτέρας σκοντάφτω σε τόσες, μα τόσες διαψεύσεις...

Με έχετε πει απαισιόδοξο, ίσως γιατί προσλαμβάνω και ερμηνεύω την πραγματικότητα λοξώς αριστερά. Πιστέψτε με, όμως. Είμαι ο πρώτος που θα ήθελε να πειστεί για το αντίθετο.