27 Δεκεμβρίου 2015

Ένα χέρι για το δεκάξι




Επ! Ποιος έκλεψε τον χρόνο μου; Θαρρώ πριν λίγο διάβαζα τι μου επιφύλασσαν τα άστρα για το 2015. Και είμαστε κιόλας στο τέλος του. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια και μια αστραπή μπροστά σου, η υπερταχεία της ζωής σε αφήνει να αιωρείσαι ανάμεσα στον θόρυβο και στον αέρα. Όσο ανηφορίζεις στη ζωή, όσο κατεβαίνεις στα χρόνια, τα γεγονότα σωρεύονται, πάνω σε σκέψεις, δίπλα σε χαρές και ματαιώσεις, σε σχέδια, αναπάντητες κλήσεις, μισοτελειωμένες κουβέντες, κάτι χαζές πίκρες που άφησες να σε πληγώσουν, δυο-τρεις στιγμές που αλάφρυνε η συνείδηση, ένα καλοκαίρι που λάμπει εντός σου.

Πάει κι αυτή η χρονιά, που είχε μέσα λίγο απ’ τα παλιά, λίγο απ’ το νέο. Έφερε έναν δύσκολο αποχαιρετισμό στον πιο ηλικιωμένο πρόγονό μου. Με την ανάμνησή της έμειναν κι οι ιστορίες απ’ τη Μικρασία, τα κανακέματα και η αστείρευτη ετοιμότητα για χορό. Δεν φεύγουν οι άνθρωποι με τον θάνατό τους. Χάνονται μόνο αν ο κυματισμός τους στη ζωή πάψει να ακουμπάει τους επόμενους. Στη στερνή φορά που την επιστρέψαμε στη μακεδονίτικη γη π’ αγάπησε, κατάλαβα πόσους θησαυρούς μου είχε αφήσει: τις παιδικές μου αναμνήσεις, τη μυρωδιά απ’ τα πλατάνια και την πιο ακριβή σοφία που μου ’χουν ψιθυρίσει: «Ούτε στον παράδεισο μόνος, παιδάκι μου». Κι έπειτα από το κατευόδιο για τον καλό παράδεισο, ήρθαν δυο καλοκαιρινά ταξίδια. Το μεγαλείο και η ομορφιά του κόσμου ξεδιπλώθηκαν ξανά μπροστά μου.

Παλιά με λύγιζε η ιδέα ότι δεν θα προλάβω να δω όλα τα μέρη που θα ήθελα, να διαβάσω όλα τα βιβλία που έχω στις λίστες μου και να πάω σε όλες τις γιορτές των νησιών. Τώρα πια, καθετί που προλαβαίνω να κάνω και το σβήνω από τα to-do είναι κέρδος. Κι έπειτα, συνειδητοποίησα ότι δεν είναι το πόσο, το πώς, το πότε, αλλά το με ποιον, που έχει σημασία πιο πολύ. Κι έτσι, απ’ τον Σεπτέμβριο, πάτησα γκάζι και καρφώθηκα με όλη την ταχύτητα πάνω στο γραφτό μου, ποιος εγώ, που δεν πιστεύω στους ντετερμινισμούς και τις μοίρες, και κράτησα ένα χέρι, έφαγα λίγο σταφύλι και συμπλήρωσα τις αφηγήσεις της με τα δικά μου λόγια. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, ο χρόνος έφτασε στην πιο μεγάλη διαστολή του και τα χρώματα ήταν πιο έντονα, ο αέρας πιο γεμάτος και είδα πίσω την απόσταση που με έφερε ώς εδώ – ευγνωμοσύνη.

Τώρα κλείνει η χρονιά, ξεγελάσαμε στο τσακ τον Θεριστή, και βάλαμε μπροστά για το δεκάξι, που αν είσαι παιδί των seventies σου φαίνεται σχεδόν απίστευτο ότι έφτασες ώς εδώ. Μα αυτή είναι η κουβέντα που λέγαμε στην αρχή και τώρα αυτό που έχει σημασία είναι να κάνω τη σούμα και να κρατήσω λίγο πιο σφικτά εκείνο το χέρι.

20 Δεκεμβρίου 2015

Ποιος (θα) είναι Κύπριος πολίτης;




Το ζήτημα της ιδιότητας του Κύπριου πολίτη είναι ένα από τα σημαντικότερα συνταγματικής εμβέλειας ζητήματα που ελάχιστες φορές ελκύει την προσοχή μας. Συνδέεται άμεσα με τη βασικότερη αρχή που διαπνέει το Σύνταγμά μας, δηλαδή αυτή της δικοινοτικότητας. Το Σύνταγμά μας υιοθετεί τρία κριτήρια με αμφίβολη σαφήνεια ως προς το περιεχόμενό τους. Μέλος της ελληνικής ή της τουρκικής κοινότητας λογίζεται όποιος έχει αντίστοιχη εθνοτική καταγωγή και μιλά την αντίστοιχη γλώσσα, ή μετέχει των αντίστοιχων πολιτιστικών παραδόσεων ή αν είναι ορθόδοξος ή μωαμεθανός. Η αναφορά στις πολιτιστικές παραδόσεις είναι μεν ενδιαφέρουσα και συνδέεται με την ιδιοπροσωπία των δύο κοινοτήτων, αλλά είναι μάλλον αβέβαιο αν θα ήταν εφικτός ο εξαντλητικός προσδιορισμός τού ποιες είναι αυτές οι παραδόσεις και σε τι συνίστανται.
Το κυριότερο πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η ιδιότητα του Κύπριου πολίτη αποκτάται μέσω της συμμετοχής σε μία από τις δύο κοινότητες. Χωρίς την ιδιότητα του μέλους μίας εκ των δύο κοινοτήτων, ουδείς μπορεί να θεωρηθεί πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ζήτημα αυτό έχει επισημανθεί επανειλημμένως από διεθνή σώματα ως ασύμβατη νομικά ρύθμιση με την παρούσα εξέλιξη του διεθνούς δικαίου. Οι πολιτικές συνέπειες αυτής της ρύθμισης δεν είναι λιγότερο σημαντικές: αφενός διαιρούν πολιτικά και κοινωνικά τον εν ευρεία εννοία πολιτικό δήμο της Κύπρου και εξωθούν τις κοινότητες σε έναν διαρκή και ατελέσφορο πολιτικό ανταγωνισμό σε όλα τα επίπεδα των εξουσιών και των θεσμών. Και αφετέρου, καθιστούν αόρατες τις ιστορικές μειονότητες του νησιού μας. Οι Μαρωνίτες, οι Αρμένιοι και οι Λατίνοι αντιμετωπίστηκαν, και εν πολλοίς συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται, ως αμελητέες ποσότητες και προσαρτήματα της ελληνικής κοινότητας.
Και μια ματιά στο μέλλον. Εξετάζοντας το ιστορικό κεκτημένο των διαπραγματεύσεων διαπιστώνεται η προβολή της πιο πάνω ρύθμισης και στη μελλοντική ομοσπονδιακή συνταγματική διάρθρωση. Είναι ρεαλιστικό να προσδοκάται ότι ο δικοινοτισμός θα αφαιρεθεί από τα βασικά στοιχεία λύσης; Προφανώς όχι, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να μην επιτρέπουμε στους εαυτούς μας τον αναστοχασμό επί του θέματος. Ελπίζω, λοιπόν, ότι ο μελλοντικός ορισμός των δύο κοινοτήτων θα έχει πιο σαφή και λιγότερο διαχωριστικά κριτήρια. Η κατάταξη με τη χρήση του κριτηρίου της μητρικής γλώσσας θα ήταν επαρκής και κατάλληλη για σκοπούς θεσμικής συγκρότησης, θα βασιζόταν σε αντίστοιχα ευρωπαϊκά μοντέλα και θα ενίσχυε την πολιτιστική ταυτότητα των δύο κοινοτήτων.
Το σημαντικότερο πλήγμα, ωστόσο, στη διαιρετική πτυχή του δικοινοτισμού θα ήταν η υιοθέτηση της διασταυρούμενης ψήφου και η συγκρότηση κοινών πολιτικών και κοινωνικών φορέων: κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, σωματεία και μη κυβερνητικές οργανώσεις που θα δημιουργηθούν από κοινού και θα προωθούν κοινά συμφέροντα, έχουν τη δυνατότητα να αφοπλίσουν ενδεχόμενες μελλοντικές προστριβές και να δημιουργήσουν έναν νέο, στέρεο και υγιή συνταγματικό πατριωτισμό, που θα αφορά τους πολίτες ως Κύπριους και όχι ως μέλη της μίας ή της άλλης κοινότητας. Επίσης, μία ρύθμιση που θα επέτρεπε την ουσιαστική εκπροσώπηση των μειονοτήτων θα έκανε ευτυχέστερους όσους έχουν ακονίσει την πολιτική τους σκέψη στα ανθρώπινα δικαιώματα και θα επέτρεπε την ανάδειξη του πλουραλιστικού δυναμικού της κοινωνίας μας.


13 Δεκεμβρίου 2015

Μετεξέλιξη και η κανονιστική δύναμη του πραγματικού




Στο βαθύ καλάθι απ΄όπου ανασύρονται οι λόγοι απόρριψης της ομοσπονδιακής λύσης βρίσκεται και το περιώνυμο ζήτημα της μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το επιχείρημα αναφέρει ότι η συμφωνία λύσης θα πρέπει να προβλέπει ρητά ότι το κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα συνεχίσει την ύπαρξη και λειτουργία του. Και συνεχίζει ότι η απουσία ρύθμισης του θα δώσει την ευκαιρία στη μελλοντική τουρκοκυπριακή πολιτεία να αποσχιστεί και να διεκδικήσει αυτόνομη κρατική υπόσταση.

Το ζήτημα της μετεξέλιξης είναι, επίσης, ένα από τα αγαπημένα mind games της τουρκοκυπριακής πλευράς. Είναι άλλωστε γνωστή η πάγια θέση περί της “defunct”, βλέπε εκλιπούσας, Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε τον κύκλο αλληλοτροφοδότησης μεταξύ της τουρκικής θέσης και της λεγόμενης απορριπτικής σχολής. Με αυτό εννοώ ότι οι τουρκικές θέσεις αποτελούν τη βάση της επιχειρηματολογίας για την απόρριψη της ομοσπονδίας. Από πλευράς διαπραγματευτικής τακτικής αυτό είναι αυτοκτονικό: αντί η προσπάθεια να επικεντρώνεται στη διαμόρφωση θέσεων που θα εξουδετερώνουν το επιχείρημα του συνομιλητή και θα πείθουν τους εμπλεκόμενους τρίτους, η απορριπτική σχολή νομιμοποιεί στην κοινωνία μας και στο διεθνές επίπεδο την όποια θέση εκφράζεται από την άλλη πλευρά. Κατά την άποψη μου αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: ο πρώτος είναι η εκπληκτική αδυναμία κατανόησης του περιβάλλοντος των διαπραγματεύσεων. Και ο δεύτερος είναι η πολιτική θέση που πρεσβεύουν οι θιασώτες της απόρριψης, που δεν είναι άλλη από την επιθυμία διατήρησης μιας αμιγώς ελληνοκυπριακής κρατικής υπόστασης, στο νότιο μέρος του νησιού.

Το ζήτημα της μετέξελιξης, ωστόσο, πιστεύω ότι επιδέχεται σαφών, θετικών και συγκεκριμένων απαντήσεων. Η μετεξέλιξη δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά μια εσωτερικού χαρακτήρα αλλαγή της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τη συνταγματική της αναδιάρθωση. Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του 1960 θα συνεχίσει να υφίσταται , όπως ισχύει σήμερα. Ας μην ξεχνάμε ότι στο πρώτο κιόλας Άρθρο της, η Συνθήκη αυτή προβλέπει τη διατήρηση της κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των περιοχών που σήμερα αποτελούν τις βρετανικές βάσεις. Μία ενδεχόμενη κατάργηση της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης (που δεν είναι καν ζήτημα προς συζήτηση σήμερα) ή η τροποποίηση της από τη μελλοντική συμφωνία επίλυσης του Κυπριακού, ένα πράγμα επιβεβαιώνουν: ότι η Κυπριακή Δημοκρατία του 1960 συνεχίζει να είναι το μόνο νόμιμο κράτος. Άλλωστε στη βάση αυτής της αντίληψης η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση με όλη την επικράτεια της. Η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία της εποχής είχε προβάλει τότε τα ίδια επιχειρήματα που προβάλει και σήμερα στις διαπραγματεύσεις. Το αποτέλεσμα είναι σε όλους γνωστό.

Η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας επιβεβαιώνεται και από άλλα επιχειρήματα: τη συνέχιση ισχύος των διεθνών συμφωνιών της, την απουσία ανάγκης υποβολής νέας αίτησης ένταξης σε διεθνείς οργανισμούς, το Πρωτόκολλο αρ. 10 στην πράξη προσχώρησης μας στην ΕΕ και το προηγούμενο παράδειγμα του Βελγίου, το οποίο προχωρήσε σε μια αντίστοιχη συνταγματικής εμβέλειας αναθεώρηση του 1993, όντας κράτος-μέλος της ΕΕ, χωρίς να θεωρηθεί ότι αυτό συνιστούσε ίδρυση νέου κράτους. 

Συμπερασματικά, το ζήτημα της μετεξέλιξης είναι ήδη επιλυμένο προτού καν τεθεί ως ζήτημα στις ίδιες τις διαπραγματεύσεις ή την εσωτερική πολιτική ατζέντα. Και κάτι τελευταίο: όσοι επιμένουν να ισχυρίζονται ότι μία μελλοντικη λύση θα οδηγήσει στη δημιουργία των συνθηκών για την ίδρυση ενός ή περισσοτέρων νέων κρατών στο νησί, ξεχνούν ότι η συνέχιση της σημερινής πραγματικότητας θα μεταμορφωθεί αργά ή γρήγορα σε νομιμότητα. Εν ολίγοις, μπορούν να επιλέξουν να αγνοούν την κανονιστική δυναμη του πραγματικού. Το πραγματικό όμως δεν θα τους αγνοήσει επ’ ουδενί.

29 Νοεμβρίου 2015

Κι όμως, αλλάζει


Αλλάζει ο κόσμος, φίλε; Αλλάζει. Αργά και δύσκολα. Με πισωγυρίσματα και απογοητεύσεις. Μεσολαβούν περίοδοι που η προσδοκία πεθαίνει, που αναρωτιέται κανείς αν αξίζει τον κόπο, την προσπάθεια, την επιμονή. Η προοπτική της επιστροφής σε μια τρυφηλή ιδιωτεία γίνεται όλο και πιο ελκυστική. Οι άνθρωποι γύρω χάνουν το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό. Βουλιάζουν στην καθημερινότητά τους και δεν έχουν ώρα να ακούσουν την ανάγκη του άλλου. Τα τείχη που χτίζουμε για να προστατευτούμε δημιουργούν εν τέλει λαβύρινθους. Χαμένη υπόθεση, μην το ψάχνεις, κάνε κάτι άλλο, θα δούμε, η κοινωνία δεν είναι έτοιμη, θα πέσουν να σε φάνε.
Κι έπειτα σκέφτεσαι τη θαυμαστή ιστορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη θεμελίωση και την εξέλιξή τους, την εδραίωση και τη διαρκή προσπάθεια για την επέκταση των δικαιωμάτων, την εμβάθυνση της προστασίας και τη δημιουργία αναχωμάτων για να μην ξαναγυρίσουμε στο παρελθόν. Στη μακροσκοπική αξιολόγηση, η σούμα είναι θετική. Έχουμε κάνει περισσότερη πρόοδο τα τελευταία πενήντα χρόνια από όση είχαμε τα προηγούμενα πεντακόσια. Αλλάζει ο κόσμος, φίλε; Αλλάζει. Γιατί όσοι πιστεύουν στην ιδέα και στην καταλυτική σημασία της αυταξίας του ανθρώπου και της αξιοπρέπειάς του, δεν μπορούν παρά να πιστεύουν ταυτόχρονα και στην αλλαγή.
Έτσι και με τη φωτεινή ιστορία της νομικής κατοχύρωσης της πολιτικής συμβίωσης. Μιλήσατε και σας άκουσαν. Επειδή το αίτημα ήταν δίκαιο. Επειδή η κοινωνία ήταν μπροστά και δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Αναλογιστείτε ότι πριν από είκοσι περίπου χρόνια το ίδιο σώμα, δηλαδή η Βουλή των Αντιπροσώπων, καταργούσε την ποινικοποίηση των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ ομοφυλοφίλων. Με παραπλήσιες αντιδράσεις και στάσεις από όσους ευαγγελίζονταν την προστασία της κοινωνίας, την ανδροπρέπεια (ό,τι και αν σημαίνει αυτό), τα ήθη του τόπου και προφήτευαν καταστροφές, διαλύσεις και καταπτώσεις. Τους θυμάται κανείς πια;
Απ’ την άλλη αναρωτιέμαι πώς είναι να βρίσκεσαι από την άλλη όχθη και να υπερασπίζεσαι μια θέση που η ιστορία δεν θα καταδεχθεί να την κατατάξει ούτε στις υποσημειώσεις της. Μια θέση που είναι βαμμένη στον συντηρητισμό και την οπισθοδρόμηση. Που επικαλείται μια νεφελώδη και αόριστη σύλληψη του παρελθόντος, που λέει «εμείς παλιά δεν κάναμε έτσι και αφού αυτό μάθαμε, αυτό θα κάνουμε». Αυτό δεν είναι παράδοση, μεταφορά αξιών, διαμόρφωση βιωματικής κουλτούρας. Είναι άρνηση να ακούσεις τον κόσμο, άρνηση του εαυτού σου, άρνηση να δεχθείς να βάλεις ένα χέρι για να κάνεις τον κόσμο λίγο καλύτερο από όσο τον βρήκες, είναι η άρνηση αυτής της ευθύνης. Είναι η επιτομή του φόβου, η περιχαράκωση των ψυχών, η τύφλωση απέναντι στο μέλλον. Σε είκοσι χρόνια, δεν θα σας θυμάται κανείς πια. Γιατί; Γιατί αλλάζει ο κόσμος, φίλε.

8 Νοεμβρίου 2015

365Kb φιλανθρωπίας

-->


Τους σώσαμε. Αν δεν ήμασταν εκεί, θα είχαν πνίγει, χωρίς ίσως ποτέ να μαθευτεί τίποτα. Την επόμενη μέρα: σκηνές από τη διάσωση και την υποδοχή τους. Μικρά παιδιά με ισοθερμικές κουβέρτες, με ύφος χαμένο, ενήλικες με χαραγμένο τον φόβο στο πρόσωπό τους. Θα μυρίστηκαν τον θάνατο πολλές φορές. Οι νταήδες της περιοχής τους, ο ήχος των αεροπλάνων, ο κρότος των εκρήξεων, η διαφυγή και η επιβίβαση σε έναν σκυλοπνίχτη. Η ζωή σου κορώνα-γράμματα, κρέμεται από μια σύμπτωση, από τα κέφια κάποιου που δεν σε γνώρισε ποτέ κι ούτε θέλει να σε γνωρίσει. Δεν τον ενδιαφέρει. Είσαι μια στατιστική, μια παράπλευρη απώλεια, μια ασήμαντη κουκίδα στην οθόνη του. Και τώρα εδώ, σε μια άγνωστη γη, με άδηλο μέλλον, κάποιοι με παρόμοια πρόσωπα αλλά παράξενες λαλιές.

Και τώρα; Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν με εικόνες και σχόλια, με επαίνους για τους διασώστες και έκφραση αλληλεγγύης και συμπόνιας. Η φιλανθρωπία μας μετράει τα kilobytes της στο Facebook. Σε λίγες μέρες, σε λίγες εβδομάδες θα ξεχαστούν. Κι εμείς θα επιστρέψουμε στη βολική ραστώνη μας, ξεχνώντας να συμβουλευτούμε τον χάρτη της περιοχής μας, πιστεύοντας ότι όλο αυτό δεν μας αφορά και δεν θα μας αγγίξει. Θα κάγχαζα, αν δεν υπήρχε τόσος θάνατος και τόσος πόνος. Η γεωγραφία μάς κτυπάει την πόρτα, άλλοι άνθρωποι μας ζητούν βοήθεια και εμείς προς το παρόν πιστεύουμε ότι το δρεπάνι θα θερίσει στα χωράφια των άλλων.

Όταν αυτοί και άλλοι άνθρωποι αναζητήσουν ασφάλεια, δουλειά, ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, πώς θα ανταποκριθούμε; Ας αποπειραθώ να προφητεύσω: θα γίνουν viral, πάλι στο Facebook, τα "τσσιεκκούθκια" στο όνομα ενός Ξένου με αστρονομικά ποσά. Θα υπάρξει οργή για τον Ξένο που ταΐζουμε, που ζει σε βάρος μας, που είναι βρώμικος, που είναι εγκληματίας, που απειλεί τον τρόπο ζωής μας. Έπειτα, θα έρθει το μίσος και οι διακρίσεις. Κάποιοι θα ευαγγελίζονται την καθαρή Κύπρο, θα φωνάζουν "έξω οι ξένοι" και θα οργανώνουν εκδηλώσεις μόνο για τους καθαρόαιμους. Εκεί θα τελειώσει η ανθρωπιά μας, οι διασώστες θα είναι μια ανάμνηση τακτοποιημένη στα πίσω ράφια της μνήμης, τα παιδιά με τα φοβισμένα μάτια θα είναι άτυχα που δεν γεννήθηκαν στην Κύπρο, οι ενήλικες θα ειδοποιηθούν για τα διατάγματα κράτησης και απέλασής τους κι η ζωή μας θα γυρίσει στην κανονικότητά της.

Μείνετε λοιπόν μακριά από εδώ. Εδώ δεν είναι ο παράδεισός σας, το πολύ-πολύ θεωρήστε ότι είναι μια σύντομη και συμπτωματική στάση σας για αλλού. Εδώ μένουμε μόνο εμείς. Αν πρέπει να κάνουμε κάτι για σας, ας είναι η συλλογή τροφίμων, ρούχων, βρεφικών ειδών, αλλά μόνο για όσο καιρό θα χρειαστεί. Σας αγαπάμε, αλλά μόνο ως εικόνα της φιλανθρωπίας μας, ως καθρέφτισμα του πόσο καλοί μπορούμε να γίνουμε, ως επιβεβαίωση ότι ευτυχώς εμείς είμαστε ασφαλείς και προνομιούχοι σε αντίθεση με εσάς. Όσο οι κλίμακες παραμένουν μικρές, όσο αυτό το έργο παίζεται με αυτούς τους όρους, τόσο εμείς θα μπορούμε να είμαστε οι σωτήρες, εσείς τα θύματα και να ζούμε ήσυχα, τακτικά και, κυρίως, χωριστά στον κόσμο αυτό.

1 Νοεμβρίου 2015

36

-->

Είναι Τρίτη βράδυ, παραμονή αργίας και περπατάω στην παλιά Λευκωσία. Είναι το τέλος μιας μέρας όπου έχω έρθει αντιμέτωπος με ένα από τα σκοτεινά πρόσωπα της εξουσίας για ένα θέμα που θα ήθελα ώρα και κόπο να εξιστορήσω. Ακόμα και η ιδέα του να επαναλάβω νοερά τη μέρα με καταβάλλει. Νιώθω σαν κάτι να με λερώνει, μα δεν ξέρω πώς να αποξέσω την αίσθηση από πάνω μου. Είναι από τις φορές που θα προτιμούσα να μην ήξερα, να μην συμμετείχα, να μην με αφορούσε όλο αυτό. Δυστυχώς, συμβαίνει το αντίθετο και δεν μπορώ να αποδράσω από την πραγματικότητα. Όσα πιστεύεις και όσα νομίζεις ότι είσαι σου χτυπάνε με το δάκτυλο την πλάτη, σαν ενοχλητική κι επίμονη γριά στην ουρά της τράπεζας, που ισχυρίζεται ότι της έχεις πάρει τη σειρά. Δεν έχεις τίποτα να απαντήσεις και προτιμάς να αγοράσεις τον μπελά.
Σε λίγες ώρες θα κλείσω τα 36, οι πρώτες ψύχρες έχουν αρχίσει και εγώ σκέφτομαι ότι έχω περάσει στους ίδιους δρόμους το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Στο νοητό τρίγωνο που σχηματίζουν το Παγκύπριο, το Ελένειο και η Φανερωμένη έχει παιχτεί το δικό μου έργο, έχω πει τα λόγια που μου αναλογούν. Οι διερωτήσεις επιστρέφουν αυτές τις ώρες, σε τέτοια μέρη: τι έκανες, τι έχασες, τι δεν πρόφτασες, ποια όνειρα δίνουν φωτιά στους χάρτες σου; Μεγαλώνοντας παρατηρώ τις υπεκφυγές και τους μανιερισμούς του εαυτού μου. Η δικαιολογία αναδύεται εύκολα στον ουρανίσκο, οι αναβολές δίνουν και παίρνουν και οι αμφιβολίες ή οι δισταγμοί (ή και τα δυο μαζί) στήνουν χορό εντός μου. Κουβαλάω, λοιπόν, μέσα μου, αλλά και σ’ αυτό το σταθερό τοπίο της Λευκωσίας όσα με καθόρισαν για να μπορώ σήμερα να γράφω αυτές τις γραμμές.
Περπατάω αργά, είμαι νωρίς για το ραντεβού με τους πιο παλιούς φίλους που έχω από το σχολείο. Είμαστε μάλλον οι τελευταίοι μιας γενιάς ήσυχης και τακτικής, χωρίς εξάρσεις και επαναστάσεις, με λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένο πλάνο ζωής. Στη θέση μας θα μπορούσαν να ήταν άλλοι της ίδιας φουρνιάς, με τα ίδια χαρακτηριστικά και την ίδια προσπάθεια στην καθημερινότητα και απόπειρες να βολέψουμε τα γεγονότα στη σειρά. Ταυτόχρονα, υπάρχει κι ένα περίεργο αίσθημα να πλανιέται. Ίσως να είναι μιας μορφής ματαίωση που δεν προσδιορίζεται περισσότερο, δεν αναλύεται σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια, αλλά βρίσκει τον τρόπο της να καθιστά τον εαυτό της σχετικό, αναγκαίο, παρόν. Σε διάφορες στιγμές μας έχει αγγίξει όλους, άλλους περισσότερο, άλλους λιγότερο. Μα νομίζω ότι η σιωπή μας τυλίγει όλο και πιο πολύ με τα χρόνια, τα άχθη μας μένουν ανομολόγητα και τα χρέη συσσωρεύονται μέχρι εξοφλήσεως. Τώρα που ο δρόμος έπιασε να γέρνει προς τα σαράντα, θα ήθελα να έβρισκα περισσότερες και πιο πειστικές απαντήσεις και να μπορούσα να διηγηθώ μια ελαφρώς διαφορετική ιστορία στον εαυτό μου. Γίνεται;

18 Οκτωβρίου 2015

Βρόμικο ψωμί



«Ο πατέρας μου ο Μπάτης
ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ’22
κι έζησε πενήντα χρόνια
σ’ ένα κατώι μυστικό»

Η πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Βρούντου εναντίον της Κύπρου χαιρετίστηκε στη δημόσια σφαίρα για τη δικαστική διαπίστωση της διακριτικής μεταχείρισης που υπέστησαν τα πρόσωπα, που δεν τους αναγνωρίστηκε η ιδιότητα του εκτοπισμένου, επειδή η μητέρα τους μόνο ήταν εκτοπισμένη. Η απόφαση δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει τώρα να κινηθεί η Δημοκρατία για να συμμορφωθεί με την απόφαση: θα πρέπει να υπάρξει αναδρομική θεραπεία της διάκρισης; Είναι επαρκής η πρόσφατη νομοθετική τροποποίηση; Ποιοι και πώς νομιμοποιούνται να διεκδικήσουν την διόρθωση αυτής της παραβίασης; Και τι συνιστά θεραπεία αυτής της αδικίας;

Οι απαντήσεις σε αυτά, και ενδεχομένως άλλα ερωτήματα, θα είναι χρήσιμες. Ωστόσο θέτουν σε δεύτερη μοίρα τα πιο σημαντικά ζητήματα, στα οποία θεμελιώνεται η ίδια η διακριτική μεταχείριση. Η παράγραφος 42 της απόφασης, όπου το Δικαστήριο συγκεφαλαιώνει τις θέσεις που πρόταξε η Δημοκρατία, είναι εξόχως διαφωτιστική για το ζήτημα που επιχειρώ να αναδείξω. Εν συντομία, η επιχειρηματολογία της ήταν ότι η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και οι κοινωνικές αντιλήψεις που επικρατούσαν το 1975 δικαιολογούσαν την επιλογή του νομοθέτη να παρέχει την ιδιότητα και τα παρεπόμενα οφέλη μόνο στα τέκνα ανδρών που είχαν εκτοπιστεί. Οι οικονομικές συνέπειες για τα τέκνα των εκτοπισμένων αντρών ήταν δυσμενέστερες σε μια κοινωνία όπου οι άντρες ήταν αυτοί που κέρδιζαν το ψωμί. Αντιθέτως, τα τέκνα των γυναικών που είχαν εκτοπιστεί δεν θα εξαρτιόνταν από τη μητέρα τους, αφού ο μη εκτοπισμένος πατέρας τους δεν θα είχε υποστεί τις ίδιες οικονομικές συνέπειες σε σύγκριση με τον εκτοπισμένο.
Το πρόβλημα με αυτή την αντίληψη είναι ότι επιχειρεί να περιβάλει με νομικό μανδύα τους βαθιά εμπεδωμένους ρόλους των δύο φύλων στην κοινωνία μας. Στέλνει τις γυναίκες στην κουζίνα και τους άντρες στη δουλειά. Προβάλλει στα παιδιά τις πατριαρχικές σχέσεις του παρελθόντος: όσοι έχετε πατέρα εκτοπισμένο θα τύχετε ευνοϊκότερης μεταχείρισης από όσους έχετε μητέρα εκτοπισμένη. Αναπαράγει το μοτίβο εξουσίας και νομιμοποιεί πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και ιστορικά τις ανισότητες της κοινωνίας μας. Και δεν λέει τίποτα για το πώς η εισβολή επέτεινε τις ανισότητες, επηρέασε την κατανομή πλούτου και δημιούργησε νέα χάσματα στον κοινωνικό ιστό: σκεφτείτε πόσοι χάθηκαν από τη γενιά που μεγάλωσε στους συνοικισμούς, παλεύοντας να ανέβουν ένα σκαλοπάτι στην κλίμακα της κοινωνικής κινητικότητας.
Κι επιπλέον, ένα παράπλευρο ζήτημα είναι αυτό της κληρονομικώ δικαίω διαδοχής στην ιδιότητα του εκτοπισμένου, με τέτοιο τρόπο που όλοι οι απόγονοι (πρώτης, δεύτερης, τρίτης και πάει λέγοντας γενεάς) των προσώπων που πράγματι εκτοπίστηκαν το 1974 να έχουν την ίδια ιδιότητα. Προσωπικά, το βρίσκω ανορθολογικό, υποκριτικό και, πλέον, αλυσιτελές. Ανορθολογικό επειδή οι γενιές που ακολούθησαν δεν εκτοπίστηκαν πραγματικά από οποιοδήποτε μέρος. Υποκριτικό επειδή το να είσαι κάτω από 40 χρόνων και να δηλώνεις εκτοπισμένος είναι απλά ψέμα. Και αλυσιτελές επειδή η κάνουλα στέρεψε πια και στην παροχή επιδομάτων δεν μπορείς να πατήσεις «undo».
Η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν είναι απλώς μια ατομική δικαίωση για όσους έτυχαν της ίδιας δυσμενούς μεταχείρισης με την προσφεύγουσα. Είναι η σύγχρονη πολιτική και νομική ιστορία που μας χτυπάει επιτακτικά στην πλάτη για να μας υπενθυμίσει ότι σ’ αυτό τον τόπο δεν ξεκινήσαμε όλοι από την ίδια αφετηρία και ότι δεν έχουμε ξεμπερδέψει με το άδικο.


11 Οκτωβρίου 2015

Νέτα-σκέτα




Κάποιες μέρες έρχονται και σε βρίσκουν μερικά καλά νέα. Κάτι μικρό αλλάζει και προσθετικά προς την προηγούμενη αλλαγή δημιουργεί ένα νέο τοπίο. Και μαζί με την επόμενη αλλαγή και τη μεθεπόμενη, ο παλιός κόσμος ραγίζει κι από λίγο. Ίσως από μόνο του να είναι ανεπαίσθητο, αδιόρατο και αμελητέο. Κάποια μέρα εσύ, εγώ, εμείς, ίσως να είμαστε κάποιοι άλλοι. Αυτός ο τόπος ίσως να αλλάξει φυσιογνωμία, κόντρα στη δοξασία ότι έχει υπάρξει απαράλλαχτος στην ουσία και τη φύση του για αιώνες.

Μικρές νίκες καταγράφονται στο ενεργητικό και φιλοδοξούν να αλλάξουν το βάρος στο ζύγι. Νέα όπως η βράβευση των Τάκη Χατζηδημητρίου και Αλί Τουντζάι για τη συμβολή τους, ως επικεφαλής της Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομία, στη διατήρηση και αποκατάσταση των πολιτιστικών μνημείων όλων των κοινοτήτων του νησιού. Μαζί και η όλο και διευρυνόμενη έρευνα στη σύγχρονη ιστορία του τόπου με νέες σοβαρές εκδόσεις που φιλοδοξούν να σταθούν με επιστημονική επάρκεια απέναντι στο πολιτικό φαινόμενο του Κυπριακού. Από κοντά και δυναμική δραστηριότητα του Home for Cooperation. Προσθέστε και όσους στον δικό τους μικρόκοσμο προσπαθούν να στήσουν γέφυρες και να τελειώσουν με το business as usual, που είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη διαιώνιση του προβλήματος.

Κι από την άλλη είναι και η κατάσταση όπου παράγουμε περισσότερο Κυπριακό από όσο μπορούμε να καταναλώσουμε. Και σε αυτό συντελεί πρόθυμα ένα μέρος των πολιτικών κομμάτων, που ξέρει να πατήσει τα κουμπιά και να τραβήξει τους μοχλούς της κοινωνίας. Η πρόσφατη έρευνα γνώμης της «Ομάδας Κύπρος» περιείχε ενδιαφέρονται στοιχεία για μια ευρεία γκάμα ζητημάτων. Αποκαλύπτει μια κοινωνία που ζει σε κατάσταση πολιορκίας, με αντιφάσεις και ακραίες εκφάνσεις των επιλογών της. Είναι μια κοινωνία που φοβάται να αλλάξει τρόπο ζωής. Που έχει προσδοκία για το οικονομικό όφελός της, αλλά υποψιάζεται ότι οι ξένοι θα την εξαπατήσουν με οικονομικής φύσεως υποσχέσεις. Που τρέμει ότι η λύση θα φέρει αύξηση της διαφθοράς και της εγκληματικότητας – κι άλλο;. Ο φόβος έναντι του ενδεχόμενου της αλλαγής δεν είναι κυπριακή ιδιοτυπία: δείτε την αντίδραση των ευρωπαϊκών κοινωνιών έναντι της προσφυγικής κρίσης. Όλοι επιθυμούν μια λύση που, όμως, δεν θα πρέπει να χτιστεί στην αυλή τους, ή έστω σε ένα μέρος της. Το πρόβλημα θα πρέπει να λυθεί περίπου διά μαγείας, χωρίς προστριβές, χωρίς κόστος, χωρίς δουλειά. Αυτή όμως είναι η φιλοσοφία του υστερόβουλου τεμπέλη, κάτι σαν δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, στην οποία παίρνουμε, όχι τυχαία, άριστα.

Η ενδεχόμενη λύση σημαίνει ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής μας και αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος. Σημαίνει περισσότερες δικλίδες ασφαλείας στη λειτουργία του πολιτειακού και πολιτικού συστήματος. Σημαίνει ευκαιρία για κοινωνική αλλαγή και διεκδίκηση. «Το μέλλον δε θα ’ρθει από μονάχο του έτσι νέτο σκέτο αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς», λέει ένας στίχος απ’ τα παλιά. Όπερ, δεν έχει νόημα να καθόμαστε αναπαυτικά αναμένοντας τη λύση. Μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτήν;

28 Σεπτεμβρίου 2015

Καρπασία




Είναι το μέρος στο οποίο επιστρέφω κάθε χρόνο. Ίσως όχι όσο συχνά θα ήθελα, αλλά το έχω βάλει περίπου τάμα να παίρνω το μακρύ δρόμο μέχρι το τέλος της χερσονήσου. Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι είναι αυτό που με κάνει να νιώθω τον τόπο τόσο δικό μου κι ας μην έχω καμία σχέση αίματος ή ανάμνησης μαζί του. Οι απαντήσεις που έδινα στον εαυτό μου είχαν να κάνουν με την ενέργεια που ένιωθα, με την αυθεντική κυπριακότητα του τοπίου, με τη συγκίνηση που φέρνει η περίεργη αίσθηση του να επισκέπτεσαι τα μέρη που έχει δει μόνο σε βιβλία και με τη σκέψη ότι το μέρος είναι μια άλλη, άγνωστη Κύπρος, που η γενιά μου τόσο άδικα στερήθηκε. Αν η λέξη δεν είχε τόσο βάναυσα κακοποιηθεί τόσα χρόνια στο στόμα τόσων πολλών και για τόσο ευτελείς αφορμές θα τολμούσα να πω ότι το μέρος είναι ευλογημένο. Ωστόσο, προτιμώ να μείνω στα ανθρώπινα, στις αισθήσεις και τις παραισθήσεις και να νιώσω όσα βιώνονται με το σώμα και την ψυχή.

Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, έτσι και φέτος πήρα το αυτοκίνητο μου και κατάπια τα χιλιόμετρα για να ξαναπάω εκεί. Από το ταξίδι κράτησα τη σκέψη ότι παρά τις διαρκείς επιστροφές μου, το βάθος του συναισθήματος δεν αλλάζει και η ζεστή αίσθηση του απογεύματος εξακολουθεί να είναι οικεία και πρωτόγνωρη μαζί. Μαζί με τις σκέψεις, έρχεται και ο ήλιος που λαμπυρίζει στις βόριες θάλασσες μας, το τοπίο που φανερώνει μια Κύπρο πράσινη, γόνιμη και όχι βυθισμένη σε μια ξηρή ώχρα. Έρχονται και οι προσδοκίες και οι επιθυμίες που αποτολμάς να αφήσεις τον εαυτό σου να έχει. Δένεσαι πάνω στα άγρια άλογα τους και ξεχύνεσαι μπροστά όπου σε βγάλουν. Κι αν το λύναμε επιτέλους, κι αν μπορούσαμε να κυκλοφορούμε πραγματικά ελευθεροι, χωρίς το φόβο για μόνιμο σύντροφο; Κι αν μπορούσαμε να απλώσουμε ρίζα εδώ, και να στήσουμε τη ζωή μας με αναφορά αυτό το μέρος;

Με τέτοιους ψίθυρους και εσωτερικούς μονολόγους παίρνω το δρόμο της επιστροφής κάθε φορά και η μέσα μου φωνή μεγαλώνει, βαθαίνει, σπάει. Του χρόνου, ελπίζω να μπορώ να διηγηθώ στον εαυτό μου μια διαφορετική πραγματικότητα.
  

20 Σεπτεμβρίου 2015

Δεν ξέχασα



Δυο λόγια κι από μένα για τη θεατρική παράσταση του ΘΟΚ στη Σαλαμίνα, πέρα από τις αντιπαραθέσεις και τις πικρίες. Γιατί νομίζω ότι αυτό που καίει στην ενδοχώρα του καθενός είναι μια παλιά και αλλιώτικη φωτιά. Κάτι που βαίνει πέραν της δικαίωσης και της επιμέτρησης του πατριωτισμού των συμπολιτών μας. Στη Σαλαμίνα βρέθηκαν πολλοί, άγνωστοι, γνωστοί, επίσημοι κι ανεπίσημοι. Βρέθηκαν και άτομα από διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, ανάμεσά τους και άνθρωποι από τη μεταπολεμική γενιά. Εμάς που, αναλόγως της γωνίας, είμαστε η αποτυχία ή η επιτυχία του σχολικού συστήματος. Που τα εξώφυλλα των τετραδίων μας, με τις φωτογραφίες από κατεχόμενα μέρη να χωρίζονται από ένα συρματόπλεγμα και τον υπότιτλο «Δεν ξεχνώ», ήταν μια διαρκής και αναπόφευκτη υπενθύμιση. Λοιπόν, χωρίς ενοχή ας το παραδεχθώ: είναι αδύνατον να θυμηθείς κάτι που δεν έζησες. Αλλά και αδύνατον να ξεχάσεις κάτι όταν το ζήσεις.
Κι έτσι, βρεθήκαμε σε έναν από τους χώρους των παιδικών αναμνήσεων, του τεχνητού και προκατασκευασμένου τους μέρους. Κι υπήρχε συγκίνηση. Κι ανατριχίλα. Και μια αίσθηση ότι αιωρούμασταν λίγο πάνω από το έδαφος. Τα λόγια των οικοδεσποτών ζέσταναν τις καρδιές μας. Σ’ αυτόν τον τόπο χωράμε όλοι. Αν ξέρεις τους λίβες που σαρώνουν το νησί, τότε είσαι του τόπου. Αν ξέρεις τα άνυδρα καλοκαίρια, ανήκεις εδώ. Αν έχεις κλείσει τα μάτια, επιπλέοντας σε μια ζεστή θάλασσα, τότε έχεις πλαστεί από το μέρος. Χωράει κι όλους αυτούς που λατρεύουν να μισούν και να μισιούνται. Η πιο μεγάλη ήττα του μίσους θα είναι η μετατροπή του σε ένα παλιό φολκλόρ, ένα στερεότυπο στο κάτω συρτάρι της ντουλάπας. Ιδού, λοιπόν, γιατί είμαστε η πιο μεγάλη αποτυχία του σχολικού και πολιτικού συστήματος που μας ανάγιωσε.
Και μια τελευταία σκέψη: όταν το έργο ξεκίνησε, οι σιωπές μας κρατήθηκαν απ’ το χέρι και στο μισοσκόταδο έβλεπες μόνο μορφές, κεφάλια και χέρια να σαλεύουν ελαφρώς, τα σώματα να προσπαθούν να βρουν μια βολική στάση. Διαγώνια πίσω απ’ τη σκηνή κάθισαν πάνω σε ένα βράχο 3-4 αστυνομικοί του ψευδοκράτους, παρακολουθώντας το έργο. Από μια άποψη, ήταν η στιγμή της κατάλυσης των εξουσιών, των σημαιών και της βίας. Το σημείο αναφοράς μας και το μοίρασμα της εμπειρίας όλων μπήκαν στο άθροισμα όσων συνέβησαν πάνω στη σκηνή και μέσα μας στη διάρκεια του έργου. Δεν ευαγγελίζομαι ούτε με πείθει κάποια εκπολιτιστική αποστολή και η μάλλον ανύπαρκτη ιερότητα του χώρου, του έργου, της συγκυρίας. Το μόνο που θέλω να καθαρίσω από τις σκόνες και να φυλάξω μέσα μου είναι εκείνες τις στιγμές ανάτασης, την υποψία πως, διάολε, η ζωή μας μπορεί να είναι κι αλλιώς, ας τολμήσω να πω, χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω κι εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου: κανονική.

13 Σεπτεμβρίου 2015

Αδιέξοδο





Μια ερώτηση: γιατί τόσο κρυμμένο μίσος; Προσπαθώ. Με τις περιορισμένες αντοχές και το πεπερασμένο των δυνατοτήτων μου. Προσπαθώ να καταλάβω, να μπω στη θέση του άλλου, να ακούω χωρίς να διακόψω, χωρίς να αντιμιλήσω. Προσπαθώ να αγνοήσω τον ψίθυρο της οργής στ’ αυτί, που μου λέει να αντιδράσω δίχως όρια. Θέλω οι συζητήσεις να έχουν ένα νόημα και θέλω εξίσου οι συζητήσεις κάποτε να τελειώνουν, να βγάζουν κάπου, να λύνουν τους κόμπους. Δεν τα καταφέρνω. Αλλά δεν χάνω την πεποίθηση και ξεκινώ ξανά. Μα δεν βλέπω και πολλούς να τα καταφέρνουν. Κι αυτό με αποκαρδιώνει πολύ. Ίσως να είναι αυτό που καίει τα σπαρτά μου.

Αναρωτιέμαι για την καταγωγή και τη φύση αυτού του μίσους. Το φαντάζομαι σαν μια αποθήκη από μπετόν στην ερημιά. Χωρίς πόρτα, χωρίς παράθυρα, χωρίς αέρα. Χτίστηκε λίγο λίγο. Κάποιος έφερε τα υλικά. Μια κουβέντα που κατέβηκε στραβά θα ήταν ίσως η αρχή. Κάποιος έβαλε τη δουλειά. Συνειδητά και ασυνείδητα πολλοί κουβάλησαν νερό για να ζυμωθεί η πρώτη ύλη. Στο σπίτι, στο σχολείο, στον στρατό, στη δουλειά. Λόγια πικρά, εικόνες που συνθλίβουν. Η αίσθηση του φόβου στάζει αργά μέσα μας. Μια απειλή σαν ένα τρίξιμο στο σκοτάδι επιστρέφει τα βράδια. Δεν θέλουμε κανέναν. Δεν θέλουμε άλλους, πλην των ομοίων μας. Δεν χωράμε όλοι σε αυτό το νησί.

Κι ύστερα, οι κύκλοι του αίματος. Δύσκολο να το φανταστείς, αν έρθεις ανυποψίαστος στο νησί. Το βαρύ φως, οι ράθυμες κινήσεις κι η αγαθή πρόθεση δεν προϊδεάζουν τον επισκέπτη για το πόσο αίμα έχει τρέξει μεταξύ μας. Ξέχασα τη βία – να πω κάτι και γι’ αυτήν. Ενάντια στους δικούς μας και στους άλλους. Ενάντια στους αριστερούς, στις γυναίκες, στους απρόθυμους να χειροκροτήσουν το όραμα του αρχηγού. Η τυφλή βία, που σε αρπάζει απλώς και μόνο επειδή είσαι Ελληνοκύπριος στην Άσσια, Τουρκοκύπριος στην Αλόα, Αρμένης στη Λευκωσία.

Νά, λοιπόν, ο κρυφός χάρτης του τόπου: φόβος – μίσος – βία – αίμα. Η πρώτη γενιά ακολούθησε αυτά τα οροθέσια. Κι η επόμενη άκουσε την αντίστροφη διαδρομή: για το αίμα που έτρεξε, τη βία που υπήρξε για να φτιαχτεί ξανά το μίσος και τον φόβο για όποιον δεν χωράει σε κουτάκια, σε νόρμες, σε ομάδες. 

Σήμερα βρίσκω τον εαυτό μου ξανά στο ίδιο αδιέξοδο, σαν εκείνα που βρίσκω όταν ποδηλατώ κοντά στην πράσινη γραμμή: ξέρω ποιον έχω απέναντί μου, αλλά δεν μπορώ να τον φτάσω, ούτε να τον δω. Κάτι, ή μάλλον καλύτερα, αυτός ο απέναντι δεν με αφήνει. Όλο πιο συχνά τελευταία σκέφτομαι ότι ο καθένας από μας βιώνει μέσα του μια διαρκή, προσωπική διχοτόμηση, όπου κάθε προοπτική φτάνει αργά ή γρήγορα σε ένα αδιέξοδο.

6 Σεπτεμβρίου 2015

Ποια ομοσπονδία;




Κι ενώ η επικαιρότητα κυριαρχείται από τη μικροπολιτική αντίδραση σε επιμέρους θέματα της διαπραγματευτικής διαδικασίας, η ευκαιρία να σκεφτούμε και να συζητήσουμε για το πώς θα μοιάζει αυτή η ομοσπονδία, την οποία θα φτιάξουμε με τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας, περνάει καθημερινά χαμένη.

Εξηγούμαι: η ειδησεογραφία των τελευταίων μηνών γύρω από το Κυπριακό κινείται στα γνωστά ρηχά νερά. Το ζήτημα της μετεξέλιξης, των δικαιωμάτων του χρήστη και του ιδιοκτήτη μιας περιουσίας, το καθεστώς των εποίκων στη μετά τη λύση εποχή, η πληθυσμιακή αναλογία και διάφορα άλλα που θα μπορούσαν να προστεθούν στον κατάλογο αυτό, εμφανίζονται και εξαφανίζονται από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με παροιμιώδη ευκολία. Η παρουσίασή τους γίνεται με τον γνωστό πια τρόπο: ορισμένα κόμματα αντιδρούν αρνητικά σε μια εξέλιξη, η κυβέρνηση εξηγεί και αντιτίθεται, μεσολαβεί κάποια συνεδρία ενός οποιουδήποτε σώματος, ένας από τους πολιτικούς αρχηγούς θα ρίξει μια βιτριολική ατάκα και το θέμα θα σβήσει, μέχρι την εμφάνιση ενός νέου. Και ξανά από την αρχή στο μαγγανοπήγαδο. Έτσι, διατηρείται η αίσθηση της διαρκούς πολιορκίας της πολιτείας μας και μια σημαντική μερίδα των συμπολιτών μας εκπαιδεύεται στον αρνητισμό. Την κατάλληλη ώρα, όλα τα κουμπάκια τους θα πατηθούν ξανά για να αποτρέψουν «δυσμενείς εξελίξεις».

Όμως πέρα από τον στρεβλό τρόπο της «δημόσιας συζήτησης», λείπει και η ουσία. Πώς θα μοιάζει αυτή η μελλοντική ομοσπονδία; Θέλουμε ένα προεδρικό σύστημα, στα πρότυπα του Συντάγματος του 1960; Ή μήπως η υιοθέτηση ενός κοινοβουλευτικού θα ήταν πιο χρήσιμη; Θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε την αρχιτεκτονική του νέου συστήματος διακυβέρνησης κατά τρόπο που να ευνοεί τις συμπράξεις των πολιτικών κομμάτων μεταξύ των δύο κοινοτήτων; Ή, παίρνοντας τον συλλογισμό ένα βήμα παραπέρα, θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε στη βάση μικτών κομμάτων; Η θεμελιακή ιδέα πίσω από αυτά τα ερωτήματα είναι κατά πόσον μπορούμε να σπάσουμε το ιστορικό (και ζυριχικό) μοντέλο της λειτουργίας στη βάση εθνοτικών γραμμών.

Ένα άλλο ζήτημα είναι το ιδεολογικό πρόσημο της πολιτείας αυτής. Ποιος θα είναι ο αξιακός της χάρτης, οι σκοποί της και οι τομείς ανάπτυξης δράσης της; Με ποιο τρόπο θα προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ειδικά αυτά τα οποία προς το παρόν δεν προβλέπονται ρητά στο ισχύον Σύνταγμα, όπως το δικαίωμα σε ένα ανθρώπινο και καθαρό περιβάλλον, η προστασία των προσωπικών δεδομένων, δικαιώματα κοινωνικού χαρακτήρα και η προστασία των μειονεκτούντων, καθώς και η απαγόρευση των διακρίσεων που εδράζονται στον σεξουαλικό προσανατολισμό; Κι επίσης, πώς θα κατοχυρωθεί τόσο στον καταστατικό χάρτη της αλλά και εν τοις πράγμασι η προστασία και προαγωγή της προστασίας του κοινωνικού φύλου, αλλά και της πολιτικής και κοινοτικής ταυτότητας των δύο κοινοτήτων; Οι επιλογές που έχουμε ενώπιόν μας διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους και η μαγεία της συγκυρίας έγκειται στο ότι μπορούμε να έχουμε λόγο στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος, ή έστω, να αποπειραθούμε να φέρουμε τα θέματα αυτά στο προσκήνιο.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, αυτά είναι τα θέματα που θα άξιζε να συζητούμε, αντί να περιδινιζόμαστε στο business as usual του Κυπριακού.





23 Αυγούστου 2015

Νομικές αλήθειες, πατριωτικά ψέματα




Μία από τις πιο προσφιλείς μεθόδους επιχειρηματολογίας όσων αρέσκονται να βρίσκουν τα προβλήματα και τις αδυναμίες των πιθανών τρόπων επίλυσης του Κυπριακού είναι η επίκληση του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, των αρχών και των αξιών τους. Οι πιο μπασμένοι παραθέτουν αυτολεξεί τα άρθρα από τις σχετικές (ή μη) διεθνείς συμβάσεις, αποσπάσματα από δικαστικές αποφάσεις κι ίσως ακόμα και να παραπέμπουν σε κάποιο σύγγραμμα διεθνούς δικαίου. Με τη μέθοδο αυτή γίνεται απόπειρα να ενδυθεί με επιστημονική ορθότητα και αντικειμενικότητα και να τεκμηριωθεί μια ήδη υφιστάμενη πολιτική θέση.

Το πρόβλημα με αυτού του είδους την επιχειρηματολογία έχει να κάνει τόσο με την ουσία της θέσης που προβάλλει, όσο και με τη θεωρητική θεμελίωσή της. Ας πάρουμε το θέμα ουσίας με το παράδειγμα των θέσεων που απορρίπτουν τη νομική ορθότητα της απόδοσης της ιδιότητας του χρήστη ιδιοκτησίας σε έναν έποικο. Σε αδρές γραμμές, η θεμελίωση του συλλογισμού αναφέρει ότι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία είναι απαράγραπτο και κατοχυρώνεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι ο εποικισμός είναι διεθνές έγκλημα και ότι οι έποικοι κατατάσσονται στο ακροδεξιό σημείο του πολιτικού πλέγματος, μαζί με τους Γκρίζους Λύκους και άλλα καλόπαιδα.

Όλα αυτά έχουν μια δόση νομικής αλήθειας, αλλά παραμένουν επιφανειακού επιπέδου συλλογισμοί, οι οποίοι φιλοδοξούν να αποκαλύψουν την εξόφθαλμη αντινομία των ρυθμίσεων της επίλυσης του Κυπριακού. Αυτό που δεν προστίθεται στους συλλογισμούς είναι το σύνολο της νομολογιακής ερμηνείας του εν λόγω άρθρου στο πλαίσιο της κυπριακής σύγκρουσης, καθώς και άλλων παρεμφερών συγκρούσεων. Επίσης, διακινείται με αφάνταστη αφέλεια ή και σκοπιμότητα ο μύθος του ιερού και απαράγραπτου δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Πάρτε ένα οποιοδήποτε σύγχρονο σύνταγμα αστικής δημοκρατίας, περιλαμβανομένης και της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και μια διεθνή σύμβαση και θα δείτε το πλήρες πλαίσιο εξαιρέσεων και περιορισμών στην απόλαυση του δικαιώματος. Όπερ, καμία ιερότητα και κανένας απαράγραπτος χαρακτήρας.

Όσο για το έγκλημα του εποικισμού, η ποινική ευθύνη που το συνοδεύει αφορά τους σχεδιαστές, ενορχηστρωτές και κύριους εκτελεστές της εποικιστικής πολιτικής. Τα ίδια τα άτομα που χαρακτηρίζονται ως έποικοι δεν έχουν ποινική ευθύνη, κατά το διεθνές δίκαιο, και θα ήταν καθαρή τρέλα να τους βάφτιζε κανείς εγκληματίες. Περαιτέρω, ο αντι-εποικιστικός λόγος αποτυγχάνει να ορίσει τον όρο «έποικος». Τι θα γίνει με τις περιπτώσεις ατόμων με δεκαετίες διαμονής στο νησί, με τους μικτούς γάμους, με τα παιδιά και τα εγγόνια των εποίκων; Εμπίπτουν και αυτά στον ορισμό του εποίκου, και στη βάση ποιου κριτηρίου θα αποφασιστεί κάτι τέτοιο;

Όσον αφορά το ζήτημα που θέλει τους εποίκους να είναι ακραιφνείς Τούρκοι εθνικιστές, που πίνουν νερό μέσα από τα κρανία των εχθρών τους, είναι ογκώδης η άγνοια όσων πιστεύουν κάτι τέτοιο. Η πολιτική, ανθρωπολογική και κοινωνιολογική ανάλυση του πληθυσμού των εποίκων δείχνει ότι αυτοί έχουν διαφορετικές εθνοτικές, θρησκευτικές ή πολιτιστικές ρίζες. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς ότι απαντώνται Κούρδοι, Τούρκοι από τη Βουλγαρία, Αλεβίτες, Μαυροθαλασσίτες και πάει λέγοντας. Όσο για τις πολιτικές τους απόψεις, παραμένει απορίας άξιον πώς προοδευτικοί Τ/Κ πολιτικοί λαμβάνουν συντριπτικά ποσοστά σε εκλογικά κέντρα με έποικους ψηφοφόρους ή γιατί τα ακροδεξιά μορφώματα παραμένουν καθηλωμένα στον τ/κ πολιτικό χάρτη.

Ποιο είναι, λοιπόν, το πρόβλημα με αυτού του είδους τις θέσεις; Θα έλεγα ότι υπάρχουν δύο όψεις: από τη μια όταν επικαλείσαι την επιστημονική αντικειμενικότητα και τη νομική ορθότητα για να τεκμηριώσεις τη θέση σου, τότε αυτή η στάση είναι ηθικά ανεπαρκής και υποκριτική. Το προπέτασμα της επιστημοσύνης χρησιμοποιείται για να καλυφθεί η ήδη διαμορφωμένη πολιτική θέση και όζει ελιτισμού.

Από την άλλη πλευρά, αν προσδίδεις πολιτική διάσταση στην επιστημονική σου στάση, τότε πολύ απλά είσαι ανέντιμος πνευματικά, απέναντι στην επιστήμη που υπηρετείς, αφού τη χρησιμοποιείς εργαλειακά και κατά το βολικόν. Αυτά αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας δημοφιλούς προσέγγισης στην εγχώρια λαϊκιστική ακροδεξιά. Είναι η ίδια που πιστεύει ότι φταίνε όλοι οι άλλοι κι ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα θα εξαπατηθεί και θα προδοθεί. Αυτό συνδυάζεται και με τη μικρόνοα στάση που θέλει την Κύπρο τον αδύνατο, που απλώς περιφέρει το δίκιο του για να ζητήσει την αποκατάσταση.

Ωστόσο αυτή δεν είναι παρά μια στρατηγική περηφανούς ήττας, που επιτρέπει την αναπαραγωγή των ένδοξων πτώσεων και προκαλεί ονειρώξεις αντίστασης. Στο σύνολό της, η στάση αυτή περιέχει επικίνδυνες πολιτικές και νομικές συμβουλές κι αποκαλύπτει την αδυναμία του «πατριωτικού», «απορριπτικού» ή όπως αλλιώς ονομάζεται, μετώπου να αρθρώσει πειστικό και θετικό λόγο προοπτικής επίλυσης του προβλήματος.

Καταληκτική κουβέντα: μπορείς να διδάξεις ακόμα και έναν παπαγάλο να επαναλαμβάνει άρθρα και αποσπάσματα διεθνούς δικαίου. Χρειάζεσαι όμως νοήμονες και σώφρονες ανθρώπους για να βρεις μια δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση.

2 Αυγούστου 2015

Τρόποι και ψέματα




Πρώτα ηταν η "ευρωπαϊκή λύση". Αυτο το χονδροειδές ψέμα και η μεγαλύτερη πολιτικη αγυρτεία των τελευταίων δεκαετιών. Θα γινόμασταν πιο ισχυροί, θα διαπραγματευόμασταν από θέση ισχύος και θα υποχρεώναμε την Τουρκία να παίξει με τους όρους μας. Οι ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, που παρεμπιπτόντως κανείς δεν ήξερε να τις ονοματίσει ούτε να προσδιορίσει το περιεχόμενό τους, θα κάθονταν στο σβέρκο των κατακτητών και σε όσους τους έκαναν πλάτες. Όταν άρχισαν οι συνέπειες αυτής της πολιτικής, όπως για παράδειγμα ο κανονισμός για την πράσινη γραμμή, η εισήγηση για το απευθείας εμπόριο και η στροφή στη νομολογία του ΕΔΑΔ, η απάτη έπρεπε να καλυφθεί κι ετσι ξεκίνησε το άλλο τροπάρι: μας τιμωρούσαν, ήθελαν να μας ταπεινώσουν, ήθελαν να αφανίσουν τους ακρίτες του ελληνισμού. Και έτσι περνούσαν τα χρονια....

Μετά, επινοηθηκε η λύση με το "σωστό περιεχομενο". Καταπίναμε αμάσητα τα κοινά ανακοινωθέντα και τις ονομασίες της λύσης, μόνο και μόνο για να ξεράσουμε μετά αυτή τη νέα σοφιστεία. Τι σήμαινε σωστό περιεχόμενο; Στη βάση ποιων κριτηρίων, πολιτικών προσδοκιών και επιδιώξεων προσδιοριζόταν; Κάθε που προέκυπτε μια βαθύτερη συζήτηση μιας πτυχής, οι επιμετρητές της ορθότητας του περιεχομένου, έβρισκαν αμέσως εκείνο το μικρό, τεχνικό, νομικό ζητηματάκι που ειχε ξεφύγει απο όλους, αλλά ήταν πασιφανές στους λίγους πεφωτισμένους και το οποίο καθιστούσε προβληματική τη λύση. Το "σωστό περιεχομενο" έγινε σαν τον μύθο του τέρατος του Λοχ Νες: όλοι μιλούσαν για αυτό, κάποιοι ισχυρίζονταν ότι το είχαν δει, αλλά ουδείς συμφωνούσε με την περιγραφή του αλλού. Και έτσι, περνούσαν τα χρονια.... 

Στην πορεία του χρόνου, η εγχώρια πολιτική ορθοδοξία δεν εφείσθη προσπαθειών για να σκοτώσει τη λύση, επινοώντας ασταμάτητα  τις πιο σπουδαιοφανεις και απίθανες  ορολογίες για να κρύψει την ιδεολογική της γύμνια και την πραγματική της πρόθεση: να μην λυθεί ποτέ το Κυπριακό. Τα υποτιθέμενα δώρα του Δ. Χριστόφια στην άλλη πλευρά, η επίδειξη διαβατηρίων στις κατοχικες αρχές κατα τις διελεύσεις της πράσινης γραμμής, ο φάκελος του χαλλουμιου, η ένωση των δικτύων κινητής τηλεφωνίας και πρόσφατα η υποστολή (sic) της σημαίας της Κυπριακής Δημοκρατιας από το όχημα που μετέφερε τον Πρόεδρο της Δημοκρατιας στην Αμμόχωστο ενείχαν κινδύνους, δημιουργούσαν ανησυχίες και αποτελούσαν βεβαιο βημα προς την αναγνώριση των τετελεσμένων.

Κάθε κίνηση προς το μέλλον καταπνίγονταν από την ακατάσχετη ηθικολογία και την πιο στρεβλή εκδοχή πατριωτικής ορθότητας που γνώρισε ο Ελληνισμός τα τελευταία πενήντα χρόνια. Το χειρότερο ηταν η καλλιέργεια του ένδοξου απομονωτισμού, της ανοησίας του ανάδελφου έθνους και του συνδρόμου ότι κάπου, κάποιοι είχαν τάξει ως σκοπό της ζωής τους την κατάλυση του κράτους μας, χαϊδεύοντας έτσι τις συλλογικές μανίες καταδίωξης μας. Και έτσι, περνούν τα χρονια...

Ομως, δεν έχουμε όλο το χρόνο στη διάθεσή μας. Ούτε ως εθνοτική κοινότητα ούτε ως κρατική δομή ούτε (το κυριότερο) ως άνθρωποι. Ειδικά για το τελευταίο, έχω σιχαθεί να ακούω τις περισπούδαστες ανοησίες, όλα τα προσχηματικά εφευρήματα και όλους όσοι τριγυρνούν σαν ψευδοπροφήτες που προαναγγέλλουν το τέλος του κόσμου για ακόμη μια φορά. Το τέλος, λοιπόν, δεν θα έρθει από μια δικοινοτική εκδήλωση, ούτε από την έμμεση αναγνώριση της κατοχής λόγω μιας κατεβασμένης σημαιούλας ή ενός ξεχασμένου θυρεού. Η πραγματικότητα ειναι οτι ο ηθικός πανικός, το καθεστώς του φόβου και ο εσχατολογικός ευαγγελισμός έχουν ως μόνο σκοπό την απραξία, τη δολοφονία καθε προοπτικής λύσης και την οριστική de jure διχοτόμηση.

Ποιο ειναι λοιπον το moral του άρθρου; Υπάρχουν 1000 τρόποι για να μην λυθεί το Κυπριακό. Για να λυθεί, ομως, αρκεί μόνο ενας. Η καμπάνα χτυπάει, ξανά, για όλους μας και πρέπει ο καθένας μας να διαλέξει τρόπο για να ανταποκριθεί στο κάλεσμά της.

19 Ιουλίου 2015

97 Boom




Βολτάριζα τις προάλλες στη Λευκωσία και σε κάποια στιγμή το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια επιγραφή με σπρέι που έλεγε «97 Βοοm». Για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με την αναφορά, αυτή πάει να πει ότι αυτές τις ημέρες κατατάσσονται για να υπηρετήσουν τη θητεία τους οι άρρενες γεννηθέντες το 1997. Εμένα μου έπεσε λίγο βαριά η επιγραφή. Το 1997 είχα καταταχθεί κι εγώ μαζί με τους υπόλοιπους συνομήλικούς μου. Δεκαοκτώ χρόνια μετά, η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται για όσους έχουν γεννηθεί εκείνη τη χρονιά. Κάτι κάνουμε λάθος σε αυτό το νησί.

Ανήκω, που λέτε, σε μια γενιά που δεν αμφισβήτησε τίποτε. Ήμασταν φρόνιμοι, συνεπείς και τακτικοί. Τηρούσαμε χρονοδιαγράμματα και στόχους. Οι καλοί μαθητές πήγαιναν πρακτικό, όσοι είχαν έφεση στα νέα ελληνικά πήγαιναν κλασικό, οι αναποφάσιστοι στο οικονομικό και όσους δεν πίστευε το σύστημα τους παρκάριζε στο εμπορικό. Δίναμε παγκύπριες και τελικές εξετάσεις στα ίδια μαθήματα και σπάνια αναρωτηθήκαμε το «γιατί» πίσω από όσα μας σερβίρονταν. Όταν πλησίαζε ο καιρός της κατάταξης, κάποιοι φορούσαν άρβυλα για να συνηθίσουν, άλλοι (πιο ενθουσιώδεις) έκοβαν τα μαλλιά τους πρώτο νούμερο και όλοι μαζί παρουσιαζόμασταν με πλήρη σειρά σωβρακοφανελών στα ΚΕΝ. Η λέξη φυγοστρατία ήταν άγνωστη, όχι γιατί σφύζαμε από λεβεντιά και ετοιμότητα για να σταθούμε στην Πράσινη Γραμμή, αλλά γιατί ήμασταν φλώροι που ακολουθούσαν τα βήματα των αδερφών, ξαδέρφων, θείων, πατέρων μας.

Τέλος πάντων, τα χρόνια πέρασαν και ακόμα μια γενιά ετοιμάζεται να υπηρετήσει. Είμαι ολικά αποκομμένος από αυτή τη γενιά και αναρωτήθηκα αν είχα σήμερα έναν γιο που θα καλείτο να παρουσιαστεί στην Εθνική Φρουρά τι θα του έλεγα. Κι επίσης, τι έλεγα στον εαυτό μου, βλέποντας έναν δεκαοκτάχρονο να βουτάει σε έναν ωκεανό από τον οποίο θα έβγαινε μετά από δύο χρόνια. Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου στο εξωτερικό, διαπίστωσα ότι οι ξένοι συνάδελφοι, συμφοιτητές και φίλοι, οι οποίοι δεν είχαν υπηρετήσει στρατιωτική θητεία στη χώρα τους, δεν ήταν λιγότερο άντρες (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Δεν ήταν λιγότεροι έτοιμοι για τη ζωή. Είχαν περισσότερες εμπειρίες. Είχαν ακολουθήσει μια πορεία σπουδών και εργασίας που συναποτελούσαν τη δική τους «κανονικότητα».

Κι αυτή η τελευταία λέξη είναι στην καρδιά του προβληματισμού μου. Μια κοινωνία που λέει στα νεότερα μέλη της να δώσει δύο από τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής τους σε μια στρατιωτική θητεία δεν είναι κανονική. Δεν είναι κανονικό να ανοίγεις τέτοιες παρενθέσεις στις ζωές των ανθρώπων. Δεν είναι κανονικό να ζεις με αυτές τις συνθήκες. Δεν είναι κανονικό να παρακολουθείς κάθε χρόνο την ίδια διαδικασία κατάταξης και να πιστεύεις ότι αυτό είναι κανονικότητα.

Αντίθετα, κάποτε θα πρέπει να μπορέσουμε δώσουμε μια διαφορετική απάντηση σε μια γενιά που ρωτάει «γιατί;». Να δώσουμε επιλογές και όχι υποχρεώσεις. Δυνατότητες και όχι επιβολές. Δημιουργικότητα και όχι καθήλωση. Ελπίζω του χρόνου τέτοιο καιρό, να μην δω την επιγραφή 98 Boom.

5 Ιουλίου 2015

Για την Ελλάδα




Δεν έχω συμβουλές για κανέναν. Ούτε και θέλω να έχω. Ο πόλεμος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μου είναι γνώριμος από παλιά. Η ροή πληροφόρησης και άποψης είναι ασταμάτητη και καταιγιστική. Έχω την εντύπωση ότι ένα μέρος της απάντησης που δίνει ο καθένας διαμορφώνεται κι από ένα ασυνείδητο κομμάτι του εαυτού του. Στο Ναι ή στο Όχι καταλήγει ο καθένας από μια δαιδαλώδη προσωπική διαδρομή. Άλλοι μοιάζουν πιο βέβαιοι: έχουν τις απαντήσεις και ορθολογικά επιχειρήματα στο τσεπάκι. Αυτούς τους φοβάμαι λίγο, η βεβαιότητά τους είναι μια αδιαπέραστη πανοπλία. Αναρωτιέμαι αν τα βράδια τους ζυγώνει έστω και μια υπόνοια ότι κάνουν λάθος ή έστω αν είχαν ποτέ αμφιβολία για κάτι. Μαζί τους είμαι ξένος, μα προσπαθώ να ακούσω.

Αυτό που ξέρω και θυμάμαι είναι ότι η εμπειρία του κυπριακού δημοψηφίσματος ήταν πικρή. Κι ίσως κάπου εδώ να τελειώνουν οι αναλογίες και οι παραλληλισμοί. Ό,τι κι αν πει ο καθένας μας, η Δευτέρα θα ξημερώσει όπως θα ξημερώσει για όσους μένουν Ελλάδα.
Η ευθύνη και η συνέπεια είναι αποκλειστικό κτήμα τους. Η ανησυχία μου είναι να μην είναι τόσο οριακό το αποτέλεσμα που να ρίξει την Ελλάδα σε ακόμα μια περιδίνηση. Τότε, τι; Ο μεγαλύτερος φόβος είναι ο φόβος, είπαν.

Τις μέρες αυτές μίλησα με φίλους στην Ελλάδα, ανταλλάξαμε μηνύματα, ρώτησα για τα δικά τους, τον μικρόκοσμό τους, τους γονείς και τους αγαπημένους τους, σώπασα και άκουσα. Από μια πλευρά, μου φαίνεται ότι ήταν κι αυτό κάτι που είχαν ανάγκη.
Στο ενδιάμεσο των γραμμών και των αναπνοών αγωνία, προσμονή, οργή, αμφιβολία. Οι εκτιμήσεις και οι υπολογισμοί στο πηγαινέλα κι όλα να κρέμονται από χίλιες δυο αιρέσεις. Εμείς εδώ βολοδέρνουμε παραζαλισμένοι απ’ τη ζέστη και τα δικά μας. Οι αφηγήσεις από την άλλη πλευρά του Αιγαίου φέρνουν γνώριμες εικόνες. Νομίζω ο κόσμος μας δεν θέλει να θυμάται τα δικά του.

Η Ελλάδα, λοιπόν, ψυχορραγεί. Όχι γιατί ορίστηκε ένα δημοψήφισμα - αυτό σηματοδοτεί συμβολικά μια μεγάλη στροφή προς το άγνωστο μέλλον. Η Ελλάδα, πάντα η Ελλάδα, προσωπικός τόπος ονείρου, πατρίδα και μέρος μακρινό μαζί, τρυφερό κομμάτι των πιο παλιών μου παιδικών αναμνήσεων. Αυτή είναι η περιουσία μου, μία από τις δύο πιο βαθιές μου ρίζες, η κληρονομιά από τις ιστορίες από τη Μικρασία, τις μυρωδιές από τα πλατάνια της Μακεδονίας.
Στη μακροσκοπική προβολή των πραγμάτων, θυμάμαι στίχους που πρωτοέμαθα από τον άλλο μου πόνο:

«Θα σταθούμε στη γη που μας γέννησε
με τη μνήμη εκείνων που διάβηκαν
την αγάπη για κείνους που θα ‘ρθουνε
και τη θεία γαλήνη στα σπλάχνα».