29 Δεκεμβρίου 2013

Του χρόνου




Την Παρασκευή του Μεγάλου Κρύου είχα βγει σε μια Λευκωσία που καθόταν ήσυχα κάτω από τα πορτοκαλοκόκκινα φώτα των δρόμων. Έτσι ήταν πάντα η Λευκωσία: πήγαινε όπως έρχονταν τα πράγματα, στο κατόπι τους, σαν πιστό χαζόσκυλο. Πόλεμος, φασαρία, ησυχία, αναπτυξιακά μπουμ, αιώνια απομεσήμερα κάποιου Αυγούστου, ας πούμε του 1929 ή βροχερές νύχτες το χειμώνα του ’43, η Λευκωσία έμενε εκεί, όπως την άφηνες. Είχαμε βρέξει τα λαρύγγια μας με κόκκινο κρασί κι εγώ είχα αρχίσει να νιώθω το πύρωμα στα μάγουλά μου –θεέ μου, τι ρεντίκολο κάθε φορά μετά το τρίτο ποτήρι– κι έλεγα η νύχτα να μην τελειώσει. Είχα προλάβει να ακουμπήσω έναν γυμνό ώμο και μια μυρωδιά με είχε καρφώσει στο μπαρ, αλλά είχε φτάσει η ώρα να φύγουμε, τα γκαρσόνια ανέβαζαν τις καρέκλες στα τραπέζια, η μουσική σταμάτησε και όλη η μαγεία που είχε στηθεί, τώρα αποσυρόταν βιαστικά στην άγνωστη πηγή της. Βγήκα. Βγήκα έξω απ’ το μαγαζί με τη γνωστή αψηφισιά που είχα για όλα, «να προσέχεις, να μην εκτίθεσαι» άκουγα από πίσω μου μια φωνή, και να το ξέρετε, του απόκοτου η μάνα δεν διαψεύστηκε ποτέ. Το κρύο με συνέφερε απότομα, κι εκεί σε ένα στενό της παλιάς πόλης, 2 και 53 ακριβώς το πρωί, ποιος να το ΄λεγε, σε περιμένουν καμιά φορά τα πιο αλλόκοτα πλάσματα. Περπάταγα προς το μέρος όπου νόμιζα ότι είχα αφήσει τ’ αμάξι μου, μάλλον σιγοτραγουδούσα κάτι, σκεφτόμουν γυναίκες, κάτι χαμένους φίλους, ότι σίγουρα δεν φταίει ο Σαβέφσκι και τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω (διάολε, τι να την κάνω τόση διαύγεια τέτοια ώρα;) και σε μια στροφή εμφανίστηκε από απέναντι. Μεστωμένη, ντυμένη σαν λατέρνα, λουσμένη στο γκλίτερ, σέρνοντας ένα κακόμοιρο σκυλί με το ‘να χέρι και κρατώντας ένα τσιγάρο στο άλλο. «Γεια σου, αγάπη μου», μου είπε, με έναν τόνο κομμένο, ραμμένο και τριμμένο στο νυχτοκάματό της και χαμογέλασα σαν να είχα να δω άνθρωπο δέκα χρόνια, «γεια σου» ανταπάντησα και συνέχισα, όχι χωρίς δισταγμό, τον δρόμο μου. Κάτι θα ήξερε Αυτός και τις έκανε παρέα όλες αυτές... Μόνο που εκείνη την ώρα, που το σύμπαν θα μπορούσε να αντηχεί τον ήχο και της πιο μικρής καρδιάς, ήμουν έτοιμος να ανταλλάξω το χάρτινο βασίλειό μου με μία ακόμα κουβέντα της. Βρέθηκα έτσι ξανά ανάμεσα στις συμπληγάδες της αμφιβολίας, οι βράχοι έμοιαζαν σαν δύο πελώρια γράμματα, ένα άλφα κι ένα νι, που θρυμμάτιζαν ανάμεσά τους κάθε σκέψη μου. Το δύο_χιλιάδες_δέκα_τρία έσερνε τα πόδια του προς το αναπόδραστο, σαν τραγωδία, τέλος του κι η πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου μού έστηνε καρτέρι για να με κλείσει μέσα της. Έδωσα την ίδια υπόσχεση που δίνω πάντα τέτοιο καιρό, του χρόνου αλλιώς, του χρόνου αλλού, μα κάθε χρόνο νιώθω πως ακόμα μία αλυσίδα έχει δεθεί στην άγκυρά μου. Σκέφτηκα πως ίσως είναι καιρός να τελειώνω με τη ματαιότητα και να αρχίσω να κλείνω τις παρτίδες μου. Του χρόνου, όμως.



22 Δεκεμβρίου 2013

Τίτλοι τέλους




Καλωσήρθατε στον τόπο που οι χρονιές αλλάζουνε, μόνο και μόνο για να ξημερώσει ξανά 1963. Όχι, δεν σφαζόμαστε (πια), όχι δεν έχουμε καταυλισμούς, ούτε θύλακες, μήτε θαμμένους σε πηγάδια, ούτε καν εκτελεσμένους με μια σφαίρα στο κεφάλι. Είχαμε στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αλλά το θάψαμε κι αυτό μαζί με σορούς και σωρούς ενοχών. Απορώ για ποιο πράγμα δολοφονήθηκαν αυτοί οι άνθρωποι, αν τα παχιά λόγια τούς τρέφουν στον παράδεισο, αν υποθέσουμε ότι κάτι ακολουθεί το μάταιο πέρασμά μας από αυτή τη γη και ποια σκέψη να συντρόφευε την πίκρα των δικών τους για όλους αυτούς τους άδικους θανάτους. Αναρωτιέμαι ποια σκέψη, ενσυναίσθηση, συνείδηση οδηγεί κάθε Κυριακή τον κάθε πολιτικάντη να εκφωνεί θούριους, επικήδειους, ομιλίες αναγνωρίζοντας τη θυσία, την προσφορά, το έπος του τάδε, του δείνα, του άλλου. Δεν βαρεθήκατε; Δεν ντραπήκατε ποτέ;

Συγχαρητήρια: φτιάξατε μια κοινωνία φοβισμένων. Που η κουλτούρα της είναι η λατρεία του θανάτου. Που παράγει διαρκώς ήρωες, εθνικόφρονα σωματεία και σημαιάκια. Μια κοινωνία υποταγμένων και υποτακτικών, «μάλιστα κύριε», «όπως αγαπάτε, κύριε», «ούτε λόγος, κύριε». Οι ανόητοι κι οι βλάκες έχουν ακροβολιστεί στις ζωές μας και κάθε πέρασμα είναι παγίδα θανάτου. Χιλιάδες κλωνοποιημένα ανθρωπάκια μιλούν με τις ίδιες λέξεις, ντύνονται με τον ίδιο τρόπο, διάγουν δημόσια ζωή κατά τον ίδιο τρόπο. Πασέ, κλισέ, μπανάλ, σιδερωμένο μαλλί, μαύρο ρούχο, απεριτίβο. Ντέρμπι, αυτοκίνητο, πιλόττα. Είναι κι αυτό μιας μορφής ευτυχία, να είσαι αποσυνδεδεμένος από όλους και όλα. Να ξυπνάς μόνο όταν ένα χέρι φτάσει βαθιά στην τσέπη σου και κλέψει ό,τι είχες μαζέψει με κόπο. Αλλά κι αυτό δεν είναι αρκετό. Η ζωή συνεχίζεται. Μια διαρκής νιρβάνα. Η Κύπρος δεν κατοικείται από Κύπριους, η Κύπρος κατοικείται από βούδες. Ατάραχοι, ήρεμοι, πράοι, ζεν. Ό,τι κι αν γίνει τίποτα, δεν τους βγάζει απ’ τη σειρά, τη συνήθεια και τη ρουτίνα.

Περνάνε τα χρόνια και ό,τι ελπίσαμε ότι θα αλλάξει, παραμένει το ίδιο. Απολιθώνεται μέρα τη μέρα, γίνεται πιο στεγνό, πιο αδιαπέραστο. Η Κυπριακή Δημοκρατία φαίνεται φτιαγμένη για την αναπαραγωγή μιας ελίτ εξουσίας και των μηχανισμών της, μοιάζει κατασκευασμένη ως εκκολαπτήριο εκμαυλισμένων και απατεώνων, υποκριτών και όσων με πόζα στήνονται μπροστά στον φακό. Και κάπου εκεί κατεβάζεις τα χέρια, παραδίνεσαι, λες «δεν πάει άλλο». Η Κύπρος ασφυκτιά υπό την ομηρία του Κυπριακού. Ας το παραδεχθούμε: χωρίς λύση, η κοινωνία μας θα οπισθοδρομήσει, θα ωθηθεί σε πιο ακραίες μορφές δημόσιου λόγου και πολιτικών σχημάτων, θα καταδικαστεί οριστικά στην παρακμή, χωρίς να είναι αναστρέψιμη η πορεία πια. Το παιχνίδι όμως συνεχίζεται, με την παραίσθηση ότι έχουμε ακόμα χρόνο μπροστά μας, ότι ο χρόνος κυλάει υπέρ μας, μέσα στον σουρεαλισμό του «όλα βαίνουν καλώς» – εναντίον μας. Χρειάζεται μια τελευταία προσπάθεια, ένα τελευταίο σπρώξιμο. Δεν είμαι, όμως, βέβαιος αν υπάρχει ο κόσμος, το σχέδιο και η διάθεση – χωρίς αυτά, μάλλον είμαστε από χέρι χαμένοι και καταδικασμένοι να δούμε αγκαλιά στον καναπέ τους τίτλους τέλους.

15 Δεκεμβρίου 2013

Ηθικός πανικός

-->



Για δεκαετίες η πολιτική και κοινωνική ζωή της ελληνοκυπριακής κοινότητας χαρακτηρίζεται από τη διαρκή παρουσία του φαινομένο που ονομάζεται “ηθικός πανικός”. Ένας από τους πιο εύληπτους ορισμούς του ηθικού πανικού είναι ο εξής: είναι μία αντίδραση, η οποία βασίζεται στη λανθασμένη και υπερβολική αντίληψη ότι η συμπεριφορά κάποιων μελών της κοινωνίας –συνήθως μιας μειονότητας, ή των μελών κάποιας υποκουλτούρας- θεωρείται τόσο προβληματική και τόσο επικίνδυνη (αποκλίνουσα) για τη διατήρηση της υφιστάμενης κοινωνικής δομής, ώστε κρίνεται επιτακτική η τιμώρηση των ενόχων και η αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας. Στον ορισμό αυτό θα προσέθετα και το απλούστερο φαινόμενο της διόγκωσης μιας είδησης με ταυτόχρονη διασύνδεση της με ένα πολιτικό ζήτημα.

Ως παραδείγματα του φαινομένου αυτού θα υποδείκνυα την πρόσφατη ανακίνηση της χρήσης και διδασκαλίας της κυπριακής διαλέκτου που οδηγεί στον αφελληνισμό των κυπρίων παίδων, τον τρόπο παρουσίασης των πρωτοβουλιών για την επίλυση του Κυπριακού, που θεωρούνται a priori υστερόβουλες και ιδιοτελείς και την αντιμετώπιση από την κοινωνία μας θεμάτων που έχουν να κάνουν με τους μετανάστες, όπου κυρίαρχη είναι η αντίληψη ότι «κάτι πρέπει επιτέλους να γίνει με αυτούς». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απλούστερης εκδοχής του φαινομένου είναι η διασύνδεση της κλοπής της σορού του Τ. Παπαδόπουλου με τον… γύψο από τα κατεχόμενα και τις διασυνδέσεις που αφήνονταν στον αναγνώστη να κάνει ή ο τρόπος προβολής των ειδήσεων πυο σχετίζονται με τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι πολύ μακρύτερος αλλά  χάριν συντομίας περιορίζομαι σε αυτά.

Τα ΜΜΕ έχουν ένα κεντρικό ρόλο στη δημιουργία και διασπορά του ηθικού πανικού. Ειδικά στην Κύπρο που τα ΜΜΕ εξυπηρετούν τις πολιτικές απόψεις των ιδιοκτητών τους και των συνοδοιπόρων τους, η δημιουργία  ζητημάτων ηθικού πανικού είναι εξαιρετικά συχνή και επιτυχής. Το εκπληκτικό είναι ότι τα ποσοστά επιτυχίας του εγχειρήματος είναι εξαιρετικά κάθε, μα κάθε φορά. Φαίνεται πως η κυπριακή κοινωνία είναι το ιδανικό παβλοφικό σκυλί για αυτού του είδους τα εγχειρήματα. Τα ΜΜΕ συνεπικουρούνται και από τους παραδοσιακά συντηρητικούς θεσμούς της χώρας μας: την εκκλησία και τα κόμματα, που έχουν τις δικές τους ατζέντες προς προώθηση.

Έτσι, το φαινόμενο του ηθικού πανικού λειτουργεί με δύο τουλάχιστον τρόπους: διαβρωτικά στη συνείδηση, το πολιτικό αισθητήριο και την προσδοκία κάθε πολίτη και ελεγκτικά, υπό την έννοια ότι η προσοχή των πολιτών στρέφεται κατά περίπτωση στην κατεύθυνση που θέλει μια ελίτ και απομακρύνεται από άλλα θέματα που ενδεχομένως να έχουν μια σημαντικότερη αξία να τεθούν στη δημοσιότητα. Η πνευματική χειραγώγηση της κυπριακής κοινωνίας καταλήγει στη δημιουργία μιας γηπεδικής ατμοσφαιρας όπου η κάθε κερκίδα απευθύνει το μήνυμά της με ένα σύνθημα. Αν υιοθετήσατε ή προβάλατε ποτέ τις φράσεις: “τα δίκαια του λαού μας είναι αδιαπραγμάτευτα”, “το δικαίωμα στην ιδιοκτησία είναι ιερό”, “΄όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους” ή “οι Τούρκοι της Κύπρου είναι αδερφοί μας” , καθώς και άλλες παρόμοιες, τότε έχετε κι εσείς βρεθεί, ενδεχομένως χωρίς να το αντιληφθείτε, σε κατάσταση ηθικού πανικού…

8 Δεκεμβρίου 2013

Επάγγελμα: ανησυχούντες




Η συμφωνία για την ενοποίηση του κυπριακού ποδοσφαίρου έδωσε την αφορμή στους συνήθεις ύποπτους να πιάσουν στασίδι στα ΜΜΕ για να παρουσιάσουν και να εξηγήσουν τις ανησυχίες τους στο περιδεές κοινό τους. Ο μηχανισμός αυτός έχει τεθεί σε λειτουργία τόσες πολλές φορές, που πια η τήρηση των προσχημάτων «αντικειμενικότητας» και «σοβαρότητας» μόνο γέλιο προκαλεί.
Η συμφωνία για την ενοποίηση του κυπριακού ποδοσφαίρου δεν αποτυπώνεται σε κάποιο περίπλοκο ή μακροσκελές κείμενο. Όποιος επιθυμεί, το διαβάζει και βγάζει τα συμπεράσματά του. Οι λεπτομέρειές του δεν θα με απασχολήσουν εδώ. Το σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι αυτή η συμφωνία μας δείχνει πώς θα μοιάζουν οι μελλοντικοί ομοσπονδιακοί θεσμοί. Έτσι που να μην εγείρονται αμφιβολίες και απορίες για το πώς μοιάζει το... ομοσπονδιακό τέρας.
Αυτό που διαβάζει κάποιος πίσω από τις γραμμές της συμφωνίας είναι η απόδοση επαρκούς αυτονομίας στις δύο κοινότητες να οργανώνουν τη λειτουργία ενός θεσμού, ενός μηχανισμού ή μιας πολιτικής τους, σύμφωνα με τις δικές τους απαιτήσεις. Στο κομμάτι της διεθνούς εκπροσώπησης, αυτή θα είναι μία και ενιαία, κατά τρόπο που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα και την ομαλή λειτουργία του αντίστοιχου θεσμού, μηχανισμού ή πολιτικής. Με τη μέθοδο της αντικατάστασης, ας φανταστούμε την ΚΟΠ ως το ομοσπονδιακό κράτος, τις δύο ποδοσφαιρικές ενώσεις ως τα ομόσπονδο κρατίδια και την UEFA ως την ΕΕ (ή τη διεθνή κοινότητα) που παρέχει το πλαίσιο των υποχρεωτικών κανόνων που πρέπει να τηρούνται.
Η συμφωνία είναι καλά νέα για όλους. Σχεδόν. Δεν είναι για όσους είτε λόγω προσωπικής ατζέντας είτε πολιτικής σκοπιμότητας είτε απλώς λόγω κεκτημένης απορριπτικότητας δεν θέλουν να δουν μια συμφωνία αυτού του είδους να διορθώνει μία από τις πολλές επιμέρους διαιρέσεις που βιώνει ο τόπος να φτάνει στο τέλος της. Δυστυχώς, ακόμα και για το ζήτημα του ποδοσφαίρου, οι αντιδράσεις ακολούθησαν την πεπατημένη της έκφρασης «ανησυχίας» για το περιεχόμενό της.
Η ρητορική αυτή, εκτός από εξόφθαλμα απορριπτική, είναι και βαθιά απολιτική. Εδράζεται στη διαρκή απόρριψη, στην υιοθέτηση της άποψης ότι βρισκόμαστε υπό διαρκή πολιορκία, ότι κάπου κάποιοι απεργάζονται την καταστροφή μας. Είναι απολιτική γιατί θεμελιώνεται στον φόβο και την έλλειψη ψύχραιμης σκέψης. Δεν προτείνει, δεν εισηγείται, παρά μόνο κρίνει από καθέδρας τις κατά καιρούς εξελίξεις. Και το χειρότερο, τις κρίνει με γνώμονα ένα φαντασιακό, εξιδανικευμένο και ουτοπικό μοντέλο λύσης, είτε αυτό αφορά το Κυπριακό είτε το επιμέρους πρόβλημα που εξετάζεται.
Είναι απολιτική γιατί δεν παραδέχεται ούτε στον εαυτό της την ίδια την υποκρισία της, τις ίδιες τις προσχηματικές δικαιολογίες της, την ίδια την αδυναμία της να προτείνει ένα ρεαλιστικό πλάνο και τις μεθόδους για την επίλυση του προβλήματος. Πασπαλίστε όλο αυτό το πιάτο με τη σοβαροφάνεια και τα περισπούδαστα ύφη που εμφανίζονται στους τηλεοπτικούς δέκτες μας και έχετε μπροστά σας τον παραδοσιακό τρόπο προσέγγισης και ανάλυσης του Κυπριακού που έχει όλα τα φόντα να διαιωνίσει το πρόβλημα. Επάγγελμα: μονίμως ανησυχούντες. Δεν θα μας δουλεύετε άλλο, όμως...

1 Δεκεμβρίου 2013

Φόβος και μίσος

-->
-->
Τώρα το ξέρω πια καλά. Δεν ωφελεί να προσποιούμαι, ούτε και να στρέφω αλλού το πρόσωπό μου. Οι κεραίες της εποχής λαμβάνουν το σήμα όπου κι αν πας, όσο βαθιά κι αν κρυφτείς. Ο φόβος έχει γίνει το κοινό μας αίσθημα. Ο φόβος έχει γίνει το νόμισμα των καθημερινών μας συναλλαγών. Από τον Μάρτιο και μετά, ο φόβος είναι ο μόνιμος σύντροφός μας. Ένα βαρύ χέρι βρίσκεται πίσω απ’ την πλάτη ή αιωρείται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Μια περίεργη σκιά ρίχνει το σχήμα της πάνω στις καλύτερες μέρες μας. Θα χαθείτε. Θα σας αφανίσουμε. Θα σας γονατίσουμε. Δεν θα γλιτώσετε απ’ τη συντριβή. Κι έτσι κι οι κουβέντες στον δρόμο. Ο σώζων εαυτόν... Πολλών λεπτών σιγή για όσους έχασαν τις δουλειές τους. Χίλιων φωνών κραυγή για όσους σύρθηκαν μέσα στο θαύμα που βουλιάζει. Τώρα, το κυπριακό όνειρο γίνεται ένας επαναλαμβανόμενος εφιάλτης - άγνωστο πώς, κάποιος έβαλε το χέρι του βαθιά στην τσέπη μας και μας ξεγύμνωσε. Τώρα, οι παλιές βεβαιότητές μας έχουν χαθεί. Τώρα, η ιστορία γράφεται ερήμην μας. Τώρα, μόνο φόβος. Για το τι θα γίνει αύριο. Για την ανικανότητα να ζήσουμε στα πρότυπα της επίπλαστης ευμάρειας. Γιατί τώρα πια τα σύνορα είναι διακριτά, το όνειρο έχει όριο και το σκοινί σου φτάνει μέχρι εκεί. Δεν θα μπορέσεις παραπάνω. Είσαι δέσμιος του περιβάλλοντος. Προορίζεσαι να ζήσεις σκυφτός. Να δουλεύεις όλη τη βδομάδα σαν σκυλί και να διαβάζεις lifestyle περιοδικά το Σαββατοκύριακο. Είσαι αναλώσιμος. Αν δεν είσαι εσύ, θα είναι κάποιος άλλος. Πεντακόσια ευρώ. Στην καλύτερη περίπτωση. Αν έχεις μεταπτυχιακό. Και μπεις σε κάποιο επιδοτούμενο πρόγραμμα. Για να μην έχει κενό το βιογραφικό σου. Για να μην αναγκαστείς να αντικρίσεις το κενό. Δόξα τω Θεώ. Μια φωνή οξύνει τον φόβο σου. Τώρα κάποιος άλλος κλέβει το φαΐ σας. Κάποιος ξένος επιβουλεύεται τη ζωή σας. Ένας ξένος φταίει για τον χαμένο παράδεισο των παλιών χρόνων. Για το ότι η πόρτα για να επιστρέψετε σε αυτόν είναι πια κλειδωμένη. Αυτή η φωνή έχει εξουσία. Δεν έχει πρόσωπο, ούτε και χαρακτηριστικά, αλλά έχει εξουσία. Έχει αποκλειστική πρόσβαση στα Μέσα. Έχει προνομιακή πρόσβαση στο θυμικό σου. Ο φόβος γίνεται μίσος. Ενάντια σε καθετί που δεν χωράει στην εικόνα. Ενάντια σε όποιον χαλάει τη γραμμή. Σε όποιον σπάει, έστω και τόσο, έστω για λίγο, την ομοιομορφία. Φόβος και μίσος. Το βλέπεις στα μάτια των ανθρώπων. Στη δυσπιστία τους. Στην άμεσή τους αντίδραση. Στα σχόλια κάτω από τις ειδήσεις. Έξω. Κάτω. Φτάνει. Ο κόσμος επικοινωνεί με παρασυνθήματα στις εφόδους της πραγματικότητας. Δεν είμαι βέβαιος ότι όλοι καταλαβαίνουν το ίδιο όταν λένε την ίδια λέξη. Είμαι βέβαιος ότι νιώθουν το ίδιο, όμως. Σ’ το είπα και πριν: φόβος και μίσος. Μπροστά σε όλα αυτά, τι να αντιτάξεις; Να μην γελιόμαστε: είμαστε η μειοψηφία. Το μήνυμά μας καλύπτεται από τον βόμβο του μίσους. Δεν πείθει κανέναν. Δεν ανοίγει ορίζοντες. Ούτε και διαύλους επικοινωνίας. Δεν ρίχνει γέφυρες. Αντίθετα, ορθώνει και διαμορφώνει τα δικά μας τείχη, τη δική μας οχυρωμένη πολιτεία. Διαρκής πόλεμος. 
Για ποιο πράγμα αξίζει να παλέψεις; 
Με ποιον μπορείς ακόμα να σταθείς σύμμαχος; 
Εγώ, προσπαθώ να μην ζητάω πια νίκες. 
Ηττήθηκα όπου νόμισα πως είχα νικήσει. 
Και έμαθα πως δεν είναι το θάρρος ή η παρρησία, μήτε η ανδρεία και η παλικαριά. 
Διέσχισα τη χώρα του φόβου και την επικράτεια του μίσους για να μάθω τι είναι.  
Είναι η αγάπη.





24 Νοεμβρίου 2013

Με τη βοήθεια του κοινού




Έχει συμβεί τόσες πολλές φορές πια, που πλέον μπορώ να προβλέψω το είδος των ερωτήσεων και να αναγνωρίσω αυτούς που θα κάνουν τη χαλάστρα. Μιλάω για το αποκαρδιωτικό φαινόμενο των παρεμβάσεων που γίνονται στη διάρκεια πολιτικών εκδηλώσεων και που συνήθως χαλούν μια καλή, μέχρι εκείνη την ώρα, εκδήλωση. Η αρχιτεκτονική της καταστροφής έχει περίπου ως εξής: μετά το πέρας των παρεμβάσεων των ομιλητών, ο δύσμοιρος συντονιστής ανακοινώνει περιχαρής ότι το κοινό μπορεί να κάνει τις δικές του τοποθετήσεις ή ερωτήσεις για όσα άκουσε. Από εκεί ξεκινά ένα μικρό χάος, αφού οι περισσότεροι από όσους θα λάβουν τον λόγο ανήκουν σε δύο χαρακτηριστικές κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία είναι αυτή του ασυμβίβαστου αντάρτη. Ο ασυμβίβαστος αντάρτης έχει έρθει στην εκδήλωση επειδή το θέμα της αφορά το Κυπριακό ή ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Ο ασυμβίβαστος αντάρτης (πιστεύει ότι) ξέρει τα πάντα γύρω από το θέμα. «Το έχει ψάξει», έχει διαβάσει τα ημερολόγια ενός Τούρκου στρατηγού, ξέρει απ’ έξω το «Στρατηγικό βάθος», έχει αποστηθίσει την Ναόμι Κλάιν. Τίποτα δεν σταματά τον αντάρτη, που έχει έρθει με τις σημειώσεις του, με τη βιβλιογραφία του, πολλές φορές και με τη συσκευή ηχογράφησής του. Ο αντάρτης έχει κι έναν τίτλο να τιμήσει γι’ αυτό και δεν θα διστάσει να σπάσει κάποιον κανόνα κοινωνικής ευπρέπειας, να αναφερθεί σε μια παλαιότερη ομιλία του ατόμου στο οποίο απευθύνει την παρέμβασή του ώστε να ξεσκεπάσει την, κατά την άποψή του, ανακολουθία του ή να απαξιώσει, ρητά ή σιωπηρά, όλους τους προλαλήσαντες ως ανίδεους. Κάποια στιγμή θα θέλεις να ανοίξει η γη να σε καταπιεί μ’ αυτά που λέει, αλλά εντάξει, το είπε και ο Κλιντ Ίστγουντ παλιότερα, πως η άποψη είναι σαν την κωλοτρυπίδα. Ο καθένας έχει από μια...

Η δεύτερη κατηγορία είναι ο «ήρθα-να-πω-τον-πόνο-μου». Ο «ήρθα-να-πω-τον-πόνο-μου» είναι άτομο με εύθραυστο ψυχισμό και βαθιές ευαισθησίες. Έχει βιώσει ένα τραύμα παλιότερα το οποίο, δικαιολογημένα ή όχι, έχει τραβήξει μια διαδρομή που πρέπει να ολοκληρωθεί στην εκδήλωση. Είναι το σπυρί που ήρθε η ώρα του να σπάσει, τίποτα-τίποτα δεν τον σταματά κι ας είναι το πύον του να μουσκέψει τους υπόλοιπους. Έτσι, ο ήρθα-να-πω-τον-πόνο-μου δεν θα διστάσει να ρίξει στα τάρταρα της πιο ερεβώδους αγωνίας τους παρευρισκόμενους για να διηγηθεί την ιστορία που τον έχει σημαδέψει: μια βαριά κουβέντα που του είπε μια νύχτα ένας Τούρκος στο Παρίσι, η συγκλονιστική διάλεξη ενός άγνωστου καθηγητή στο Cornell το 1978, που μπορεί εσείς να μην την ακούσατε, αλλά εγώ τη σκέφτομαι συχνά από τότε, η φρικτή αδικία που βιώνει σήμερα ο κόσμος και τι ωραία που θα ήταν αν όλα τα παιδιά της γης πιάνανε τα χέρια και στήνανε χορό. Χαρουμενάκηδες, tree-huggers, ανώνυμοι μελαγχολικοί, της γυναίκας η καρδιά που ‘ναι μια άβυσσος, όλοι οι ήρθα-να-πω-τον-πόνο-μου έχουν τη δική τους ευκαιρία να κάνουν μια δημόσια εξομολόγηση. Δωρεάν. Και με extra bonus, το κρασί στο τέλος της εκδήλωσης.

Αναρωτιέμαι συχνά γιατί γίνομαι μάρτυρας τέτοιων συμβάντων. Στο πηγάδι κατούρησα; Είμαι στην πραγματικότητα Ινδιάνος με το όνομα «Ο άτυχος βίσωνας»; Θα έχω ανάδρομο Ερμή μέχρι το 2023; Την ώρα που γεννιόμουνα σχολάγανε οι Μοίρες; Μάλλον όχι, παρηγοριέμαι. Και σκέφτομαι ότι από καμιά κύρια εστία κοινωνικοποίησής μας δεν μαθαίνουμε να ακούμε και να συνομιλούμε. Η κυπριακή οικογένεια, η τηλεόραση και το σχολείο έχουν ακρωτηριάσει την ικανότητα (κατα)νόησης και ανταπόκρισης, μέσα από την κατασκευή επιφανειακών δυνατοτήτων επικοινωνίας και την απουσία εκπαίδευσης στην ικανότητα διερώτησης και αμφισβήτησης και της συμμετοχής σε συζητήσεις, χωρίς να αρθρώνονται, με την πρώτη ευκαιρία, εμπαθή ή ad hominem επιχειρήματα. Απ’ αυτά τα τελευταία, η ψευδοπολιτική ζωή του τόπου μας μάς έχει συνηθίσει για δεκαετίες και ο οχετός της απολήγει σήμερα στην αισχρότητα των ανώνυμων σχολίων στο διαδίκτυο...

17 Νοεμβρίου 2013

Γλαύκος Κληρίδης: Κόντρα στην Ιστορία

-->


Ήταν αυτό που στα αγγλικά περιγράφεται ως bigger than life. Μια ανάγνωση του βιογραφικού του είναι αρκετή για να δει κανείς τη διαδρομή ενός ανθρώπου που στάθηκε με ανοικτό πνεύμα, χωρίς φόβο, θέληση, αγάπη κι επιμονή, απέναντι και μέσα σε αυτό που ονομάζουμε «ζωή». 
Ήταν εκεί, κόντρα στους Ναζί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολέμησε, καταρρίφθηκε κι αιχμαλωτίστηκε. Γύρισε ζωντανός. 
Ήταν εκεί, κόντρα στην αποικιοκρατία, μέλος της ΕΟΚΑ, υπερασπιστής των συναγωνιστών του. 
Ήταν εκεί, κόντρα στον πατέρα του στις εκλογικές αναμετρήσεις, σε μια εποχή πατριαρχίας και πολιτικής ανακατάταξης. 
Ήταν εκεί, κόντρα στην καταστροφή της εισβολής, ο μόνος που έπεσε στη φωτιά των ημερών για να περισώσει ό,τι μπορούσε και να επιβιώσει η μικρή δημοκρατία. 
 Ήταν εκεί, κόντρα στα εκλογικά ποσοστά, όταν άλλοι θα αποχωρούσαν, κόντρα στα εκλογικά συστήματα, που έφτασαν ακόμα και να τον αποκλείσουν, επίμονος πολιτικός, χωρίς εξάρσεις, χωρίς λαϊκισμούς. 
Ήταν εκεί, κόντρα στην Ιστορία, κόντρα στους Δυνατούς, κόντρα στους συσχετισμούς και τα προγνωστικά. Δεν έπαιξε εκ του ασφαλούς κι ήταν εκεί, στην πρώτη γραμμή, βαθιά δημοκράτης, σοβαρός και χιουμορίστας. Θα γραφτούν και θα ειπωθούν πολλά τις επόμενες μέρες για τον Γλαύκο Κληρίδη. 

Εγώ θα τον θυμάμαι πάντα στη φωτογραφία πιο κάτω.
 Είναι ένας ακομπλεξάριστος, ανθρώπινος και ερωτευμένος Κληρίδης. 

Βαθιά υπόκλιση στο μεγαλείο του.



10 Νοεμβρίου 2013

Αποφένια

-->


Το καλοκαίρι τραβάει το δρόμο του/ βαθιά μέσα στην επικράτεια του φθινοπώρου/ μοιάζοντας να ψάχνει/ την σκοτεινή πρωτεύουσά του/ που θλίβει τις ψυχές των ανθρώπων/ τέτοιο καιρό κάθε χρόνο./ Τα λόγια των άλλων/ έρχονται κουβαλώντας το άχθος της ασημαντότητάς τους/ παραφουσκωμένα «εγώ» παραφυλάνε σε κάθε στιγμή/ 
μιας σταθερής καθημερινότητας/ κι ο πάσα εις κορδώνεται πρόστυχα απέναντι μας/ βασανίζοντας ανελέητα τον ακουστικό μας πόρο/ με αυτάρεσκα λόγια, επιστολές και «δια ταύτα»/ που δεν καταλήγουν πουθενά./ Με τούτα και με κείνα/ μας μένουν 2-3 ώρες φωτός στο δειλινό/ (ποτέ δεν συνήθισα την αλλαγή της ώρας)/ μια παλιά μελαγχολία/
 γνώριμη σαν παιδικός πόνος/ αναδύεται από τα παλιά μας/ εγκαταλειμένα μεταλλεία/ τώρα πια ούτε χαλκός ούτε χρυσός/ μόνο σκουριά στις στέγες και τις κλειδώσεις των σωμάτων μας./ Κάποιες φορές παραδίδομαι αμαχητί/ ένοχος μειωμένων συναισθηματικών αντιστάσεων γαρ/ κι άλλες αποφεύγω απλώς το θέμα/ μα όπως βλέπεις χρησιμοποιώντας πάντα επιρρήματα/ παραπειστικά, παραπλανητικά, παρορμητικά/ τόσο όσο για να ισορροπήσω ανάμεσα σε δάκτυλα, ψιχάλες κι αναμνήσεις./ Θα ήταν καλύτερο, 
πιο εφικτό θα έλεγα/ όσο κι αν δεν την χώνεψα ποτέ αυτή τη λέξη. Να έβρισκα την τελεία ή κάποιο άλλο σημείο στίξης/ και κάπως έτσι, αθόρυβα αν γίνεται/ 
να έγραφα ένα επίλογο εδώ./ 
Πώς την λύνεις, λοιπόν, την προαιώνια αγωνία του ανθρώπου/ όταν πληθαίνουν γύρω σου οι παγίδες/ αλλά σε τρώει από μέσα αργά το αναπάντητο/ μιας διαρκής αναχώρηση/ 
κι η αγωνία;/ Αυτή, μου φαίνεται ήταν η τύχη/ κι αυτή θα συνεχίσει να είναι/ 
όσων τάλαντο δεν είχαν άλλο/ έξω από το να ξέρουν - ή να καμώνονται πως ξέρουν - 
να συνταιριάζουν τις λέξεις/ να παντρεύουν φωνήεντα/ και να επιχειρούν μικρές αποκαλύψεις./ Καιρός για ανασύνταξη, λοιπόν/ κι εκείνην την απόπειρα που όλο αναβάλλεται/ την απόπειρα λέω/ της μεγάλης ανάγνωσης/ για την ένωση όσων στα μάτια των άλλων/ φαινόντουσαν παράδοξα, παράλογα, παράταιρα/
 (κοίτα με, κάνω ξανά το κόλπο με τη συνήχηση για να εκμαιεύσω τη δική σου συγκίνηση)/ «αποφένια», ώστε/ 
το είπαν άλλοι πριν από μας./
 Ας το δοκιμάσουμε.

3 Νοεμβρίου 2013

Από το περιθώριο στο συνεταιρισμό



Την περασμένη Τετάρτη βρεθήκαμε με φίλους, γνωστούς και όσους πολιτικούς συνοδοιπόρους έχουν απομείνει στην κατάμεστη δημοσιογραφική εστία για να παρουσιάσουμε το βιβλίο του Σώτου Κτωρή “Τουρκοκύπριοι – Από το περιθώριο στο συνεταιρισμό (1923-1960)”. Η ερευνητική εργασία του Σ. Κτωρή φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τα σημαντικά κενά που υπάρχουν στην ελληνόφωνη ιστοριογραφία επί του θέματος της πολιτικής συγκρότησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας και τη δύσκολη πορεία της από το καθεστώς της μειονότητας σε αυτό του ισότιμου εταίρου στη νεοσύστατη δημοκρατία του 1960.
Η πρώτη εκδοτική απόπειρα του συγγραφέα είναι αξιέπαινη για πολλούς λόγους. Πρώτον, επειδή είναι μια έντιμη, επιστημονική και αναλυτική προσέγγιση επί του ιστορικού υποκειμένου της για την υπό εξέταση περίοδο. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των πονημάτων  που υπάρχουν στο ίδιο πεδίο, ο Σ. Κτωρής δεν επιδιώκει τη δικαίωση προϋπαρχουσών απόψεων, απορρίπτει την στρατευμένη επιστήμη και μιλά με τεκμηρίωση και νηφαλιότητα για τη διαδικασία επιβίωσης και ανάδειξης της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε ένα εξαιρετικά δύσκολο ιστορικό περιβάλλον. Δεύτερον, επειδή ο συγγραφέας επιτυγχάνει να αντικαταστήσει τις ιστορικές δοξασίες που κατατρύχουν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Κύπρου με στέρεη γνώση και κριτική επαναθεώρηση των γεγονότων.
Ο πρώτος μύθος που κατακρημνίζει είναι αυτός που αφορά τον υποτιθέμενο ρόλο της ύπουλης Αλβιώνος έναντι του Ελληνισμού. Η αφήγηση αποκαλύπτει τον σκληρό κόσμο της ρεαλπολιτίκ, της πραγματιστικής και γι’ αυτό πολλές φορές κυνικής αντιμετώπισης των πολιτικών πραγμάτων. Ο δεύτερος είναι το ξεγύμνωμα της μικρονοϊκής αντίληψης και μυωπικής ματιάς της ελληνοκυπριακής πολιτικής ελίτ απέναντι στις διεργασίες που συντελούνταν εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Και τρίτον, αποδομείται η πολιτικά βολική, αλλά ιστορικά ανυπόστατη σχέση του ΑΚΕΛ με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Διαβάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο αναγνώστης βλέπει να ξεδιπλώνεται μπροστά του η κραυγαλέα αντίφαση στην οποία υπέπεσε το ΑΚΕΛ: από τη μια επεδίωξε να προσεταιριστεί τους τουρκοκύπριους, μέσα στο πνεύμα του κομμουνιστικού διεθνισμού της εποχής αλλά από την άλλη επέλεξε να προσεταιριστεί τη σκληρή δεξιά σε μια πλειοδοτική ρητορική για την Ένωση. Η ιστορική αναλογία είναι προφανής, μόνο που διερωτώμαι αν η διετία 2003-2004 παίχτηκε ως φάρσα ή ως τραγωδία.
Σε μια εποχή που γίνεται μια προσπάθεια να να κυριαρχήσουν στο χώρο της έρευνας οι ψευδοεπιστημονικές εκδόσεις και οι συρραφές υποκλαπέντων κειμένων, το συγγραφικό εγχείρημα του Σώτου Κτωρή υπενθυμίζει τις αρετές της κριτικής έρευνας και αξίζει της προσοχής μας. Θα βρει το δρόμο του το βιβλίο αυτό για τα τμήματα των ελληνόφωνων πανεπιστημίων, τη διπλωματική ακαδημία, τα κομματικά γραφεία και τα υπουργεία εξωτερικών, και προς όσους θέσει διακηρύττουν την πρόθεσή τους να βρεθεί μια λύση που θα διασφαλίζει την πολιτική και κοινωνική μας συμβίωση με τους Τουρκοκύπριους; Όπως συμβαίνει σε πολλά πράγματα στο Κυπριακό, ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις, δικαιούσαι όμως να ελπίζεις πως κάτι τέτοιο θα συμβεί.



31 Οκτωβρίου 2013

27 Οκτωβρίου 2013

Νυχτερινές πορείες




Παλιά, το πατρικό μου ήταν στην άκρη της πόλης. Είναι ακόμα στην ίδια  τοποθεσία, μόνο που η άκρη της πόλης δεν είναι πια εκεί. Μέναμε στο προτελευταίο σπίτι αριστερά. Ύστερα άρχιζε να απλώνεται μια ατελείωτη πεδιάδα κι ένας δρόμος που, αν τον ακολουθούσες, θα σε έβγαζε στο πρώτο σπίτι του διπλανού οικισμού μετά από περίπου δέκα λεπτά. Χρόνια μετά, η άκρη της πόλης μετακινήθηκε προς τα εκεί. Νέα σπίτια, πολυκατοικίες, οικόπεδα που χωρίστηκαν για να κτιστούν τα πατρικά άλλων ανθρώπων και δίπλα σε όλα αυτά η πανεπιστημιούπολη. Τα μακρινά καλοκαίρια της δεκαετίας του ’80, άκουγα τα βράδια το σιωπητήριο από τα κοντινά στρατόπεδα. Όσοι άρρενες Κύπριοι, ικανοί προς υπηρεσία, αφιέρωσαν λίγο ή πολύ από τον χρόνο της νιότης τους σε κάποιον από τους ανά την Κύπρο στρατώνες, μπορούν να αναγνωρίσουν τον αργόσυρτο και μελαγχολικό ήχο της (ηχογραφημένης) τρομπέτας του “il silenzio”. Εγώ, πάντως, φανταζόμουν τότε ότι ο τρομπετίστας ήταν ένας cool τύπος, που περνούσε τη μέρα του περιμένοντας να βραδιάσει για να εκτελέσει τη μουσική υπηρεσία του (δεν άκουσα ποτέ το πρωινό εγερτήριο, μέχρι που κατατάγηκα, κι έτσι δεν είχα αντίστοιχη φαντασίωση για το πρωί). Μου φαίνεται αδιανόητο με τα μυαλά που κουβαλάω σήμερα, αλλά τότε ήμουν ένα παιδί που μεγάλωνε σε μια περιοχή που είχε τέσσερα στρατόπεδα σε μια ακτίνα μικρότερη του ενός χιλιομέτρου. Τα ίδια καλοκαιρινά βράδια, περνούσαν ξαφνικά μπροστά απ’ το σπίτι, ζυγισμένοι-στοιχισμένοι στρατιώτες με πλήρη εξάρτυση και άβολα κράνη σαν στραβοχυμένες κατσαρόλες, αγκαρεμένοι στην εβδομαδιαία πορεία. Όλο αυτό μου φαινόταν σαν μια παράσταση, η ξαφνική τρέλα 100 τύπων που φορούσαν εντυπωσιακές στολές και κρατούσαν ακόμα πιο εντυπωσιακά όπλα και έβγαιναν βόλτα για να χαιρετήσουν μόνο εμένα. Είχα μια ανυπομονησία: να μεγαλώσω και να γίνω κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Ωστόσο, όλο και κάποια θεία συχνά-πυκνά θα μου χάλαγε το όνειρο, αφού μου έλεγε με βεβαιότητα ότι μέχρι να έρθει ο δικός μου καιρός, δεν θα υπάρχει στρατός και το Κυπριακό θα έχει λυθεί απαξάπαντος. Αυτό με απογοήτευε, γιατί έπαιρνα στα σοβαρά και τοις μετρητοίς αυτές τις κουβέντες, δεν θα γινόμουν ποτέ σαν τους ήρωες που οι φωτογραφίες τους κοσμούσαν τους σχολικούς τοίχους κι έτσι αρκούμουν στα πολεμικά παιδικά μου παιχνίδια. Μετά, ύπουλα και ανεπαισθήτως, κάποιος πάτησε το κουμπί του fast forward, εγώ βρέθηκα με στρατιωτικές παραλλαγές απλώς και μόνο για να διαπιστώσω τον παραλογισμό και το μάταιο του αστείου που ονομάζεται Εθνική Φρουρά, αργότερα έφυγα από το πατρικό μου για σπουδές και δουλειά, τα δύο στρατόπεδα της περιοχής έκλεισαν και ύστερα γκρεμίστηκαν, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσουν οι νυχτερινές πορείες, κόσμος μπήκε και βγήκε στη ζωή μου κι αντίστοιχα κι εγώ μπήκα και βγήκα στις ζωές άλλων (σε κάποιες έμεινα), με δυο λόγια έφτασα μέχρι εδώ με ένα φορτιό καλές στιγμές, λίγο στραπατσαρισμένος από μερικές πτώσεις, αλλά τι τα θες, είναι κανείς που δεν έχει μερτικό σε αυτά, με μια παλιά δίψα που όλο και την απωθώ για να μην με πιλατεύει, παραδόξως και ταυτοχρόνως πιο ανεκτικός και πιο θυμωμένος, κι ίσως με μια σταλιά επίγνωσης –μην χαμογελάς, σε βλέπω– ότι πια πρέπει να διαλέγω τις μάχες μου για να σκοτώνω το θεριό.
 Α, κι αύριο, κλείνω τα τριάντα τέσσερα (μα, η αλήθεια είναι πως δεν το πιστεύω με τίποτα).

 

20 Οκτωβρίου 2013

Η δημοκρατία των τεμπέληδων




Η φυλάκιση προβεβλημένων στελεχών της Χρυσής Αυγής αποτέλεσε την αφορμή για να προταθεί η αντίστοιχη αντιμετώπιση των ομοϊδεατών τους στην Κύπρο. Η εισήγηση βασίζεται σε έναν απλοϊκό συλλογισμό: εφόσον το ΕΛΑΜ διακηρύττει την ιδεολογική του συγγένεια με τη Χρυσή Αυγή θα πρέπει να τύχει της ίδιας μεταχείρισης και να απαγορευτεί η λειτουργία του στην Κύπρο. Ο καθηγητής ποινικού δικαίου Ι. Μανωλεδάκης υπενθυμίζει το θεμελιώδες ότι: «το ποινικό δίκαιο στα φιλελεύθερα κράτη στηρίζεται στην πράξη και όχι στο φρόνημα του δράστη, το οποίο καθ’ αυτό, χωρίς την αποτύπωσή του σε συγκεκριμένη βλαπτική ή επικίνδυνη πράξη, δεν ενδιαφέρει». Ποιες μπορεί να είναι οι πράξεις αυτές; Διαβάζοντας τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής εξέτασης του Αρείου Πάγου για τη δράση της Χρυσής Αυγής, βρίσκει κανείς τα εξής: ανθρωποκτονία από πρόθεση, ληστεία από κοινού, παραβάσεις σχετικά με εκρηκτικές ύλες, βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, διακεκριμένη διατάραξη κοινής ειρήνης και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης.

Επιστρέφοντας στα της Κύπρου, αναρωτιέμαι ποιες αντίστοιχης βαρύτητας πράξεις έχουν διαπραχθεί, από ποιους και σε ποια εγχώρια εγκληματική οργάνωση ανήκουν οι ύποπτοι. Όσο και αν το ΕΛΑΜ επιθυμεί να κλέψει λίγη από την άνοδο της δημοτικότητας της Χρυσής Αυγής και όσο και αν προσπαθεί να αντιγράψει τις μεθόδους και τον τρόπο της πολιτικής της παρουσίας, εξακολουθεί να παραμένει μια ερασιτεχνική καρικατούρα, χωρίς τέτοια δράση. Το πρόβλημα είναι άλλης φύσης και τάξης: οι υποστηρικτές του έχουν ανάγκη από μόρφωση, διαλεκτικότητα και αναθεώρηση του κώδικα αξιών τους.

Αυτό που επιχειρώ να πω εδώ είναι ότι η ποινικοποίηση της ύπαρξης και της λειτουργίας του ΕΛΑΜ είναι η απάντηση της δημοκρατίας των τεμπέληδων. Μιας δημοκρατίας που βαριέται να διαμαρτυρηθεί, που δεν κινητοποιεί τα πολιτικά της κόμματα για κοινή και συντονισμένη απάντηση στον εκφασισμό της κοινωνίας μας, που δεν αλλάζει την παιδεία της, που δεν αντιμετωπίζει τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη ακροδεξιών φαινομένων, που παραχωρεί εντός της κοινωνίας αυτό που τόσο πολύ χρειάζεται ο ναζισμός: ζωτικό χώρο.

Η ποινική αντιμετώπιση του ΕΛΑΜ σήμερα, το μόνο που θα αποδείξει είναι ότι η δημοκρατία μας τελεί σε πανικό και αμηχανία, ότι δεν επιθυμεί να κατανοήσει τους λόγους που οδηγούν τους πολίτες αυτής της χώρας στην υποστήριξη του κόμματος αυτού, ότι η ελευθερία της άποψης αφορά το μεγαλύτερο, αλλά όχι το πλήρες, πλέγμα των πολιτικών θέσεων. Η δημοκρατία είναι μια δύσκολη άσκηση για τη συνέπεια θεωρίας και πράξης: οφείλει να παίζει με καθορισμένους κανόνες, που δημιουργούνται ή καταργούνται μέσα από σαφείς διαδικασίες, για να μπορεί να κερδίζει με πολιτικούς όρους τα μυαλά και τις καρδιές των ανθρώπων.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι το ΕΛΑΜ είναι ένα κόμμα μισαλλοδοξίας, ακρότητας, ρατσισμού, ξενοφοβίας και άλλων χαρακτηριστικών που δεν σχετίζονται με τον αξιακό χάρτη της δημοκρατίας. Ωστόσο, είναι απόψεις που θα πρέπει να μπορούν να ακούγονται, όσο προκλητικές, ακραίες ή δυσάρεστες μπορεί να είναι για εμάς τους υπόλοιπους. Δεν το λέω εγώ – το λέει η αποκρυσταλλωμένη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η δημοκρατία μας έχει νόμιμους και ηθικά ανεπίληπτους τρόπους άμυνας απέναντι ακόμα και σε αυτούς που επιθυμούν την κατάλυσή της ή τη διατάραξη της λειτουργίας της. Το θέμα είναι να μην προσχωρήσουμε στις ίδιες μεθόδους που θα χρησιμοποιούνταν από όσους την αντιστρατεύονται. Γιατί τότε τι θα μας διαφοροποιεί από αυτούς;

Και κάτι τελευταίο, αν η δημοκρατία οδηγηθεί στη χρήση του ποινικού της οπλοστασίου έναντι αυτών των φαινομένων, τότε μάλλον σημαίνει ότι οι θεσμοί και οι πολιτικές της δεν δούλεψαν όπως θα έπρεπε, όταν έπρεπε. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι επιβεβαιωτική της πιο πάνω υπόθεσης και φοβάμαι ότι η Κύπρος, ως ένα κακέκτυπό της, ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η αποτυχία της δημοκρατίας, ως τρόπου πολιτειακής συγκρότησης, όπως ισχυρίζονται οι ακραίοι, αλλά η ενίσχυση, η θωράκιση και η βελτίωσή της. Επί τούτου, προτάσεις;

13 Οκτωβρίου 2013

Newspeak




Έβλεπα τις προάλλες ένα βιντεάκι με ένα απόσπασμα από κάποιο κεντρικό δελτίο ειδήσεων. Ο πολιτικός που μιλούσε άρχισε να χρησιμοποιεί διάφορες φράσεις που ακούγονταν βαρύγδουπες και φιλοδοξούσαν να συμπυκνώσουν τις σκέψεις του στον πιεσμένο τηλεοπτικό χρόνο. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι τις κενολογίες που έλεγε τις ακούμε για καιρό τώρα, ενδεδυμένες με περισπούδαστο ύφος και σοβαροφάνεια. Αποφάσισα, λοιπόν, να καταγράψω μερικά από τα κλισεδάκια και να αποπειραθώ να ερμηνεύσω το νόημά τους. Ιδού το αποτέλεσμα:

·      Η κυβέρνηση αισιοδοξεί = ο βράχος είναι φάτσα-κάρτα απέναντι, αλλά ελπίζουμε να φυσήξει αντίθετος αέρας σύντομα.
·      Ανατροπή των δεδομένων = η κκελέ μας εν μες στη βούρκαν, αλλά ευτυχώς ακόμα αναπνέουμε.
·      Εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα = το άθροισμα άγνωστων στον πολύ κόσμο διεργασιών που θα καθορίσουν την τύχη όλων μας.
·      Ξεπεράσαμε την επικίνδυνη ζώνη = ψηφίσαμε στη Βουλή, αλλά δεν τα μετρήσαμε καλά και ξαναψηφίσαμε.
·      Οι προκλήσεις είναι μπροστά μας = έχουμε ένα κάρο προβλήματα και δεν ξέρουμε αν, πώς και πότε θα τα καταφέρουμε. Πίσω στο κάτεργο όλοι!
·      Σχέδιο αναδιάρθρωσης = ό,τι κάναμε μέχρι σήμερα ήταν λάθος. Φωνάξαμε τρεις ξένους να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα.
·      Οι προσπάθειες δεν πάνε χαμένες = είμαστε μεσοστρατίς στο πέλαγο με βάρκα την ελπίδα.
·      Σταθεροποίηση = κάποιος πάτησε φρένο στην κατηφόρα. Παρακαλείται να σηκώσει το χειρόφρενο.
·      Εξεύρεση φόρμουλας = δεν έχουμε ιδέα πώς θα τα καταφέρουμε κι ελπίζουμε να κατεβάσει καμιά ιδέα κάποιος. Σύντομα!
·      Ενέργειες προς τη σωστή κατεύθυνση = κάτι έχουμε σχεδιάσει και δειλά-δειλά βάλαμε μπρος. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.
·      Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο = στην υπόθεση εμπλέκονται κάτι δικοί μας, σκέτοι ερασιτέχνες. Να δούμε τι θα χρειαστεί να σκαρφιστούμε πάλι για να τους γλυτώσουμε.
·      Είμαστε σε καλό δρόμο = γεια σας, προσγειώθηκα στην Κύπρο πριν 15 λεπτά και νομίζω ότι τα έχω καταλάβει όλα.
·      Θα γίνουν τομές στη λειτουργία του Χ = κάτι θυμίζει τα παλιά, αλλά το ξέρουμε ότι τίποτα δεν θα είναι ξανά το ίδιο.
·      Να επιτευχθεί ο στόχος = το χέρι της κυβέρνησης έχει σκίσει την τσέπη και έχει φτάσει λίγο πιο κάτω από το ύψος των αχαμνών μας. Keep calm and stop thinking.
·      Εξορθολογισμός κοινωνικών παροχών = τέρμα στα τσεκκούθκια, τα επιδόματα και το κράτος πρόνοιας. Αν αρρωστήσεις, αν πέσεις σε ανάγκη, αν είσαι φτωχός, την έχεις πατήσει. Deal with it or die trying.
·      Τα μηνύματα που λαμβάνουμε είναι ενθαρρυντικά = μας έκανε τρεις φορές «πατ-πατ» στην πλάτη ο σοφέρ της κυρίας Ντέλιας.
·      Θα ανοίξουμε όλα τα κεφάλαια = ο ρυθμός των πληροφοριών θα είναι τόσο καταιγιστικός που δεν θα έχετε ιδέα τι συμβαίνει. Όταν θα έχουμε τελειώσει μαζί σας, μόνο λίγοι θα έχουν επιβιώσει.
·      Οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν = θα σας ταράξουμε στα νομοσχέδια.
·      Να ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας = έξω δεν μας παίρνει κανείς στα σοβαρά. Εγκαταλείψατε τη χώρα.


6 Οκτωβρίου 2013

Μια μικρή, κακή Ελλάδα





Η ιστορία με τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα και τους εγχώριους αντιπροσώπους της έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι η Κύπρος είναι σε πολλές εκφάνσεις του δημοσίου βίου της μια μικρή, κακή Ελλάδα. Υποψιάζομαι ότι η ρίζα του κακού ανιχνεύεται στη μη πραγμάτωση του πολιτικού στόχου και πόθου δεκαετιών: την πολιτική Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Πρώτα ήταν ο εμφύλιος σπαραγμός στην Ελλάδα, που ο απόηχός του έφτασε στο νησί διηθισμένος μέσα από τις τοπικές αντιπαλότητες της Εκκλησίας με την Αριστερά. Η κάπως γκροτέσκα της έκφραση στα πράγματα του νησιού μας έχει αφήσει τον ποδοσφαιρικό διαχωρισμό της ελληνοκυπριακής κοινότητας με τα ποδοσφαιρικά σωματεία που πρόσκεινται και διοικούνται από ανθρώπους που έχουν δεδηλωμένες κομματικές καταβολές και προτιμήσεις. Ύστερα, ήταν οι θαυμαστές και οι οπαδοί της απριλιανής χούντας, που κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των μικρονοϊκών τους συνοδοιπόρων δεν δίστασαν να αποπειραθούν την κατάλυση του πολιτεύματος, πιστεύοντας ότι εκτελούσαν εθνικό χρέος. Τους θυμόμαστε κι αυτούς κάθε βράδυ, ατενίζοντας το διαχρονικό τους έργο: την τουρκική σημαία στον Πενταδάκτυλο. Ακολούθησε μια παραλλαγή του αιτήματος της «Αλλαγής», ως πολιτικού συνθήματος και ως πρότασης ανανέωσης του δημόσιου βίου, με τη σύντομη άνοιξη της περιόδου του Γ. Βασιλείου, που τόσο ανόητα και άδοξα συνάντησε το τέλος της. Στα πιο πεζά, σύντομα μετά από ορισμένες ποδοσφαιρικές συναντήσεις που έδειξαν ότι το κυπριακό ποδόσφαιρο μπορεί να ονειρεύεται κι αυτό μερικές φορές, οι οπαδοί των ντόπιων ομάδων υιοθέτησαν όλο τον φετιχισμό και το lifestyle του πιο κάφρικου οπαδισμού: συγκεκριμένη ενδυμασία, υιοθέτηση όμοιων συνθημάτων, ραντεβού αντίπαλων ομάδων για να παίξουν ξύλο και πάει λέγοντας. Τον χορό συνέχισε η εθνική υστερία και ο στρατιωτικός παροξυσμός. Θλιβερό απομεινάρι, σαν μια στύση που έπεσε, εκείνης της εποχής είναι η συνεχιζόμενη υπόθεση με υπόδικο τον Α. Τζοχατζόπουλο και τον εκζητούμενο Ν. Μιχαηλίδη. Να συνεχίσω; Ας συνεχίσω: η δυναμική επάνοδος μιας αλλοπρόσαλλης νεοορθοδοξίας στην Ελλάδα επί Χριστόδουλου ακολουθήθηκε από την επιστροφή στις εκκλησίες με τους εντόπιους ιεράρχες να αναζητούν εκ νέου έρεισμα στο ποίμνιο. Οι αρχιεπισκοπικές εκλογές μας θύμισαν και το σκαιό πρόσωπο που έχουν κάποτε οι αμνοί. Το πρόταγμα του α λα ΠΑΣΟΚ «εκσυγχρονισμού» δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος, παρά τις καλές προθέσεις όσων επιχείρησαν να ζεύξουν το άρμα της Κύπρου στο ιδεολόγημα αυτό. Κι επίσης, η Ελλάδα της λαμογιάς, της απατεωνιάς, της μίζας και της ρεμούλας που διαχύθηκαν σχεδόν σε όλο το εύρος του πολιτικού της στερεώματος, εμπεδώθηκαν και στο χρυσοπράσινο φύλλο, με ακόμα χειρότερο χαρακτηριστικό ότι στα καθ’ ημάς έχουμε κι ολόκληρο πολιτικό κόμμα να στηρίζει τη λειτουργία του σε αυτές της πρακτικές. Και επιστρέφοντας στην πρώτη πρόταση, η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και η εκλογική της επιτυχία, απενοχοποίησε τους εγχώριους μιμητές της, ευτυχώς χωρίς αντίστοιχα αποτελέσματα. Σε πολλές πτυχές της ζωής μας, η αντιγραφή της κακομοιριάς και των δυσλειτουργιών της ελληνικής πραγματικότητας έγινε με τρόπο σχεδόν κωμικό και με παραμορφωτικά αποτελέσματα. Υπό μια έννοια, η Ένωση έγινε, μόνο που το αποτέλεσμά της δεν δικαιώνει τους υποστηρικτές της...

29 Σεπτεμβρίου 2013

(Θρησκευτικές) απορίες




Μακαριώτατε, πριν λίγες μέρες είχατε πει: «Τους αγαπούμε αυτούς τους παρείσακτους, αυτούς τους παράνομους που ήρθαν, αλλά να πάνε στην πατρίδα τους. Δεν είναι ρατσιστικό αυτό, πεινά ο λαός μας, δεν θα έχουμε άλλους, αφού ο λαός μας έχει ανάγκη, να παν στη δική τους πατρίδα και να αναλάβουν την υποχρέωση οι συμπατριώτες τους, η κυβέρνησή τους και όχι η δική μας η κυβέρνηση».

Μακαριώτατε, αναρωτιέμαι πώς αυτή σας η δημόσια τοποθέτηση συνάδει με τον λόγο του Ευαγγελίου και το μήνυμα της αγάπης. Επιτρέψτε μου να γίνω συγκεκριμένος και να σας θυμίσω το εξής απόσπασμα από το Λευιτικόν, το οποίο κι εγώ μόλις πρόσφατα έμαθα: “Εὰν δέ τις προσέλθῃ ὑμῖν προσήλυτος ἐν τῇ γῇ ὑμῶν, οὐ θλίψετε αὐτόν ὡς ὁ αὐτόχθων ἐν ὑμῖν ἔσται ὁ προσήλυτος ὁ προσπορευόμενος πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἀγαπήσεις αὐτὸν ὡς σεαυτόν, ὅτι προσήλυτοι ἐγενήθητε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν”. Είμαι βέβαιος ότι εσείς αποκλείεται να το ξεχάσατε, ύστερα από 50 χρόνια ιεροσύνης.

Μακαριώτατε, δεν τηρώ τη θρησκευτική ζωή που επιτάσσει η Εκκλησία μας, αλλά πρέπει να σας πω ότι κάτι τέτοιες περικοπές αποτυπώνουν τις πεποιθήσεις μου και με συγκινούν. Αν ένας ξένος έρθει στη χώρα μας, να τον υποδεχθούμε και να τον μεταχειριστούμε σαν να ήταν αυτός συμπατριώτης μας γιατί κι εμείς κάπου αλλού παλαιότερα, ξένοι υπήρξαμε σε ξένη χώρα. Αναρωτιέμαι πώς συμβιβάζεται ο λόγος του Θεού, όπως καταγράφεται στην Αγία Γραφή, με τη δημόσια τοποθέτησή σας κι αν θα θέλατε σύντομα να αναθεωρήσετε.

Μακαριώτατε, όσο θα σκέφτεστε τα πιο πάνω, θα ήθελα να ρωτήσω, επίσης, πώς συμβαδίζει η επιχειρηματική δραστηριότητα της Εκκλησίας με το δίδαγμα του Ευαγγελίου. Επιτρέψτε μου να γίνω συγκεκριμένος και να σας θυμίσω το εξής απόσπασμα από το κατά Ιωάννην, όπου οι έμποροι στον Ναό έχουν μια… ενδιαφέρουσα συνάντηση με τον Ιησού: “καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστεράς, καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεε τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέστρεψε.”

Μακαριώτατε, η κυπριακή Εκκλησία έχει εξελιχθεί σε έναν κακόφημο οργανισμό. Εσείς θα ξέρετε πολλά από τα ανομήματα των ανθρώπων που τάχθηκαν να την υπηρετούν… Η οικονομική δραστηριότητά της έχει επισκιάσει στον δημόσιο βίο την πρωταρχική αποστολή της, η εικόνα που εκπέμπουν κάποιοι από τους προβεβλημένους ιεράρχες της είναι σε δυσαρμονία με το μήνυμα ζωής της, η επιθυμία για την άσκηση με άμεσο ή έμμεσο τρόπο κοσμικής εξουσίας μοιάζει ακόρεστη και ο επικεφαλής της προτιμά να παρεμβαίνει δημόσια για τις μετοχές της Τράπεζας Κύπρου, τη διάσωση της Ελληνικής Τράπεζας και για να υποστηρίξει θέσεις ενός ακραίου, μισαλλόδοξου και φανατισμένου μορφώματος.

Μακαριώτατε, το ξέρετε κι εσείς: ζούμε σε μια χώρα όπου το αυτονόητο είναι το πρώτο θύμα κάθε συζήτησης. Ωστόσο, επιτρέψτε μου να επιμείνω στα απλά: Ποιος είστε; Ποια η αποστολή της Εκκλησίας στη σύγχρονη Κύπρο; Ποιου οργανισμού επιθυμείτε να ηγείστε; Ποιο θα θέλατε να είναι το ηθικό στίγμα της υστεροφημίας σας; Ποιο είναι το πνευματικό μήνυμα που θέλετε να στείλετε στον κόσμο που θέλει να σας ακούσει;

22 Σεπτεμβρίου 2013

Ελλάδα




Με την τέχνη του Παύλου

Ήταν πολλοί με μπλούζες μαύρες κι επιγραφές,
άκου, ρε φίλε μου, αρχαιοελληνικές.
Μα εσύ τις κάφρικες τις ιδέες τους τις έφτυνες
και με τους στίχους σου την κόλαση τους έριχνες,
μέσα στο Πέραμα κι ύστερα Κερατσίνι
πίστευες μόνο «κοινωνική δικαιοσύνη».

Σε μια πατρίδα που κάθε μέρα
όλο και πιο βαθιά βυθίζεται μες τη χολέρα
του ναζισμού, του φασισμού
του πιο απόλυτου και βάρβαρου μισανθρωπισμού.

Που βλέπει ξένους κι όλο εχθρούς
παρουσιάζει στους ανθρώπους της
μόνο φανταστικούς,
για να μπορεί να τρέχει αίμα.
«Αίμα – τιμή – χρυσή αυγή»
όλοι οι φασίστες, τα μπατσόνια κι οι νεοναζί
δουλεύουνε μαζί.

Και όλα αυτά, για εκείνους ήτανε γιορτή.
Σε κάθε λήξη, στέκονταν προσοχή
και με το χέρι υψωμένο
λέγαν έναν ύμνο παραποιημένο.

Σε γνωρίζω από την κόψη
του μαχαιριού τη θανατερή.
Σε γνωρίζω από την όψη
την αρειοφυλική.

Με το αίμα βαμμένη
του Παύλου Φύσσα σάρκα σκισμένη
και σαν πρώτα «αντρειωμένοι»
 - τώρα κρυμμένοι
μέσα στον όχλο
χρυσαυγήτες γυμνασμένοι.

Μα, άκου αδελφέ μου,
Εκεί που πας, ένα να ξέρεις
Ότι την τέχνη, το τραγούδι σου
κι ό,τι πιστεύεις
είναι και άλλοι,
ηλιθίως μέχρι σήμερα
πολύ σιωπηλοί,
που τις πιστέψαν και τις ακούνε
και μες τον κόσμο ίσως μια μέρα
μόν’ αγάπη θα υπακούνε.

Για το ταξίδι που κινάς,
Ένα να ξέρεις, ένα να πεθυμάς,
πως εσύ κι εγώ
θα τους φωνάζουμε για πάντα:
«σιγά μη φοβηθώ».