Κάποτε, στο εγγύς
μέλλον, θα τελειώσουν (ίσως) τα ψέματα και θα μας μείνουν (μάλλον) μόνο τα
θραύσματα της αλήθειας του καθενός. (Έτσι), ανάλαφροι και αποενοχοποιημένοι,
χωρίς (ενδεχομένως) πρόθεση να καταλογίσουμε ευθύνες, ούτε και να αυτομαστιγωθούμε
για πράξεις και για παραλείψεις αιώνων, θα μπορέσουμε (ελπίζω) να πετάξουμε σαν
χρωματιστά μπαλόνια στον ουρανό – χωρίς σκοπό ή προοπτική, προθεσμίες ή
υποχρεώσεις. Θα είμαστε (λέω) μια τρυφερή σκέψη, μια γνώριμη σιωπή που δένει
τις ζωές μας, μια ταυτόχρονη αναζήτηση των χεριών: (πολύ) απλά, θα υπακούμε σε
αυτό που μας τάχτηκε ως πεπρωμένο. Δεν θα λείπει κανένας, αυτό μπορώ να το
υποσχεθώ, μα κι όποιος σημειώσει απουσία, θα του κρατήσουμε (σίγουρα) ένα
κομμάτι αγάπης για να δέσει φυλαχτό στο χέρι. Κι ονειρεύομαι (ακόμα) πως ό,τι
μας πόνεσε, ό,τι μας ζόρισε, ό,τι μας κράτησε καθηλωμένους, θα γράφεται πια σε
χρόνο παρελθοντικό (κατά προτίμηση υπεσυντέλικο, γίνεται;) για να είναι τετελεσμένο, στιγμιαίο, χωρίς βάθος και διάρκεια και η σκιά του να μην γέρνει πάνω
στις μέρες μας. Ύστερα, η Λευκωσία τις νύχτες θα μυρίζει γιασεμί (θα δεις), και
θα γιατρευτούν για πάντα όσοι δεν μπορούσαν να οσμίζονται κι όσοι δεν μπορούσαν
να αγαπούν. Κι επίσης, όσοι δεν μπορούσαν (προηγουμένως) να δοθούν, θα είναι
πια χείμαρροι ασταμάτητοι και θα ενδίδουν σε κάθε είδους παρόρμησή τους, χωρίς
ντροπή, χωρίς λύπη και (κυρίως) χωρίς ενοχή. Αυτό θα το ονομάσουμε «ελευθερία»,
εσύ θα γελάς γιατί θα ξέρεις ότι θα είναι (φτυστή) η δικαιοσύνη για την οποία
πάλεψες, κι εν πάση περιπτώσει, όπως και αν το βαφτίσουμε, θα αποδίδεται
(αυτοδικαίως) στον καθένα. Κι ύστερα, όπως ήδη ειπώθηκε, από (άλλους)
ικανότερους από μένα, θα κλείσουμε τον διάβολο στην τρύπα του. Και θα τον κλείσουμε
καλά. Και δεν θα ξαναβγεί (ποτέ). Και δεν θα μας λείψουν οι εξάψεις που μας
πρόσφερε. Γιατί δεν ήταν εξάψεις αλλά παραχαράξεις. Αυτό θα είναι όμοιο με αυτό
που στη δημοσιογραφική αργκό λένε “η τελευταία πράξη του δράματος”. Μπορεί να
ακούγεται κλισέ, μα εγώ θα σου πω “κλείσε”, κι αυτό θα είναι το συνθηματικό για
να κυλήσει η πέτρα μπροστά στην τρύπα του διαβόλου, όπως σου έλεγα τρεις αράδες
πιο πάνω. (Ξέρω,) όλα αυτά μπορεί να σου ακούγονται σοφιστείες ενός βραχνού
προφήτη, αλλά όταν θα έρθει η μέρα που μια προς μια θα πραγματοποιούνται, όταν
το παραπέτασμα θα σκίζεται και το σύμπαν θα ραγίζει (ανεπαισθήτως) καθώς θα
διαστέλλεται (έστω και) ελάχιστα, εγώ θα σιωπώ και θα κοιτώ μπροστά, βέβαιος
(πλέον), αφού θα έχω ζήσει το τέλος της αγωνίας. Γιατί το θέμα, δεν είναι η
(τελική) δικαίωση, αλλά οι ιστορίες που θα έχουμε να λέμε στους επόμενους για
τον αγώνα του καθενός μας που μας έφερε μέχρι εκεί.
Ο Νικόλας
Κυριάκου επιμένει (χρόνια τώρα) να ζει με τα ίδια δεδομένα.