29 Δεκεμβρίου 2013

Του χρόνου




Την Παρασκευή του Μεγάλου Κρύου είχα βγει σε μια Λευκωσία που καθόταν ήσυχα κάτω από τα πορτοκαλοκόκκινα φώτα των δρόμων. Έτσι ήταν πάντα η Λευκωσία: πήγαινε όπως έρχονταν τα πράγματα, στο κατόπι τους, σαν πιστό χαζόσκυλο. Πόλεμος, φασαρία, ησυχία, αναπτυξιακά μπουμ, αιώνια απομεσήμερα κάποιου Αυγούστου, ας πούμε του 1929 ή βροχερές νύχτες το χειμώνα του ’43, η Λευκωσία έμενε εκεί, όπως την άφηνες. Είχαμε βρέξει τα λαρύγγια μας με κόκκινο κρασί κι εγώ είχα αρχίσει να νιώθω το πύρωμα στα μάγουλά μου –θεέ μου, τι ρεντίκολο κάθε φορά μετά το τρίτο ποτήρι– κι έλεγα η νύχτα να μην τελειώσει. Είχα προλάβει να ακουμπήσω έναν γυμνό ώμο και μια μυρωδιά με είχε καρφώσει στο μπαρ, αλλά είχε φτάσει η ώρα να φύγουμε, τα γκαρσόνια ανέβαζαν τις καρέκλες στα τραπέζια, η μουσική σταμάτησε και όλη η μαγεία που είχε στηθεί, τώρα αποσυρόταν βιαστικά στην άγνωστη πηγή της. Βγήκα. Βγήκα έξω απ’ το μαγαζί με τη γνωστή αψηφισιά που είχα για όλα, «να προσέχεις, να μην εκτίθεσαι» άκουγα από πίσω μου μια φωνή, και να το ξέρετε, του απόκοτου η μάνα δεν διαψεύστηκε ποτέ. Το κρύο με συνέφερε απότομα, κι εκεί σε ένα στενό της παλιάς πόλης, 2 και 53 ακριβώς το πρωί, ποιος να το ΄λεγε, σε περιμένουν καμιά φορά τα πιο αλλόκοτα πλάσματα. Περπάταγα προς το μέρος όπου νόμιζα ότι είχα αφήσει τ’ αμάξι μου, μάλλον σιγοτραγουδούσα κάτι, σκεφτόμουν γυναίκες, κάτι χαμένους φίλους, ότι σίγουρα δεν φταίει ο Σαβέφσκι και τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω (διάολε, τι να την κάνω τόση διαύγεια τέτοια ώρα;) και σε μια στροφή εμφανίστηκε από απέναντι. Μεστωμένη, ντυμένη σαν λατέρνα, λουσμένη στο γκλίτερ, σέρνοντας ένα κακόμοιρο σκυλί με το ‘να χέρι και κρατώντας ένα τσιγάρο στο άλλο. «Γεια σου, αγάπη μου», μου είπε, με έναν τόνο κομμένο, ραμμένο και τριμμένο στο νυχτοκάματό της και χαμογέλασα σαν να είχα να δω άνθρωπο δέκα χρόνια, «γεια σου» ανταπάντησα και συνέχισα, όχι χωρίς δισταγμό, τον δρόμο μου. Κάτι θα ήξερε Αυτός και τις έκανε παρέα όλες αυτές... Μόνο που εκείνη την ώρα, που το σύμπαν θα μπορούσε να αντηχεί τον ήχο και της πιο μικρής καρδιάς, ήμουν έτοιμος να ανταλλάξω το χάρτινο βασίλειό μου με μία ακόμα κουβέντα της. Βρέθηκα έτσι ξανά ανάμεσα στις συμπληγάδες της αμφιβολίας, οι βράχοι έμοιαζαν σαν δύο πελώρια γράμματα, ένα άλφα κι ένα νι, που θρυμμάτιζαν ανάμεσά τους κάθε σκέψη μου. Το δύο_χιλιάδες_δέκα_τρία έσερνε τα πόδια του προς το αναπόδραστο, σαν τραγωδία, τέλος του κι η πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου μού έστηνε καρτέρι για να με κλείσει μέσα της. Έδωσα την ίδια υπόσχεση που δίνω πάντα τέτοιο καιρό, του χρόνου αλλιώς, του χρόνου αλλού, μα κάθε χρόνο νιώθω πως ακόμα μία αλυσίδα έχει δεθεί στην άγκυρά μου. Σκέφτηκα πως ίσως είναι καιρός να τελειώνω με τη ματαιότητα και να αρχίσω να κλείνω τις παρτίδες μου. Του χρόνου, όμως.



22 Δεκεμβρίου 2013

Τίτλοι τέλους




Καλωσήρθατε στον τόπο που οι χρονιές αλλάζουνε, μόνο και μόνο για να ξημερώσει ξανά 1963. Όχι, δεν σφαζόμαστε (πια), όχι δεν έχουμε καταυλισμούς, ούτε θύλακες, μήτε θαμμένους σε πηγάδια, ούτε καν εκτελεσμένους με μια σφαίρα στο κεφάλι. Είχαμε στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αλλά το θάψαμε κι αυτό μαζί με σορούς και σωρούς ενοχών. Απορώ για ποιο πράγμα δολοφονήθηκαν αυτοί οι άνθρωποι, αν τα παχιά λόγια τούς τρέφουν στον παράδεισο, αν υποθέσουμε ότι κάτι ακολουθεί το μάταιο πέρασμά μας από αυτή τη γη και ποια σκέψη να συντρόφευε την πίκρα των δικών τους για όλους αυτούς τους άδικους θανάτους. Αναρωτιέμαι ποια σκέψη, ενσυναίσθηση, συνείδηση οδηγεί κάθε Κυριακή τον κάθε πολιτικάντη να εκφωνεί θούριους, επικήδειους, ομιλίες αναγνωρίζοντας τη θυσία, την προσφορά, το έπος του τάδε, του δείνα, του άλλου. Δεν βαρεθήκατε; Δεν ντραπήκατε ποτέ;

Συγχαρητήρια: φτιάξατε μια κοινωνία φοβισμένων. Που η κουλτούρα της είναι η λατρεία του θανάτου. Που παράγει διαρκώς ήρωες, εθνικόφρονα σωματεία και σημαιάκια. Μια κοινωνία υποταγμένων και υποτακτικών, «μάλιστα κύριε», «όπως αγαπάτε, κύριε», «ούτε λόγος, κύριε». Οι ανόητοι κι οι βλάκες έχουν ακροβολιστεί στις ζωές μας και κάθε πέρασμα είναι παγίδα θανάτου. Χιλιάδες κλωνοποιημένα ανθρωπάκια μιλούν με τις ίδιες λέξεις, ντύνονται με τον ίδιο τρόπο, διάγουν δημόσια ζωή κατά τον ίδιο τρόπο. Πασέ, κλισέ, μπανάλ, σιδερωμένο μαλλί, μαύρο ρούχο, απεριτίβο. Ντέρμπι, αυτοκίνητο, πιλόττα. Είναι κι αυτό μιας μορφής ευτυχία, να είσαι αποσυνδεδεμένος από όλους και όλα. Να ξυπνάς μόνο όταν ένα χέρι φτάσει βαθιά στην τσέπη σου και κλέψει ό,τι είχες μαζέψει με κόπο. Αλλά κι αυτό δεν είναι αρκετό. Η ζωή συνεχίζεται. Μια διαρκής νιρβάνα. Η Κύπρος δεν κατοικείται από Κύπριους, η Κύπρος κατοικείται από βούδες. Ατάραχοι, ήρεμοι, πράοι, ζεν. Ό,τι κι αν γίνει τίποτα, δεν τους βγάζει απ’ τη σειρά, τη συνήθεια και τη ρουτίνα.

Περνάνε τα χρόνια και ό,τι ελπίσαμε ότι θα αλλάξει, παραμένει το ίδιο. Απολιθώνεται μέρα τη μέρα, γίνεται πιο στεγνό, πιο αδιαπέραστο. Η Κυπριακή Δημοκρατία φαίνεται φτιαγμένη για την αναπαραγωγή μιας ελίτ εξουσίας και των μηχανισμών της, μοιάζει κατασκευασμένη ως εκκολαπτήριο εκμαυλισμένων και απατεώνων, υποκριτών και όσων με πόζα στήνονται μπροστά στον φακό. Και κάπου εκεί κατεβάζεις τα χέρια, παραδίνεσαι, λες «δεν πάει άλλο». Η Κύπρος ασφυκτιά υπό την ομηρία του Κυπριακού. Ας το παραδεχθούμε: χωρίς λύση, η κοινωνία μας θα οπισθοδρομήσει, θα ωθηθεί σε πιο ακραίες μορφές δημόσιου λόγου και πολιτικών σχημάτων, θα καταδικαστεί οριστικά στην παρακμή, χωρίς να είναι αναστρέψιμη η πορεία πια. Το παιχνίδι όμως συνεχίζεται, με την παραίσθηση ότι έχουμε ακόμα χρόνο μπροστά μας, ότι ο χρόνος κυλάει υπέρ μας, μέσα στον σουρεαλισμό του «όλα βαίνουν καλώς» – εναντίον μας. Χρειάζεται μια τελευταία προσπάθεια, ένα τελευταίο σπρώξιμο. Δεν είμαι, όμως, βέβαιος αν υπάρχει ο κόσμος, το σχέδιο και η διάθεση – χωρίς αυτά, μάλλον είμαστε από χέρι χαμένοι και καταδικασμένοι να δούμε αγκαλιά στον καναπέ τους τίτλους τέλους.

15 Δεκεμβρίου 2013

Ηθικός πανικός

-->



Για δεκαετίες η πολιτική και κοινωνική ζωή της ελληνοκυπριακής κοινότητας χαρακτηρίζεται από τη διαρκή παρουσία του φαινομένο που ονομάζεται “ηθικός πανικός”. Ένας από τους πιο εύληπτους ορισμούς του ηθικού πανικού είναι ο εξής: είναι μία αντίδραση, η οποία βασίζεται στη λανθασμένη και υπερβολική αντίληψη ότι η συμπεριφορά κάποιων μελών της κοινωνίας –συνήθως μιας μειονότητας, ή των μελών κάποιας υποκουλτούρας- θεωρείται τόσο προβληματική και τόσο επικίνδυνη (αποκλίνουσα) για τη διατήρηση της υφιστάμενης κοινωνικής δομής, ώστε κρίνεται επιτακτική η τιμώρηση των ενόχων και η αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας. Στον ορισμό αυτό θα προσέθετα και το απλούστερο φαινόμενο της διόγκωσης μιας είδησης με ταυτόχρονη διασύνδεση της με ένα πολιτικό ζήτημα.

Ως παραδείγματα του φαινομένου αυτού θα υποδείκνυα την πρόσφατη ανακίνηση της χρήσης και διδασκαλίας της κυπριακής διαλέκτου που οδηγεί στον αφελληνισμό των κυπρίων παίδων, τον τρόπο παρουσίασης των πρωτοβουλιών για την επίλυση του Κυπριακού, που θεωρούνται a priori υστερόβουλες και ιδιοτελείς και την αντιμετώπιση από την κοινωνία μας θεμάτων που έχουν να κάνουν με τους μετανάστες, όπου κυρίαρχη είναι η αντίληψη ότι «κάτι πρέπει επιτέλους να γίνει με αυτούς». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απλούστερης εκδοχής του φαινομένου είναι η διασύνδεση της κλοπής της σορού του Τ. Παπαδόπουλου με τον… γύψο από τα κατεχόμενα και τις διασυνδέσεις που αφήνονταν στον αναγνώστη να κάνει ή ο τρόπος προβολής των ειδήσεων πυο σχετίζονται με τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι πολύ μακρύτερος αλλά  χάριν συντομίας περιορίζομαι σε αυτά.

Τα ΜΜΕ έχουν ένα κεντρικό ρόλο στη δημιουργία και διασπορά του ηθικού πανικού. Ειδικά στην Κύπρο που τα ΜΜΕ εξυπηρετούν τις πολιτικές απόψεις των ιδιοκτητών τους και των συνοδοιπόρων τους, η δημιουργία  ζητημάτων ηθικού πανικού είναι εξαιρετικά συχνή και επιτυχής. Το εκπληκτικό είναι ότι τα ποσοστά επιτυχίας του εγχειρήματος είναι εξαιρετικά κάθε, μα κάθε φορά. Φαίνεται πως η κυπριακή κοινωνία είναι το ιδανικό παβλοφικό σκυλί για αυτού του είδους τα εγχειρήματα. Τα ΜΜΕ συνεπικουρούνται και από τους παραδοσιακά συντηρητικούς θεσμούς της χώρας μας: την εκκλησία και τα κόμματα, που έχουν τις δικές τους ατζέντες προς προώθηση.

Έτσι, το φαινόμενο του ηθικού πανικού λειτουργεί με δύο τουλάχιστον τρόπους: διαβρωτικά στη συνείδηση, το πολιτικό αισθητήριο και την προσδοκία κάθε πολίτη και ελεγκτικά, υπό την έννοια ότι η προσοχή των πολιτών στρέφεται κατά περίπτωση στην κατεύθυνση που θέλει μια ελίτ και απομακρύνεται από άλλα θέματα που ενδεχομένως να έχουν μια σημαντικότερη αξία να τεθούν στη δημοσιότητα. Η πνευματική χειραγώγηση της κυπριακής κοινωνίας καταλήγει στη δημιουργία μιας γηπεδικής ατμοσφαιρας όπου η κάθε κερκίδα απευθύνει το μήνυμά της με ένα σύνθημα. Αν υιοθετήσατε ή προβάλατε ποτέ τις φράσεις: “τα δίκαια του λαού μας είναι αδιαπραγμάτευτα”, “το δικαίωμα στην ιδιοκτησία είναι ιερό”, “΄όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους” ή “οι Τούρκοι της Κύπρου είναι αδερφοί μας” , καθώς και άλλες παρόμοιες, τότε έχετε κι εσείς βρεθεί, ενδεχομένως χωρίς να το αντιληφθείτε, σε κατάσταση ηθικού πανικού…

8 Δεκεμβρίου 2013

Επάγγελμα: ανησυχούντες




Η συμφωνία για την ενοποίηση του κυπριακού ποδοσφαίρου έδωσε την αφορμή στους συνήθεις ύποπτους να πιάσουν στασίδι στα ΜΜΕ για να παρουσιάσουν και να εξηγήσουν τις ανησυχίες τους στο περιδεές κοινό τους. Ο μηχανισμός αυτός έχει τεθεί σε λειτουργία τόσες πολλές φορές, που πια η τήρηση των προσχημάτων «αντικειμενικότητας» και «σοβαρότητας» μόνο γέλιο προκαλεί.
Η συμφωνία για την ενοποίηση του κυπριακού ποδοσφαίρου δεν αποτυπώνεται σε κάποιο περίπλοκο ή μακροσκελές κείμενο. Όποιος επιθυμεί, το διαβάζει και βγάζει τα συμπεράσματά του. Οι λεπτομέρειές του δεν θα με απασχολήσουν εδώ. Το σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι αυτή η συμφωνία μας δείχνει πώς θα μοιάζουν οι μελλοντικοί ομοσπονδιακοί θεσμοί. Έτσι που να μην εγείρονται αμφιβολίες και απορίες για το πώς μοιάζει το... ομοσπονδιακό τέρας.
Αυτό που διαβάζει κάποιος πίσω από τις γραμμές της συμφωνίας είναι η απόδοση επαρκούς αυτονομίας στις δύο κοινότητες να οργανώνουν τη λειτουργία ενός θεσμού, ενός μηχανισμού ή μιας πολιτικής τους, σύμφωνα με τις δικές τους απαιτήσεις. Στο κομμάτι της διεθνούς εκπροσώπησης, αυτή θα είναι μία και ενιαία, κατά τρόπο που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα και την ομαλή λειτουργία του αντίστοιχου θεσμού, μηχανισμού ή πολιτικής. Με τη μέθοδο της αντικατάστασης, ας φανταστούμε την ΚΟΠ ως το ομοσπονδιακό κράτος, τις δύο ποδοσφαιρικές ενώσεις ως τα ομόσπονδο κρατίδια και την UEFA ως την ΕΕ (ή τη διεθνή κοινότητα) που παρέχει το πλαίσιο των υποχρεωτικών κανόνων που πρέπει να τηρούνται.
Η συμφωνία είναι καλά νέα για όλους. Σχεδόν. Δεν είναι για όσους είτε λόγω προσωπικής ατζέντας είτε πολιτικής σκοπιμότητας είτε απλώς λόγω κεκτημένης απορριπτικότητας δεν θέλουν να δουν μια συμφωνία αυτού του είδους να διορθώνει μία από τις πολλές επιμέρους διαιρέσεις που βιώνει ο τόπος να φτάνει στο τέλος της. Δυστυχώς, ακόμα και για το ζήτημα του ποδοσφαίρου, οι αντιδράσεις ακολούθησαν την πεπατημένη της έκφρασης «ανησυχίας» για το περιεχόμενό της.
Η ρητορική αυτή, εκτός από εξόφθαλμα απορριπτική, είναι και βαθιά απολιτική. Εδράζεται στη διαρκή απόρριψη, στην υιοθέτηση της άποψης ότι βρισκόμαστε υπό διαρκή πολιορκία, ότι κάπου κάποιοι απεργάζονται την καταστροφή μας. Είναι απολιτική γιατί θεμελιώνεται στον φόβο και την έλλειψη ψύχραιμης σκέψης. Δεν προτείνει, δεν εισηγείται, παρά μόνο κρίνει από καθέδρας τις κατά καιρούς εξελίξεις. Και το χειρότερο, τις κρίνει με γνώμονα ένα φαντασιακό, εξιδανικευμένο και ουτοπικό μοντέλο λύσης, είτε αυτό αφορά το Κυπριακό είτε το επιμέρους πρόβλημα που εξετάζεται.
Είναι απολιτική γιατί δεν παραδέχεται ούτε στον εαυτό της την ίδια την υποκρισία της, τις ίδιες τις προσχηματικές δικαιολογίες της, την ίδια την αδυναμία της να προτείνει ένα ρεαλιστικό πλάνο και τις μεθόδους για την επίλυση του προβλήματος. Πασπαλίστε όλο αυτό το πιάτο με τη σοβαροφάνεια και τα περισπούδαστα ύφη που εμφανίζονται στους τηλεοπτικούς δέκτες μας και έχετε μπροστά σας τον παραδοσιακό τρόπο προσέγγισης και ανάλυσης του Κυπριακού που έχει όλα τα φόντα να διαιωνίσει το πρόβλημα. Επάγγελμα: μονίμως ανησυχούντες. Δεν θα μας δουλεύετε άλλο, όμως...

1 Δεκεμβρίου 2013

Φόβος και μίσος

-->
-->
Τώρα το ξέρω πια καλά. Δεν ωφελεί να προσποιούμαι, ούτε και να στρέφω αλλού το πρόσωπό μου. Οι κεραίες της εποχής λαμβάνουν το σήμα όπου κι αν πας, όσο βαθιά κι αν κρυφτείς. Ο φόβος έχει γίνει το κοινό μας αίσθημα. Ο φόβος έχει γίνει το νόμισμα των καθημερινών μας συναλλαγών. Από τον Μάρτιο και μετά, ο φόβος είναι ο μόνιμος σύντροφός μας. Ένα βαρύ χέρι βρίσκεται πίσω απ’ την πλάτη ή αιωρείται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Μια περίεργη σκιά ρίχνει το σχήμα της πάνω στις καλύτερες μέρες μας. Θα χαθείτε. Θα σας αφανίσουμε. Θα σας γονατίσουμε. Δεν θα γλιτώσετε απ’ τη συντριβή. Κι έτσι κι οι κουβέντες στον δρόμο. Ο σώζων εαυτόν... Πολλών λεπτών σιγή για όσους έχασαν τις δουλειές τους. Χίλιων φωνών κραυγή για όσους σύρθηκαν μέσα στο θαύμα που βουλιάζει. Τώρα, το κυπριακό όνειρο γίνεται ένας επαναλαμβανόμενος εφιάλτης - άγνωστο πώς, κάποιος έβαλε το χέρι του βαθιά στην τσέπη μας και μας ξεγύμνωσε. Τώρα, οι παλιές βεβαιότητές μας έχουν χαθεί. Τώρα, η ιστορία γράφεται ερήμην μας. Τώρα, μόνο φόβος. Για το τι θα γίνει αύριο. Για την ανικανότητα να ζήσουμε στα πρότυπα της επίπλαστης ευμάρειας. Γιατί τώρα πια τα σύνορα είναι διακριτά, το όνειρο έχει όριο και το σκοινί σου φτάνει μέχρι εκεί. Δεν θα μπορέσεις παραπάνω. Είσαι δέσμιος του περιβάλλοντος. Προορίζεσαι να ζήσεις σκυφτός. Να δουλεύεις όλη τη βδομάδα σαν σκυλί και να διαβάζεις lifestyle περιοδικά το Σαββατοκύριακο. Είσαι αναλώσιμος. Αν δεν είσαι εσύ, θα είναι κάποιος άλλος. Πεντακόσια ευρώ. Στην καλύτερη περίπτωση. Αν έχεις μεταπτυχιακό. Και μπεις σε κάποιο επιδοτούμενο πρόγραμμα. Για να μην έχει κενό το βιογραφικό σου. Για να μην αναγκαστείς να αντικρίσεις το κενό. Δόξα τω Θεώ. Μια φωνή οξύνει τον φόβο σου. Τώρα κάποιος άλλος κλέβει το φαΐ σας. Κάποιος ξένος επιβουλεύεται τη ζωή σας. Ένας ξένος φταίει για τον χαμένο παράδεισο των παλιών χρόνων. Για το ότι η πόρτα για να επιστρέψετε σε αυτόν είναι πια κλειδωμένη. Αυτή η φωνή έχει εξουσία. Δεν έχει πρόσωπο, ούτε και χαρακτηριστικά, αλλά έχει εξουσία. Έχει αποκλειστική πρόσβαση στα Μέσα. Έχει προνομιακή πρόσβαση στο θυμικό σου. Ο φόβος γίνεται μίσος. Ενάντια σε καθετί που δεν χωράει στην εικόνα. Ενάντια σε όποιον χαλάει τη γραμμή. Σε όποιον σπάει, έστω και τόσο, έστω για λίγο, την ομοιομορφία. Φόβος και μίσος. Το βλέπεις στα μάτια των ανθρώπων. Στη δυσπιστία τους. Στην άμεσή τους αντίδραση. Στα σχόλια κάτω από τις ειδήσεις. Έξω. Κάτω. Φτάνει. Ο κόσμος επικοινωνεί με παρασυνθήματα στις εφόδους της πραγματικότητας. Δεν είμαι βέβαιος ότι όλοι καταλαβαίνουν το ίδιο όταν λένε την ίδια λέξη. Είμαι βέβαιος ότι νιώθουν το ίδιο, όμως. Σ’ το είπα και πριν: φόβος και μίσος. Μπροστά σε όλα αυτά, τι να αντιτάξεις; Να μην γελιόμαστε: είμαστε η μειοψηφία. Το μήνυμά μας καλύπτεται από τον βόμβο του μίσους. Δεν πείθει κανέναν. Δεν ανοίγει ορίζοντες. Ούτε και διαύλους επικοινωνίας. Δεν ρίχνει γέφυρες. Αντίθετα, ορθώνει και διαμορφώνει τα δικά μας τείχη, τη δική μας οχυρωμένη πολιτεία. Διαρκής πόλεμος. 
Για ποιο πράγμα αξίζει να παλέψεις; 
Με ποιον μπορείς ακόμα να σταθείς σύμμαχος; 
Εγώ, προσπαθώ να μην ζητάω πια νίκες. 
Ηττήθηκα όπου νόμισα πως είχα νικήσει. 
Και έμαθα πως δεν είναι το θάρρος ή η παρρησία, μήτε η ανδρεία και η παλικαριά. 
Διέσχισα τη χώρα του φόβου και την επικράτεια του μίσους για να μάθω τι είναι.  
Είναι η αγάπη.