27 Απριλίου 2014

Χουλιγκομματισμός





Τα πρόσφατα επεισόδια στον ποδοσφαιρικό αγώνα ΑΠΟΕΛ-ΑΕΛ έρχονται να μας υπενθυμίσουν ορισμένες από τις βασικές κακοδαιμονίες του τόπου μας, με τον πιο εμφατικό τρόπο μάλιστα. Κατά την άποψη μου το ζήτημα της αδυναμίας αντιμετώπισης της βίας στον αθλητισμό δεν οφείλεται στην απουσία ή ενδεχόμενες ελλείψεις του ισχύοντος νομικού πλαισίου. Αντίθετα, πάσχουμε σοβαρά στο ζήτημα της εφαρμογής του από τα αρμόδια σώματα και όργανα της πολιτείας. Όσο κι αν ακούγεται τετριμμένο και κλισέ, για όσο καιρό η αστυνομία δεν οργανώνει με σοβαρό τρόπο την αστυνόμευση των αγώνων, τόσο θα εκχωρείται έδαφος στους ανεγκέφαλους να επιδίδονται σε πράξεις βίας εναντίον της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της περιουσίας συμπολιτών μας.

Απ' την άλλη θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πιο εύκολη λύση είναι να ρίχνουμε την μπάλα στο γήπεδο της αστυνομίας και με αυτόν τον τρόπο να αποφεύγουμε συναφή ζητήματα που παραμένουν στο περιθώριο. Χωρίς να αποκλείω την ύπαρξη άλλων, θα κατέγραφα τηλεγραφικά τα ζητήματα αυτά ως ακολούθως: οι σχέσεις των διοικήσεων με τους οργανωμένους οπαδούς τους, η δημόσια παρουσία των εκπροσώπων τύπου των σωματείων, οι κοινωνικές δυναμικές που οδηγούν στην εκδήλωση παραβατικών συμπεριφορών,  ο τρόπος  λειτουργίας της ΚΟΠ, τα σημαντικά κεφάλαια για συμβόλαια παικτών και τηλεοπτικά δικαιώματα, οι πελατειακές σχέσεις των κομμάτων με τα αθλητικά σωματεία σε σημείο εξάρτησης και ελέγχου και η συνεπαγόμενη συγκάλυψη και ατιμωρησία. Η απαρίθμηση αυτή δεν φιλοδοξεί να καταγράψει στεγανές κατηγορίες ζητημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά. Τουναντίον, η αλληλοσύνδεση τους είναι εμφανής, ειδικά αν αναλογιστεί κάποιος τις διαπροσωπικές σχέσεις επικοινωνίας, ελέγχου και αλληλοεξυπηρέτησης που ευδοκιμούν στο χώρο αυτό.

Κι αυτό με φέρνει στο ζήτημα που δεν κουβεντιάζουμε ποτέ: το κράτος προσπορίζεται σημαντικά οικονομικά οφέλη από το ποδόσφαιρο είτε με άμεσα έσοδα είτε με έμμεσα. Ταυτόχρονα, είναι ένας σημαντικός υποστηρικτής των σωματείων είτε με την χρηματοδότηση τους είτε με την προνομιακή μεταχείριση των οφειλών τους προς αυτό. Επίσης, τα κόμματα επιμένουν να συντηρούν τις σχέσεις συγκοινωνούντων δοχείων με τα σωματεία για να έχουν ευρύτερη πρόσβαση σε μεγάλες μερίδες του εκλογικού σώματος και να επιτυγχάνουν την ευθυγράμμιση της οπαδικής υποστήριξης με τις πολιτικές τους επιλογές και να ρυθμίζουν, κατά το δοκούν, τον θερμοστάτη της αντιπαράθεσης και της πόλωσης. Η ανάμειξη κομματικών στελεχών στα διοικητικά όργανα των σωματείων και του οργανωμένου αθλητισμού είναι η πιο τρανή απόδειξη. Ανεξάρτητα από την παρατήρηση αυτή, ακόμα και στις περιπτώσεις των σωματείων εντός των οποίων δεν κατέχει κάποιο κόμμα δεσπόζουσα θέση, η δημόσια παρουσία των παραγόντων τους προάγει συχνά ένα κλίμα σύγκρουσης και εχθρότητας, που υποθάλπτει τα επεισόδια που κατά καιρούς παρατηρούμε.

Καταληκτικά, θα είχε ενδιαφέρον να ξέραμε, μέσα από τη διενέργεια μιας σοβαρής κοινωνιολογικής μελέτης, τις κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους και προφίλ των ατόμων που εμπλέκονται στα επεισόδια αυτά, ώστε να εξεταστεί η δυνατότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων που ενδεχομένως να συντελούν στα επεισόδια. Για αυτά όμως χρειάζεται  σοβαρότητα και συναίσθηση ευθύνης από την πολιτική ηγεσία και ένα ισχυρό μήνυμα από την κοινωνία μας προς αυτήν. Δεν είμαι πολύ βέβαιος ότι ανήκω στην πλειοψηφία...       

 

20 Απριλίου 2014

Πάσχα θα πει διάβαση




Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή που σκάει απ’ τη γη η κρυμμένη ζωή, γυρνάω πίσω στα παλιά κείμενά μου για το Πάσχα. Ύστερα από το πήγαινε-έλα στο εξωτερικό την τελευταία δεκαπενταετία σχεδόν, οι μέρες του Πάσχα μου δημιουργούν την αίσθηση μιας δεύτερης πρωτοχρονιάς μέσα στον ημερολογιακό χρόνο. Είναι οι μέρες που πολλοί από όσους τυγχάνει να βρίσκονται στο εξωτερικό νιώθουν ότι κάτι λείπει. Τα κεριά στην εκκλησία είναι πιο λίγα. Η λειτουργία κρατάει λιγότερο. Οι άνθρωποι γύρω δεν έχουν τα γνώριμα χαρακτηριστικά των ανθρώπων του τόπου σου. Οι μυρωδιές δεν είναι οι ίδιες. Οι ευχές δίδονται σε άλλες γλώσσες. Νιώθεις λίγάκι ξεβολεμένος, με το ίδιο συναίσθημα που αφήνουν εκείνα τα όνειρα όπου βλέπεις γνωστούς σου ανθρώπους σε άλλους ρόλους και γνώριμα μέρη να έχουν χαρακτηρστικά από άλλους τόπους. Η συνήθεια, ο παλιός εαυτός, όσα ήξερες τίθενται σε δοκιμασία.
Αλλά κι απ΄ την άλλη, τα φιλιά έχουν την ίδια αξία, η αγάπη ξεχειλίζει από τις τσέπες μας, η μουσική θα παίξει ελληνικά τραγούδια και όλο και κάποιος θα βρεθεί που θα ξέρει να φτιάξει μια αξιοπρεπή μαγειρίτσα. Είναι ο καιρός της μετάβασης, του περάσματος, της διάβασης. Το μήνυμα, ή τουλάχιστον αυτό που εγώ έχω καταλάβει, είναι ότι ο αγώνας για την υπέρβαση του εαυτού, για το σμίξιμο με τον Άλλο, η προσπάθεια για αλληλεγγύη, η αγάπη ακόμα και γι’ αυτόν που σε μισεί είναι μια δύσκολη ιστορία. Μια ιστορία που μας θυμίζει τα όρια μας, τα οποία είναι πολύ εγγύτερα από όσο θα θέλαμε ή πιστεύαμε ότι απλώνονταν. Ίσως τελικά να μην είμαστε τόσο μεγαλόψυχοι, μας ξεφεύγουν συχνά τα δηλητήρια απ’ το στόμα, αποτυγχάνουμε να δείξουμε καταλλαγή και συμπόνοια.
Είμαστε έτοιμοι να σκαρφιστούμε κάμποσες εύκολες και σαθρές δικαιολογίες για το μικρό ναρκισιστικό μας «εγώ» ή να αναβάλλουμε για έναν αόριστο, μελλοντικό χρόνο όσα σήμερα θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο ή έστω να διορθώσουν έστω κι ένα τσίγκο από την παράγκα της ύπαρξης μας ή ακόμα καλύτερα να κάνουν το πέρασμα μας από τον κόσμο να έχει νόημα για εμάς και για τους γύρω μας. Είναι κι αυτό ένα απ’ τα πολλά νοήματα της αγάπης του Πάσχα, της αγάπης ακόμα και προς τον ίδιο τον εαυτό: να προσπαθείς, να βρίσκεις το κουράγιο, τη δύναμη, τον τρόπο να αλλάζεις, να βελτιώνεσαι, να είσαι συνεπής με τη μέσα σου φωνή, να μπορείς να περνάς την γέφυρα απέναντι, να διαβαίνεις την πόρτα προς τον έξω κόσμο, να εγκαταλείπεις την προσωπική σου επικράτεια για να γνωρίσεις τους τόσους άλλους που βρίσκονται εκεί έξω. Έχω προσπαθήσει ορισμένες φορές να κάνω αυτή τη μετάβαση - χωρίς επιτυχία. Σκέφτομαι, όμως, ότι θα έχω πραγματικά αποτύχει αν ποτέ σταματήσω τις απόπειρες μου...

13 Απριλίου 2014

Μια πόλη. Για όλους.





Πριν μια βδομάδα, δώσαμε ραντεβού στην πύλη Πάφου το πρωί. Με το που στάθμευσα αναρωτήθηκα πού είναι ακριβώς η πύλη. Ήξερα τον πυροσβεστικό σταθμό, το άνοιγμα των τειχών προς την παλιά πόλη, αλλά αγνοούσα την ακριβή τοποθεσία της πύλης. Παραξενεύτηκα, αλλά η απορία μου λύθηκε σύντομα όταν είδα μαζεμένο κόσμο μπροστά την ίδια την πύλη, που πλέον αναδεικνύεται από τα έργα αποκατάστασης που γίνονται στην περιοχή. “Αντίο μπετόν, καλωσήρθες πουρόπετρα”, σκέφτηκα, καθώς έβλεπα μέσα από τη μακρόστενη πύλη. Το πρωινό έμελλε να μου λύσει κι άλλες απορίες και να μου ανοίξει έναν ορίζοντα σε νέες ερωτήσεις και φρέσκια γνώση. Η περιήγησή μας στη Λευκωσία μας πήρε σε στενά που είτε τα διαβαίνω συχνά, χωρίς να προλαβαίνω να παρατηρήσω με προσοχή τι συμβαίνει γύρω είτε τα χρησιμοποιώ τόσο σπάνια, που ξεχνώ κι εγώ ο ίδιος την ύπαρξή τους.
Η Λευκωσία μας, λοιπόν, κουβαλά πολλά σημάδια ιστορίας και ανταγωνισμών. Τόσα που κάθε απόπειρα να τα καταγράψω στις 400 λέξεις που μου αναλογούν σε αυτή τη γωνιά κάθε Κυριακή, θα ήταν μάταιη. Όμως μπορώ να αποπειραθώ να σημειώσω τις στάσεις μας σαν τελείες στο χαρτί για να τις ενώσει ο καθένας όπως θέλει, μαζί με τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου. Η πόλη έχει πολλούς κρυμμένους θησαυρούς και πολλές άγνωστες ιστορίες. Οι αφηγήσεις των ανθρώπων της παραμένουν καταπιεσμένες από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα και τις επίσημες ιστορίες των σχολικών βιβλίων. Είναι κι αυτή μια άλλη μορφή αδικίας. Να πρέπει όλα να ανταποκρίνονται στην κλίνη του Προκρούστη: ό,τι δεν είναι (επαρκώς) εθνικό, ξαναβαφτίζεται στα νάματα της φυλής, υπονοώντας ότι η πόλη είχε ανέκαθεν έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πόσοι από εμάς γνωρίζουμε άραγε για την αλλαγή στην ονοματοδοσία των οδών, ένθεν και ένθεν της διαχωριστικής γραμμής; Μια αλλαγή που δεν είναι καθόλου αθώα και που βέβαια δεν ελαύνεται από πρακτικής φύσεως κίνητρα.
Η βόλτα μάς έβγαλε σε λογιών-λογιών κτίσματα: εκκλησίες, σχολεία, προτομές, αποικιοκρατικά κτήρια, πλατείες, σοκάκια, μνημεία, μαυσωλεία, κατεστραμμένα σπίτια, φυλάκια της Εθνικής Φρουράς, φυλάκια του τουρκικού στρατού, φυλάκια των Ηνωμένων Εθνών. Στ’ αλήθεια, αν δώσεις σημασία, δεν βαριέσαι ποτέ στη Λευκωσία… Και παντού σημαίες, τόσες πολλές που δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι μοιάζουμε στα συμπαθή τετράποδα που φροντίζουν να σημαδεύουν την περιοχή τους, αφήνοντας πίσω… ένα κομμάτι του εαυτού τους.
Στην αρχή ήταν η καθολική και η μαρωνιτική εκκλησία στην πύλη Πάφου, η Φανερωμένη και ο σταθερός βιασμός της πλατείας από τα νεοκαφενεία, παραδίπλα η εκκλησία του Σταυρού του Μισιρίκκου ή το τζαμί Araplar, η Αγιασοφιά από την άλλη πλευρά. Μετά ήταν το χρώμα της ώχρας και τα πράσινα παράθυρα, οι άσπροι τοίχοι και το χαμηλό ύψος δόμησης, το φως της Μεσογείου που σου παίρνει τα μυαλά. Κι έπειτα, οι άνθρωποι του τόπου μας, τα πρόσωπά τους, οι γέροι, τα παιδιά, οι άνθρωποι της γενιάς μου στη βαβούρα και τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας.
Όταν τελείωσε η βόλτα μας, πέρασα από το σημείο διέλευσης στο Λήδρα Πάλας και η στράτα μου διασταυρώθηκε με ένα ζευγάρι νεαρών Ινδών που κρατούσαν το βρέφος τους και έλαμπαν από χαρά. Σκέφτηκα πως αυτή η πόλη μπορεί να μας χωρέσει όλους. Αυτό γιατί δεν το σκεφτήκαμε ποτέ;


6 Απριλίου 2014

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΧΧΧΧΧΧΧ




“Δεν είναι που προσπάθησα
όσο κανείς δεν ξέρει
είναι που όσα κράτησα
μου κάψανε το χέρι”

Τα μεροκάματα - Δ. Παπαχαραλάμπους

Εδώ στο Κολοσσαίο, άνθρωποι και θηρία στο μέσον, αίματα παντού και σώματα πεσμένα, εντεταλμένοι δήμιοι αποτελειώνουν τον άλλον στο γόνατο μόνο με ένα νεύμα απ’ την κερκίδα. Εκεί όπου αυτάρεσκα κάθεται ο αυτοκράτορας, περικυκλωμένος από ένα πλήθος αυλικών, κολάκων, γερουσιαστών, αρχόντων, στρατηγών, διορισμένων, σκασμένων στα λεφτά και παρατρεχάμενων που ευελπιστούν στην εύνοια των Δυνατών. Σειρές πιο κάτω, ένα συνονθύλευμα από ανίκανους και αδίστακτους φροντίζει για τις καθημερινές, τις τετριμμένες υποθέσεις του λαού, βγάζοντας διατάγματα για το ποιος θα διαβεί τη νεκρική πύλη, κυβερνώντας με περισσό θράσος, κρύβοντας την ολιγοσύνη τους πίσω από τα λαμπερά παράσημα και τις προσφωνήσεις, μα έχοντας συνάμα τόση μα τόση λίγη γνώση και συνείδηση της πραγματικότητας.

Σ’ αυτήν την αρένα καθόμαστε κι εμείς και βλέπουμε, θλιβεροί κλακαδόροι, σαν χάννοι χάσκοντας χαντακωμένοι, βομβαρδισμένοι από θεάματα, εντυπωσιασμένοι από την επίδειξη και το θεαθήναι, ζαλισμένοι στη θέα απ’ τα πειραγμένα βυζιά της συζύγου ενός Τάδε. Σαπίζουμε αργά από μέσα, μας τρώει από μέσα το σκουλήκι του τίποτα καθώς φροντίζουμε να τρώμε φρούτα και λαχανικά, να κάνουμε δίαιτες και να πίνουμε πολυβιταμινούχα ροφήματα, να διαβάζουμε ωροσκόπια και να κρατιόμαστε σε φόρμα με άπειρες ώρες στα γυμναστήρια. Οι πιο καλοί αποσύρονται είτε έχοντας χάσει από νωρίς το παιχνίδι στην κόντρα τους με την εξουσία είτε έχοντας αντιληφθεί εγκαίρως ότι το παιχνίδι είναι στημένο και δεν πρόκειται να υπάρξει αλλαγή. Επιστροφή στη σιωπή, στην ιδιωτεία, στον μικρόκοσμο, στις μικροπρέπειες και τις ευτέλειες της καθημερινότητας.

Αυτό το μικρό νησί αδικήθηκε από τη Μοίρα, τη Γεωγραφία και την Ιστορία, καθώς λένε. Μα εμένα μου φαίνεται αδικείται μόνο από τους ανθρώπους του, που μοιάζουν ικανοί για τα πάντα (για τα πάντα, όμως), που δεν μπορούν να συν-υπάρξουν, να συν-χωρέσουν, να μοιράσουν τον πόνο και να μοιραστούν τη χαρά, να αντικρίσουν την ψυχή τους. Εδώ, μου φαίνεται, διαλέξαμε τον φόβο, τη βία, την επιβολή ως τα νομίσματα συναλλαγών μας, την επιφάνεια, την πόζα, την υπερβολή ως τα χρηστά μας ήθη. Σ’ αυτήν την κολυμβήθρα με τ’ απόνερα βαφτίζουμε τα παιδιά μας, στο ψέμα και τη χειριστικότητα, ομνύουμε στη ζωή, αλλά συνεχίζουμε τη λατρεία του θανάτου, δείχνουμε στην ανατολή καθώς βαδίζουμε προς τη δύση. Κι έτσι, κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, μετράμε τις γνωριμίες μας την ημέρα και τις μονέδες μας τις νύχτες, αμπαρωμένοι σε μικρά φρούρια, περπατώντας σε κόκκινα χαλιά, ακονίζουμε τα μαχαίρια για επερχόμενο μακελειό και αναρωτιόμαστε ποιος θα είναι ο επόμενος. Όταν η πόρτα χτυπήσει τα μεσάνυχτα, θα είναι αργά πια για να μετανιώσεις...