Τα πρόσφατα
επεισόδια στον ποδοσφαιρικό αγώνα ΑΠΟΕΛ-ΑΕΛ έρχονται να μας υπενθυμίσουν
ορισμένες από τις βασικές κακοδαιμονίες του τόπου μας, με τον πιο εμφατικό
τρόπο μάλιστα. Κατά την άποψη μου το ζήτημα της αδυναμίας αντιμετώπισης της
βίας στον αθλητισμό δεν οφείλεται στην απουσία ή ενδεχόμενες ελλείψεις του
ισχύοντος νομικού πλαισίου. Αντίθετα, πάσχουμε σοβαρά στο ζήτημα της εφαρμογής
του από τα αρμόδια σώματα και όργανα της πολιτείας. Όσο κι αν ακούγεται
τετριμμένο και κλισέ, για όσο καιρό η αστυνομία δεν οργανώνει με σοβαρό τρόπο
την αστυνόμευση των αγώνων, τόσο θα εκχωρείται έδαφος στους ανεγκέφαλους να
επιδίδονται σε πράξεις βίας εναντίον της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της
περιουσίας συμπολιτών μας.
Απ' την άλλη
θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πιο εύκολη λύση είναι να ρίχνουμε την μπάλα
στο γήπεδο της αστυνομίας και με αυτόν τον τρόπο να αποφεύγουμε συναφή ζητήματα
που παραμένουν στο περιθώριο. Χωρίς να αποκλείω την ύπαρξη άλλων, θα κατέγραφα
τηλεγραφικά τα ζητήματα αυτά ως ακολούθως: οι σχέσεις των διοικήσεων με τους
οργανωμένους οπαδούς τους, η δημόσια παρουσία των εκπροσώπων τύπου των
σωματείων, οι κοινωνικές δυναμικές που οδηγούν στην εκδήλωση παραβατικών
συμπεριφορών, ο τρόπος λειτουργίας της ΚΟΠ, τα σημαντικά κεφάλαια
για συμβόλαια παικτών και τηλεοπτικά δικαιώματα, οι πελατειακές σχέσεις των
κομμάτων με τα αθλητικά σωματεία σε σημείο εξάρτησης και ελέγχου και η
συνεπαγόμενη συγκάλυψη και ατιμωρησία. Η απαρίθμηση αυτή δεν φιλοδοξεί να
καταγράψει στεγανές κατηγορίες ζητημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά.
Τουναντίον, η αλληλοσύνδεση τους είναι εμφανής, ειδικά αν αναλογιστεί κάποιος
τις διαπροσωπικές σχέσεις επικοινωνίας, ελέγχου και αλληλοεξυπηρέτησης που
ευδοκιμούν στο χώρο αυτό.
Κι αυτό με
φέρνει στο ζήτημα που δεν κουβεντιάζουμε ποτέ: το κράτος προσπορίζεται
σημαντικά οικονομικά οφέλη από το ποδόσφαιρο είτε με άμεσα έσοδα είτε με έμμεσα.
Ταυτόχρονα, είναι ένας σημαντικός υποστηρικτής των σωματείων είτε με την
χρηματοδότηση τους είτε με την προνομιακή μεταχείριση των οφειλών τους προς
αυτό. Επίσης, τα κόμματα επιμένουν να συντηρούν τις σχέσεις συγκοινωνούντων
δοχείων με τα σωματεία για να έχουν ευρύτερη πρόσβαση σε μεγάλες μερίδες του
εκλογικού σώματος και να επιτυγχάνουν την ευθυγράμμιση της οπαδικής υποστήριξης
με τις πολιτικές τους επιλογές και να ρυθμίζουν, κατά το δοκούν, τον θερμοστάτη
της αντιπαράθεσης και της πόλωσης. Η ανάμειξη κομματικών στελεχών στα
διοικητικά όργανα των σωματείων και του οργανωμένου αθλητισμού είναι η πιο
τρανή απόδειξη. Ανεξάρτητα από την παρατήρηση αυτή, ακόμα και στις περιπτώσεις
των σωματείων εντός των οποίων δεν κατέχει κάποιο κόμμα δεσπόζουσα θέση, η
δημόσια παρουσία των παραγόντων τους προάγει συχνά ένα κλίμα σύγκρουσης και
εχθρότητας, που υποθάλπτει τα επεισόδια που κατά καιρούς παρατηρούμε.
Καταληκτικά,
θα είχε ενδιαφέρον να ξέραμε, μέσα από τη διενέργεια μιας σοβαρής
κοινωνιολογικής μελέτης, τις κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους και προφίλ
των ατόμων που εμπλέκονται στα επεισόδια αυτά, ώστε να εξεταστεί η δυνατότητα
αντιμετώπισης των προβλημάτων που ενδεχομένως να συντελούν στα επεισόδια. Για
αυτά όμως χρειάζεται σοβαρότητα και
συναίσθηση ευθύνης από την πολιτική ηγεσία και ένα ισχυρό μήνυμα από την
κοινωνία μας προς αυτήν. Δεν είμαι πολύ βέβαιος ότι ανήκω στην πλειοψηφία...