29 Σεπτεμβρίου 2013

(Θρησκευτικές) απορίες




Μακαριώτατε, πριν λίγες μέρες είχατε πει: «Τους αγαπούμε αυτούς τους παρείσακτους, αυτούς τους παράνομους που ήρθαν, αλλά να πάνε στην πατρίδα τους. Δεν είναι ρατσιστικό αυτό, πεινά ο λαός μας, δεν θα έχουμε άλλους, αφού ο λαός μας έχει ανάγκη, να παν στη δική τους πατρίδα και να αναλάβουν την υποχρέωση οι συμπατριώτες τους, η κυβέρνησή τους και όχι η δική μας η κυβέρνηση».

Μακαριώτατε, αναρωτιέμαι πώς αυτή σας η δημόσια τοποθέτηση συνάδει με τον λόγο του Ευαγγελίου και το μήνυμα της αγάπης. Επιτρέψτε μου να γίνω συγκεκριμένος και να σας θυμίσω το εξής απόσπασμα από το Λευιτικόν, το οποίο κι εγώ μόλις πρόσφατα έμαθα: “Εὰν δέ τις προσέλθῃ ὑμῖν προσήλυτος ἐν τῇ γῇ ὑμῶν, οὐ θλίψετε αὐτόν ὡς ὁ αὐτόχθων ἐν ὑμῖν ἔσται ὁ προσήλυτος ὁ προσπορευόμενος πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἀγαπήσεις αὐτὸν ὡς σεαυτόν, ὅτι προσήλυτοι ἐγενήθητε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν”. Είμαι βέβαιος ότι εσείς αποκλείεται να το ξεχάσατε, ύστερα από 50 χρόνια ιεροσύνης.

Μακαριώτατε, δεν τηρώ τη θρησκευτική ζωή που επιτάσσει η Εκκλησία μας, αλλά πρέπει να σας πω ότι κάτι τέτοιες περικοπές αποτυπώνουν τις πεποιθήσεις μου και με συγκινούν. Αν ένας ξένος έρθει στη χώρα μας, να τον υποδεχθούμε και να τον μεταχειριστούμε σαν να ήταν αυτός συμπατριώτης μας γιατί κι εμείς κάπου αλλού παλαιότερα, ξένοι υπήρξαμε σε ξένη χώρα. Αναρωτιέμαι πώς συμβιβάζεται ο λόγος του Θεού, όπως καταγράφεται στην Αγία Γραφή, με τη δημόσια τοποθέτησή σας κι αν θα θέλατε σύντομα να αναθεωρήσετε.

Μακαριώτατε, όσο θα σκέφτεστε τα πιο πάνω, θα ήθελα να ρωτήσω, επίσης, πώς συμβαδίζει η επιχειρηματική δραστηριότητα της Εκκλησίας με το δίδαγμα του Ευαγγελίου. Επιτρέψτε μου να γίνω συγκεκριμένος και να σας θυμίσω το εξής απόσπασμα από το κατά Ιωάννην, όπου οι έμποροι στον Ναό έχουν μια… ενδιαφέρουσα συνάντηση με τον Ιησού: “καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστεράς, καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεε τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέστρεψε.”

Μακαριώτατε, η κυπριακή Εκκλησία έχει εξελιχθεί σε έναν κακόφημο οργανισμό. Εσείς θα ξέρετε πολλά από τα ανομήματα των ανθρώπων που τάχθηκαν να την υπηρετούν… Η οικονομική δραστηριότητά της έχει επισκιάσει στον δημόσιο βίο την πρωταρχική αποστολή της, η εικόνα που εκπέμπουν κάποιοι από τους προβεβλημένους ιεράρχες της είναι σε δυσαρμονία με το μήνυμα ζωής της, η επιθυμία για την άσκηση με άμεσο ή έμμεσο τρόπο κοσμικής εξουσίας μοιάζει ακόρεστη και ο επικεφαλής της προτιμά να παρεμβαίνει δημόσια για τις μετοχές της Τράπεζας Κύπρου, τη διάσωση της Ελληνικής Τράπεζας και για να υποστηρίξει θέσεις ενός ακραίου, μισαλλόδοξου και φανατισμένου μορφώματος.

Μακαριώτατε, το ξέρετε κι εσείς: ζούμε σε μια χώρα όπου το αυτονόητο είναι το πρώτο θύμα κάθε συζήτησης. Ωστόσο, επιτρέψτε μου να επιμείνω στα απλά: Ποιος είστε; Ποια η αποστολή της Εκκλησίας στη σύγχρονη Κύπρο; Ποιου οργανισμού επιθυμείτε να ηγείστε; Ποιο θα θέλατε να είναι το ηθικό στίγμα της υστεροφημίας σας; Ποιο είναι το πνευματικό μήνυμα που θέλετε να στείλετε στον κόσμο που θέλει να σας ακούσει;

22 Σεπτεμβρίου 2013

Ελλάδα




Με την τέχνη του Παύλου

Ήταν πολλοί με μπλούζες μαύρες κι επιγραφές,
άκου, ρε φίλε μου, αρχαιοελληνικές.
Μα εσύ τις κάφρικες τις ιδέες τους τις έφτυνες
και με τους στίχους σου την κόλαση τους έριχνες,
μέσα στο Πέραμα κι ύστερα Κερατσίνι
πίστευες μόνο «κοινωνική δικαιοσύνη».

Σε μια πατρίδα που κάθε μέρα
όλο και πιο βαθιά βυθίζεται μες τη χολέρα
του ναζισμού, του φασισμού
του πιο απόλυτου και βάρβαρου μισανθρωπισμού.

Που βλέπει ξένους κι όλο εχθρούς
παρουσιάζει στους ανθρώπους της
μόνο φανταστικούς,
για να μπορεί να τρέχει αίμα.
«Αίμα – τιμή – χρυσή αυγή»
όλοι οι φασίστες, τα μπατσόνια κι οι νεοναζί
δουλεύουνε μαζί.

Και όλα αυτά, για εκείνους ήτανε γιορτή.
Σε κάθε λήξη, στέκονταν προσοχή
και με το χέρι υψωμένο
λέγαν έναν ύμνο παραποιημένο.

Σε γνωρίζω από την κόψη
του μαχαιριού τη θανατερή.
Σε γνωρίζω από την όψη
την αρειοφυλική.

Με το αίμα βαμμένη
του Παύλου Φύσσα σάρκα σκισμένη
και σαν πρώτα «αντρειωμένοι»
 - τώρα κρυμμένοι
μέσα στον όχλο
χρυσαυγήτες γυμνασμένοι.

Μα, άκου αδελφέ μου,
Εκεί που πας, ένα να ξέρεις
Ότι την τέχνη, το τραγούδι σου
κι ό,τι πιστεύεις
είναι και άλλοι,
ηλιθίως μέχρι σήμερα
πολύ σιωπηλοί,
που τις πιστέψαν και τις ακούνε
και μες τον κόσμο ίσως μια μέρα
μόν’ αγάπη θα υπακούνε.

Για το ταξίδι που κινάς,
Ένα να ξέρεις, ένα να πεθυμάς,
πως εσύ κι εγώ
θα τους φωνάζουμε για πάντα:
«σιγά μη φοβηθώ».


15 Σεπτεμβρίου 2013

Θηριωδία, μνήμη, συμφιλίωση

-->




Τον Ιούνιο του 1944, τα SS προσέθεταν ένα ακόμη επεισόδιο στον μακρύ κατάλογο των θηριωδιών τους, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά το γαλλικό χωριό Oradour-sur-Glane στη Γαλλία. Είχαν προηγηθεί κι άλλες φρικτές πράξεις, όπως η εκθεμελίωση του χωριού της Κανδάνου στην Κρήτη και η δολοφονία περίπου 180 κατοίκων της. Στις 10 Ιουνίου 1944, λοιπόν, 642 άτομα, ανάμεσά τους και 247 παιδιά, δολοφονήθηκαν στο αλσατικό χωριό. Ήταν μια πράξη βαρβαρότητας, που κουβαλούσε το στίγμα του ακριβώς αντίθετου με τη λογική και την ανθρωπιά. Πριν λίγες μέρες, ο γερμανός Πρόεδρος επισκέφθηκε το χωριό σε μια κίνηση που εμφορούνταν από την πρόθεση να ζητηθεί συγγνώμη, να αναγνωριστεί η πράξη και τα θύματά της και να δοθεί μια δημόσια απολογία για το περιστατικό αυτό.



Τις ίδιες περίπου μέρες, μια άλλη είδηση, από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, προσγειώθηκε στον υπολογιστή μου: η Εθνική Ένωση Δικαστών της Χιλής ζήτησε συγγνώμη για τις ενέργειες των μελών της κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Πινοσέτ, παραδεχόμενη ότι την εποχή εκείνη οι δικαστές είχαν απεκδυθεί, τον βασικό τους ρόλο στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η δικτατορία είχε αφήσει πίσω της χιλιάδες νεκρούς και εξαφανισμένους αντιφρονούντες ή άτομα που θεωρήθηκαν από το καθεστώς ως εσωτερικοί εχθροί.



Ο κόσμος μας εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι σκληρός, βάρβαρος, απάνθρωπος, βίαιος. Η μεταπολεμική ευφορία που έφερε την άνοδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατοχύρωσή τους σε οικουμενικό και περιφερειακό επίπεδο ακολουθήθηκε από τις διαδοχικές δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής, τη διατήρηση του απαρτχάιντ και τους ολοκληρωτισμούς κάθε χρώματος που συνέτριψαν εκατομμύρια ζωές στις μυλόπετρές τους.



Ο δικός μας τόπος δεν αποτέλεσε εξαίρεση: για δεκαετίες η διακοινοτική σύγκρουση και η τουρκική εισβολή άφησαν πίσω χιλιάδες θύματα, τραύματα σε δύο γενιές ανθρώπων, εκατοντάδες αγνοούμενους, που όλο και πιο συχνά τελευταία ανακαλύπτονται με σαφείς ενδείξεις ότι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Η αντιπαλότητα κρατά για χρόνια, ή για να το πω με τον γλαφυρό τρόπο που το απέδωσε κάποιος άλλος για να εξηγήσει την αδυναμία επίλυσης του Κυπριακού: «έτρεξε πολύ αίμα ανάμεσά μας». Περί τούτου καμιά αμφιβολία: το νησί μας είναι γεμάτο από αγάλματα, μνημεία και πλάκες για τους πεσόντες, τους μάρτυρες και τους αγωνισθέντες, που δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις την πικρή γεύση της ιστορίας του.



Δεν υπάρχει όμως κανένα μνημείο, καμιά πλατεία και κανένας δημόσιος χώρος που να είναι αφιερωμένος στην ειρήνη, στη συμφιλίωση και στην υπόσχεση του «ποτέ ξανά». Η μνήμη εδώ κατευθύνεται μόνο στη διαιώνιση του πόνου, στη θεμελίωση της έχθρας και στην εμπέδωση της πεποίθησης ότι δεν είναι εφικτή η συνύπαρξη, βασισμένη στην ισοτιμία, στην αξιοπρέπεια και στην αναγνώριση του πόνου του άλλου. Για πολλά χρόνια η κρατική πολιτική και η κοινωνική καθημερινότητα ήταν στημένες πάνω σε αυτές τις αρνήσεις, σπρώχνοντάς μας όλο και πιο βαθιά να χωθούμε στα χαρακώματα που οι ίδιες είχαν σκάψει.



Προέρχομαι από μια γενιά της οποίας οι πατεράδες πλήρωσαν βαρύ τίμημα για τον πολιτικό μυωπισμό των ελίτ των περασμένων δεκαετιών – το αίμα που έτρεξε ανάμεσά μας, ανήκει εν μέρει και σε μένα. 39 χρόνια μετά το 1974, 50 μετά το 1963, 55 μετά το 1958 και ένας θεός ξέρει πόσα άλλα από τις εκάστοτε συγκρούσεις και τα θύματα που άφηναν πίσω, θα ήθελα να ανήκω στη γενιά που θα κλείσει τον κύκλο του αίματος και θα σταθεί πάνω από τα απομεινάρια των τουρκοκυπριακών χωριών και τους ελληνοκυπριακούς τάφους ή τα απομεινάρια των ελληνοκυπριακών χωριών και τους τουρκοκυπριακoύς τάφους, με πρόθεση απολογίας, ευθύνης, αναγνώρισης, μα πιο πολύ πίστης ότι τα δικά μας χέρια θα μείνουν καθαρά. Ελπίζω πως έχουμε ακόμα –λίγο– χρόνο για να το καταφέρουμε. Οι άλλοι μπόρεσαν, εμείς γιατί όχι;

8 Σεπτεμβρίου 2013

Άνευ βεβαιότητας



Κι έτσι, πριν ο μεταφορικός κόκορας λαλήσει, το καλοκαίρι σού έχει γυρίσει την πλάτη τρεις φορές και ακούς την πόρτα της εξόδου να τρίζει με έναν ήχο αποχαιρετισμού. Ε, τι γίνεται εδώ; Μένει αναπάντητη η διαμαρτυρία κι αναρωτιέσαι πότε πέρασαν οι ώρες, οι μέρες, τα επίμονα τριζόνια και η ισοπεδωτική ζέστη του μεσημεριού. Μικραίνουν οι μέρες, μεγαλώνει η κίνηση στον δρόμο, όλοι επιστρέφουν στα σπίτια τους κι οι συζητήσεις έχουν περισσότερες κατακλείδες και λιγότερους μέλλοντες διαρκείας. Είναι η ώρα που σκέφτεσαι από μέσα σου ότι –πάλι– δεν πρόλαβες να πεις αυτό που ήθελες, να αφηγηθείς τη δική σου εκδοχή και να νιώσεις τα μάτια των άλλων συγκεντρωμένα πάνω σου. Α, τώρα είναι η ώρα για να τραβήξεις τον μακρύ δρόμο του φθινοπώρου, ξέρεις, με τον αέρα, το ψιλόβροχο, τα θαμπά φώτα στους δρόμους, τη μαύρη μπίρα και τις Κυριακές τα βράδια στον όμιλο για σινεμά. Ας είναι, ας θυμάσαι το ξόδεμα και την αναβολή για να μην σου ξανασυμβούν, για να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ-πρωί, μην τυχόν και βαδίσεις με άγνοια ή, χειρότερα, με αμνησία στον ίδιο δρόμο, μόνο και μόνο για να συναντήσεις έναν γνώριμο τοίχο. Οι παλιές σημειώσεις σκόρπιες στο γραφείο, μερικά μηνύματα σε εκκρεμότητα και τα αδιάβαστα βιβλία στη βιβλιοθήκη, που μια ψυχούλα μου είπε προχθές ότι απ’ αυτά χαρακτηριζόμαστε κι όχι από αυτά που διαβάσαμε ήδη. Ίσως – ίσως κι όχι. Ποιος ξέρει; Αυτές τις μέρες θα πουλούσα σχεδόν οτιδήποτε για μια υποψία βεβαιότητας ή, έστω, καθαρής υπόσχεσης. Και λέω σχεδόν οτιδήποτε γιατί από μια περίεργη κοινωνική μηχανική ή μαζική ψυχολογία μου έχει περαστεί το μήνυμα να κρατάω και λίγο πίσω, μια μαγιά για μετά, κάτι λίγο για μένα μιας και ποτέ δεν ξέρεις... Νά ξανά η έλλειψη βεβαιότητας, που βρίσκει τρόπο να μπαίνει από την πίσω πόρτα των λογισμών. Ενδεχομένως να είναι και η απουσία μιας μεγάλης προσδοκίας ή ο φόβος να παραδεχθείς ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό σου πως έχεις πράγματι μια τέτοια. Ας πούμε, να σταθείς με ανοιχτά τα χέρια, σαν να ετοιμάζεσαι να αγκαλιάσεις κάποιον και να περιμένεις εκείνο το αίσθημα της πλήρωσης. Κι ο φόβος του κενού να σε βαραίνει ένα καντάρι τη φορά περισσότερο. «Λίγο είναι», λες, «με παίρνει», μέχρι που μια μέρα η παλιά σου δύναμη σε έχει εγκαταλείψει και δεν είναι η ώρα τώρα να βρούμε το γιατί και το πώς. Μόνο η απορία παραμένει κι όσα ανομολόγητα έχεις κουβαλήσει μέχρι εδώ και τώρα σου φαίνονται άχρηστα μπαγκάζια. Από κάπου μακριά έρχεται μια μυρωδιά βρεγμένου χώματος. Το μυρίζεις;


1 Σεπτεμβρίου 2013

Παρακμή




Νομίζω δεν χωράει πια καμιά αμφιβολία: διανύουμε μια παρατεταμένη περίοδο παρακμής και σήψης, που προχωράει άλλοτε με βραδείς κι άλλοτε με ταχείς ρυθμούς. Τα θολά νερά του δημόσιου βίου μας, μια έννοια που για τις ανάγκες αυτού του κειμένου περιέχει κάθε πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο (ή την απουσία αντίδρασης), λερώνουν ακόμα και τους πιο ανυποψίαστους περαστικούς.

Αυτές τις μέρες πολλά, μικρά και μεγάλα, διεκδικούν την προσοχή μου. Πολλές φορές αποπειρώμαι να τα ερμηνεύσω συστηματικά, να τα κατανοήσω δηλαδή ως μέρος μιας συνολικής κατάστασης πραγμάτων και όχι ως αδιάφορες τυχαιότητες. Ένα από τα πιο αποκαρδιωτικά συμπεράσματα των τελευταίων ημερών συμπυκνώνεται στη διαπίστωση ότι ακόμα και στις σημερινές συνθήκες το πλέον κυνικό παιχνίδι εξουσίας κρατάει καλά. Την ίδια ώρα η κοινωνία μας μοιάζει αδύναμη να βρει μέσα της σοβαρές και μετρήσιμες δυνάμεις ανανέωσης και αλλαγής.

Οι διεργασίες για την επόμενη μέρα στην Τράπεζα Κύπρου, οι επιλήψιμες σχέσεις ορισμένων πολιτικών με μερίδα του οικονομικού κατεστημένου, η εξόφθαλμη διαπλοκή που συναντάει κανείς, η στοχοποίηση πολιτικών προσώπων, η οπισθοδρόμηση στον τομέα της παιδείας και η ολοκληρωτική παράδοση της εκπαίδευσης σε θρησκευτικούς αναχρονισμούς, η υπεράσπιση των μικρών βασιλείων στη δημόσια υπηρεσία, το ηθικό τέλμα που βιώνουμε στο Κυπριακό, η αλληλοεπίρριψη ευθυνών από όσους είχαμε εμπιστευθεί να χειρίζονται έντιμα τις θέσεις ευθύνης τους, η απουσία σοβαρής κοινωνικής αντίδρασης και άλλα που θα καταλάμβαναν πολύ χώρο, αν απαριθμούνταν, αποτελούν τα συμπτώματα και τις διαφορετικές πτυχές της συνεχιζόμενης παρακμής μας.

Απέναντι σε όλα αυτά είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο, να αντιτάξεις κάτι, να προβάλεις αντίσταση. Φωνάζεις, καταντώτας γραφικός, σωπαίνεις, κι αποσύρεσαι στην ιδιωτεία του προσωπικού και οικογενειακού βίου. Κανείς δεν θα αλλάξει τον τόπο, αφού κανείς δεν έχει κίνητρο, λόγο, τρόπο και συνοδοιπόρους. Ορισμένες φορές διαπιστώνω ότι παραδόξως οι πολλοί μοιάζουν ευχαριστημένοι με το μικρό “κάτι” τους κι ότι αυτό πολεμούν να υπερασπιστούν και να το αυγατίσουν. Άλλοι, πάλι, καίγονται για εξόδους σε νέα στέκια, άλλοι ψάχνουν το γρήγορο κι εύκολο χρήμα κι άλλοι κάθονται αυτάρεσκα στη βεράντα του ιδιόκτητου σπιτιού τους, με την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος μπορεί να καεί, εκτός από τα 200 τετραγωνικά μέτρα της κατοικίας τους. Κι όμως, οι μικροαστικές αυταπάτες αυτού του είδους, ζωτικές και διάχυτες στην καθημερινή ζωή μας, έρχονται σε φανερή αντίφαση με τον ηθικίστικο τόνο που συνοδεύει μερικές από τις συλλογικές συμπεριφορές μας, όπως η συλλογή τροφίμων σε συναυλίες και ο καθωσπρεπισμός στις πολιτικές επιλογές και δηλώσεις, όπως η επίκληση της ενότητας με κάθε αφορμή.

Αναρωτιέμαι αν είναι αναστρέψιμη μια τέτοια πορεία, ποιες κοινωνικές συνθήκες απαιτούνται για ένα τέτοιο εγχείρημα, κατά πόσον υπάρχει χρόνος για να επενδυθεί σε μια τέτοια απόπειρα και αν στο τέλος θα μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε ότι αυτή η προσπάθεια θα είχε ως αποτέλεσμα αυτό το κάτι διαφορετικό που ακούω κάποιες φορές να σιγοψιθυρίζεται στις παρέες…

25 Αυγούστου 2013

Θα έρθει η μέρα μας




Το να μεγαλώνεις σε μια πόλη όπως η Λευκωσία ήταν μια περίεργη υπόθεση, που σε κάποιους από μας άφησε μια ημιτελή αίσθηση προσανατολισμού. Καθώς περπατούσες στην παλιά πόλη, συναντούσες συχνά βαμμένα βαρέλια, σκοπιές και ενδείξεις που σε κατεύθυναν δυτικά ή ανατολικά, απαγορεύοντας ή προειδοποιώντας σε για το ενδεχόμενο να κινηθείς βόρεια. Ακόμα συναντάς τέτοιες εικόνες, οι οποίες είναι γερά εμπεδωμένες στη συνείδησή μας. Έτσι έμοιαζε η μικρή μας πόλη από τον καιρό που τη θυμόμαστε. Για δεκαετίες, δεν μπορούσαμε να περάσουμε απέναντι και βρίσκαμε τον ίδιο περιορισμό, ξανά και ξανά σε κάθε παράλληλο δρόμο.

Το 2003 έφερε τη μερική άρση των περιορισμών. Στις μέρες μας είναι δυνατό να περάσει κανείς πεζή απέναντι από δύο καθορισμένα σημεία διέλευσης, αφού συμμορφωθεί με διάφορες διατυπώσεις. Το να επιστρέψεις πίσω συνεπάγεται να σε πιάνει ψιλοκουβέντα ο εκάστοτε ελληνοκύπριος αστυνομικός έτσι ώστε να μπορέσει να διακρίνει και να αναγνωρίσει αν είσαι Ελληνοκύπριος ή ξένος, χωρίς ωστόσο να γίνονται ταυτόχρονα επίσημοι έλεγχοι ταυτοτήτων ή άλλων εγγράφων. Εδώ είναι ένα σύνορο που δεν είναι σύνορο, μια σύγκρουση που δεν είναι σύγκρουση, ένα κράτος που δεν είναι κράτος, μια νοητή γραμμή που μπορείς να την περνάς μόνο με έναν τρόπο.

Την πρώτη φορά που περάσαμε απέναντι, συνειδητοποιήσαμε ότι η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στην άλλη πλευρά, μόνο που από δω ήταν κόκκινα και λευκά βαρέλια που εμπόδιζαν την ελεύθερη κυκλοφορία. Η διαπίστωση ότι οι συμπατριώτες μας στον βορρά είχαν σκοντάψει πάνω στα ίδια εμπόδια, αλλά από την άλλη πλευρά, μας άφησε ένα περίεργο αίσθημα, αφού επρόκειτο για άτομα της δικής μας ηλικίας, με τα ίδια όνειρα, που έβγαιναν με μπίρες με τους φίλους τους, όπως κι εμείς, που άκουγαν πιθανότατα την ίδια μουσική με εμάς, που ζούσαν μερικά μόνο βήματα μακριά από τα δικά μας σπίτια, αλλά που αγνοούσαμε την ύπαρξη ο ένας του άλλου.

Αν ήμασταν τυχεροί, θα συναντούσαμε ορισμένους από αυτούς σε πανεπιστήμια ανά την υφήλιο, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο ή τις ΗΠΑ. Κι εδώ ήταν μια από τις ειρωνείες του πράγματος, το ότι δηλαδή έπρεπε να ταξιδέψουμε χιλιάδες μίλια μακριά από την κοινή μας πατρίδα για να συναντηθούμε, ενώ ενδεχομένως και να ζούσαμε σε μια απόσταση που θα μπορούσε να διανύσει κανείς μέσα σε 10 λεπτά με το αυτοκίνητο. Αυτή ήταν, και είναι ακόμη, μια από τις σχιζοφρένειες του Κυπριακού προβλήματος και μια από τις συνέπειες του διαχωρισμού και της διαίρεσης επί του εδάφους, του πληθυσμού και των μυαλών των ανθρώπων.

Το όνειρο, που όσο πάει και ξεφτίζει και το ανακαλούμε όλο και πιο αραιά, είναι ότι μια μέρα, ελπίζουμε σύντομα, το να κάνεις μια ανέμελη βόλτα στη Λευκωσία δεν θα συμπεριλαμβάνει το τρακάρισμα σε βαρέλια, απαγορευτικές πινακίδες και απομεινάρια φυλακίων. Ίσως έτσι θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια πλήρη αίσθηση προσανατολισμού – επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή μας.


Ο Νικόλας Κυριάκου δεν θα ήθελε να είναι ένας άνθρωπος που μιλάει μόνο με επιρρήματα.

18 Αυγούστου 2013

Μια γυναίκα

-->


Σήμερα που σου γράφω είναι Δευτέρα, 12 του Αυγούστου του 2013. Είναι μια ήσυχη Δευτέρα, ο ήλιος πάει να πέσει και φυσάει ελαφρώς. Η Λευκωσία έχει εκείνη την ωραία απογευματινή όψη της, το φως λαμπιρίζει πάνω στην πουρόπετρα ή αντανακλάται βίαια πάνω στις πολυκατοικίες των περιχώρων. Σήμερα που λες μια Κύπρια, μια γυναίκα, η Doğuş Derya μίλησε με τις λέξεις που αιώνες πρόσμεναν οι νεκροί κι οι αδικημένοι να ακούσουν σε αυτό το νησί. Είπε περίπου τα εξής:

«Ορκίζομαι στην ανθρώπινη μου τιμή ότι θα εργαστώ για τον οποιοδήποτε ζει στην Κύπρο με στόχο να μη θυματοποιηθεί εξαιτίας της γλώσσας, της θρησκείας, της φυλής, του τόπου γέννησης, της κοινωνικής τάξης, της ηλικίας, της φυσικής ικανότητας, του φύλου ή του σεξουαλικού προσανατολισμού, ότι θα προσπαθήσω για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος δικαιοσύνης και ισότητας όπου η εργασία δε θα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, ότι θα επιδιώξω την αντικατάσταση της κουλτούρας της σύγκρουσης και της βίας με τη θεμελίωση των αξιών της ειρήνης και της συναίνεσης, ότι θα μείνω αφοσιωμένη στις αξίες του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ότι δε θα παραιτηθώ από το όραμα της εγκαθίδρυσης μιας ομοσπονδιακής Κύπρου».
 

Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι αν τα καταφέρουμε ποτέ να φτιάξουμε αυτή την ομοσπονδιακή πολιτεία - ναι, εμείς, η γενιά μας που εκμαυλίστηκε συνειδησιακά, για να λοιδορηθεί μετά ως απολιτίκ - λέω, λοιπόν, να μνημονεύουμε αυτά τα λόγια ως τα λόγια που άνοιξαν την πόρτα σε μια νέα Κύπρο. Αν το λύσουμε, εμείς, εσείς, εγώ κι εσύ, τότε να θυμόμαστε ότι μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι, μέσα στο περιβάλλον της πιο διάχυτης στρατοκρατίας, εδώ σ’ αυτό το νησί που έχει γίνει ναός του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας, που κρύβει μέσα στη γη του τόσους νεκρούς, που κουβαλά το άχθος και το άγος τόσων αδικοσκοτωμένων, ότι βρέθηκε ένας άνθρωπος, μια γυναίκα, να μιλήσει απλά και να ψιθυρίσει τα λόγια της λογικής, του ονείρου και της προσδοκίας κόντρα στους ανέμους και τις θύελλες του μίσους, του διαχωρισμού και της βίας που συνηθίσαμε τόσο πολύ.

Σήμερα που το να ποντάρει κανείς στους λόγους των μνημοσύνων για να κερδίσει λίγες περισσότερες ψήφους φιγουράρει ως φυσιολογική πολιτική πράξη, που οι εσωτερικές κυβερνητικές ισορροπίες επιτάσσουν επιφυλακτικές κινήσεις, που οι πολλοί φαίνεται να προτιμούν πια τη συνέχιση του status quo παρά την προοπτική της λύσης, σήμερα έχουμε περισσότερο ανάγκη από ανθρώπους όπως η Doğuş για να μας θυμίζει το όνειρο μέσα μας, ότι απέναντι υπάρχουν συνοδοιπόροι και σύμμαχοι, ότι το να υποστηρίζεις την ειρηνική συμβίωση, την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σεβασμό στη μικρή ή μεγάλη διαφορετικότητα του καθενός δεν είναι ξεπερασμένο, ανέφικτο και χιμαιρικό. 

Φάγαμε πολύ ρεαλισμό και πατριδογνωσία από τους απατεώνες, καιρός για λίγο όνειρο και προοπτική από αληθινούς ανθρώπους, δεν νομίζετε;

11 Αυγούστου 2013

Οι κανονικοί άνθρωποι




Τους συνάντησα ένα μεσημέρι Κυριακής σε μια παραλία έξω από τον Μαζωτό. Εκεί που δεν έχει ξαπλώστρες, οργανωμένες παραλίες, beach bars, γκόμενες με brazilian και καρπουζί νύχι, δίπλα σε φουσκωτούς τύπους με μούσια και τατουάζ. Ήταν μια πενταμελής οικογένεια που κουβαλούσε τα απολύτως απαραίτητα για την παραλία και το φαγητό της. Βούτηξαν, έφαγαν, γέλασαν, λιάστηκαν για ώρα. Δεν ενόχλησαν με υστερικές φωνές – πήραν όσο χώρο τους αναλογούσε λογικά σε μια παραλία με πέτρες και πέρασαν ένα κανονικό απόγευμα μαζί. Κανονικοί άνθρωποι.

Άκουσα, επίσης, γι’ αυτούς από διηγήσεις άλλων: είναι άνθρωποι που ζουν ακόμα στους ρυθμούς της ανταλλακτικής οικονομίας των χωριών, που ξέρουν να δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους με πεσκέσια και καθημερινές, ίσως ασήμαντες, χειρονομίες. Καλάθια με φρούτα, παραγωγή της εποχής, απλώς και μόνο επειδή έτυχε να τους κάνεις μια μικροδιεκπεραίωση ή να τους πεις μια κουβέντα παραπάνω, εκεί που άλλοι χτίζουν τοίχους στα αυτιά τους. Κανονικοί άνθρωποι.

Τους βλέπεις κάποιες φορές στα πάρκα με καφέ και νερό στο χέρι να περπατούν ή να κάθονται στα παγκάκια, όταν γύρει λίγο ο ανηλεής ήλιος του τόπου μας. Κατ’ ακρίβειαν, μιλούν μεταξύ τους, για πράγματα της μέρας καθημερινά, ή για πιο σοβαρά και βαθιά της ψυχής τους. Κοινωνούν και επικοινωνούν όπως χρόνια και χρόνια κάνουν οι άνθρωποι: κάτω από τον ήλιο, κάτω απ’ τα αστέρια, στο σκάσιμο του κύματος σε μια παραλία. Η εύκολη λύση θα ήταν να παρασυρθούν από τις μόδες του συρμού, να ταμπουρωθούν με εκατοντάδες άλλους μέσα σε ένα mall, σε έναν κλιματιζόμενο χώρο και να ανακατεύουν ένα freddo cappuccino για ώρες. Κανονικοί άνθρωποι.

Τους σκέφτομαι όλους αυτούς στις πιο αναπάντεχες στιγμές της δικής μου εργασιακής μέρας, όταν βυθίζομαι σε ωκεανούς εγγράφων και σε ατέρμονες τηλεφωνικές συνομιλίες με τον τάδε επικεφαλής ή τον δείνα διευθυντή, που πολιορκεί τον ακουστικό μου πόρο με εξειδικευμένους όρους και την κεκαλυμμένη ευθυνοφοβία του απέναντι σε οτιδήποτε απαιτεί απόφαση, ενώ την ίδια ώρα κρατώ σημειώσεις για τις, επείγοντος χαρακτήρος, εκκρεμότητές μου. Κατά κάποιο τρόπο, είναι η δική μου έξοδος κινδύνου, το κουμπί πανικού, το σουπερ-όπλο που βρίσκει κανείς σε ηλεκτρονικά παιχνίδια. Απέναντι σε αυτή την αδιάκοπη βαβούρα που φοράει το προσωπείο της σοβαρότητας, του επαγγελματισμού και της εξουσίας, έχω βρει αυτή την παράδοξη τεχνική για να ξεφεύγω και να θυμάμαι ότι ο πραγματικός κόσμος δεν είναι πάντα έξω, αλλά και μέσα μας, ότι το αντικείμενο της εργασίας μας δεν μας καθορίζει ολοκληρωτικά κι ότι δεν ζούμε για να δουλεύουμε, αλλά δουλεύουμε για να ζούμε. Πιο πολύ, ότι ο εγκλεισμός μας σε γραφεία, οι περιώνυμες white collar jobs, κουβαλούν μαζί τους κάτι το εγγενώς αντίθετο στην ανθρώπινη φύση μας, που μεταμορφώνει πολλούς από εμάς σε απλούς διαβιβαστές μηνυμάτων ή εκτελεστές άνωθεν οδηγιών, χωρίς ταυτόχρονα να μας επιτρέπει να αναστοχαζόμαστε κριτικά για το τι κάνουμε, γιατί το κάνουμε, ποιοι είμαστε και πού θέλουμε να πάμε. Υποψιάζομαι ότι πέρα από τη λειτουργία αυτού του σχήματος στο προσωπικό-καθημερινό επίπεδο, ανάλογες σκέψεις, προεκτάσεις και συσχετισμοί μπορούν να γίνουν και για τη λειτουργία της κοινωνίας μας. Σ’ αυτήν όπου υπάρχουν ακόμα ευτυχώς κανονικοί άνθρωποι.



Ο Νικόλας Κυριάκου τη Δευτέρα το βράδυ θα σταθεί χωρίς ομπρέλα κάτω από τη βροχή των Περσείδων.

4 Αυγούστου 2013

ΕΔΑΔ και μεταναστευτικό




Στις 23 Ιουλίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Κύπρο για την παράνομη κράτηση και απέλαση ενός Σύρου, επιδικάζοντας το ποσό των 10 χιλ. ευρώ ως αποζημίωση. Το κείμενο της απόφασης εδώ εκτείνεται σε 67 απτές σελίδες, όπου με περισσή ενάργεια και γλαφυρότητα περιγράφονται οι πράξεις και οι παραλείψεις των οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και η αξιολόγησή τους σε σχέση με τα ελάχιστα επίπεδα προστασίας που ορίζει η σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το αγαπημένο μου απόσπασμα από την απόφαση σε ανεπίσημη μετάφραση έχει ως εξής:

"Το Δικαστήριο παρατηρεί επιπλέον ότι τα διατάγματα απέλασης και κράτησης βασίζονταν προδήλως σε λάθος των αρχών. Αφού η αίτηση ασύλου του προσφεύγοντος εξακολουθούσε να βρίσκεται στη διαδικασία επανεξέτασης επανεξέταση, αυτός συνέχιζε να έχει το πλεονέκτημα του ανασταλτικού αποτελέσματος. Ωστόσο, παρά αυτό το λάθος, τα διατάγματα εναντίον του προσφεύγοντος συνέχισαν να παραμένουν σε ισχύ για περισσότερο από δύο μήνες, στη διάρκεια των οποίων η επανεξέταση του αιτήματος ασύλου εξακολουθούσε να διεξάγεται και ο προσφεύγων δεν απελάθηκε στη Συρία μόνο και μόνο επειδή ήταν σε εφαρμογή ο Κανονισμός 39. Καμία εσωτερική αποτελεσματική θεραπεία δεν ήταν διαθέσιμη για να αντιμετωπιστεί αυτό το λάθος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημειώνει την απουσία αποτελεσματικών διασφαλίσεων που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τον προσφεύγοντα από τη λανθασμένη απέλαση κατά τον κρίσιμο χρόνο”.

Στο εγγύς μέλλον το Δικαστήριο αναμένεται να εκδικάσει ακόμα σαράντα περίπου προσφυγές, οι οποίες πηγάζουν από τα ίδια πραγματικά γεγονότα. Το ενδεχόμενο νέων καταδικών της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν θα πρέπει να αποκλείεται. Ένας απλός πολλαπλασιασμός του αριθμού των προσφυγών με το επιδικασθέν ποσό αποτυπώνει με τον πιο απτό τρόπο το κόστος της κακοδιοίκησης και της διατήρησης των μικρών βασιλείων εντός των αρμόδιων υπηρεσιών. Eκτός από τη δυσάρεστη θέση στην οποία τοποθετείται το κράτος μας εντός του Συμβουλίου της Ευρώπης, αυτό το ποσό είναι μέρος του πραγματικού οικονομικού κόστους για την Κυπριακή Δημοκρατία και κατ’ επέκταση για τους φορολογούμενους.

Δυστυχώς η απόφαση θάφτηκε από τα ΜΜΕ αλλά και από ορισμένους κατά τα άλλα λαλίστατους βουλευτές, οι οποίοι κατά καιρούς είχαν τροφοδοτήσει με λαϊκίστικο τρόπο τη δημοσιοποίηση των επιταγών με ποσά μερικών χιλιάδων ευρώ, τα οποία αφορούσαν οικονομικά βοηθήματα προς πολιτικούς πρόσφυγες ή αιτητές ασύλου. Δυστυχώς, η απόφαση αυτή δεν φαίνεται να κινητοποιεί μια πραγματική συζήτηση για τον αδιαφανή, καταχρηστικό και παράνομο, σύμφωνα με άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και της παρούσας του ΕΔΑΔ, τρόπο λειτουργίας των αρμόδιων κρατικών οργάνων.

Ένας από τους λόγους που εξηγεί αυτή την αδράνεια είναι, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, η έλλειψη πολιτικής βούλησης. Μαζί και η υποβόσκουσα ιδεολογική προσέγγιση στο θέμα που συμπυκνώνεται στη χρυσαυγίτικης έμπνευσης τοποθέτηση ότι οι μετανάστες στερούν το ψωμί των Κυπρίων. Όσο δεν αλλάζουμε μυαλά και πολιτικές, θα υπάρχουν (ελπίζω) και οι εξωτερικοί κριτές για να θυμίζουν ότι στραβά αρμενίζουμε.




28 Ιουλίου 2013

Καληνύχτα Κεμάλ



Ας ησυχάσουμε επιτέλους όλοι όσοι σκεφτήκαμε τον κόσμο ανάποδα. Η παιδεία δεν θα αλλάξει κανέναν. Επειδή η παιδεία δεν θα αλλάξει η ίδια. Οι καθηγητές και οι δάσκαλοι θα μείνουν οι ίδιοι. Τα αναλυτικά προγράμματα θα αντιστέκονται για πάντα. Οι γραφειοκράτες του υπουργείου δεν θα παίρνουν από λόγια. Το βαθύ κράτος θα δυστροπεί, θα αρνείται να αλλάξει, κάποτε θα αγριεύει. Οι νέοι πολίτες δεν θα είναι υπεύθυνοι και ελεύθεροι. (Ποτέ δεν ήταν.) Οι μειοψηφίες θα φυραίνουν, οι εφημερίδες θα μιλάνε με την ίδια φωνή, οι καλοδεμένες γραβάτες θα διατάζουν τους ανθρώπους. Στα γραφεία οι αρμόδιοι θα συμπληρώνουν έντυπα, θα μεταφέρουν φακέλους στα αρχεία, ο κόσμος όλος θα είναι καταχωρισμένος με αριθμό πρωτοκόλλου. Οι άνθρωποι δεν θα έχουν πρόσωπο, όνομα και έτος γέννησης, αλλά αύξοντα αριθμό, σειρά προτεραιότητας και έννομο συμφέρον. Ο Κάφκα θα υποχρεούται να γεννιέται κάθε μέρα. Οι ποιητές θα πνίγονται σε θλιβερούς ακκισμούς, οι λογοτέχνες θα μαλώνουν διαδικτυακά, κανείς δεν θα γράφει τίποτα άξιο να διαβαστεί ή να απευθυνθεί σε κάποιον. Ένα κορίτσι που διαβάζει, θα γράφει στα κρυφά ποιήματα, κι ύστερα θα τα κρύβει σε τσακισμένες σελίδες βιβλίων και μεταλλικά κουτιά. Θα τρέμει μην τυχόν και το ανακαλύψει η κανονικότητα. Οι εραστές θα πεθαίνουν επειδή δεν θα σκέφτονται ποτέ ο ένας τον άλλο. Στο τμήμα αλλοδαπών οι άνθρωποι θα σφραγίζονται μόνιμα στο αριστερό τους χέρι, οι αιτήσεις θα απορρίπτονται, οι πόρτες του παραδείσου θα είναι σφαλιστές για πάντα και τα κλειδιά χαμένα. Όσοι είναι μέσα, ας ζήσουν. Όσοι είναι έξω, ας βρουν τρόπο να επιβιώσουν. Όποιο χέρι θα περνάει μέσα από τα κάγκελά του θα κόβεται, όποιο ξεγελά θα διώκεται απηνώς. Οι κλέφτες θα γίνουν τιμητές, οι τίμιες θα εκπορνεύονται, οι δόλιοι -φοβάμαι ακόμα κι αυτοί- θα γίνουν κήνσορες, οι φασίστες θα περιφρουρούν την ελευθερία του λόγου μας. Οι ρήτορες θα μιλούν για λεφτά κι από το στόμα τους θα στάζουν διαρκώς νομίσματα επιλήψιμων συναλλαγών. Οι παραδόσεις θα υπάρχουν για να σφυρηλατούνται, τα παιδιά θα ρίχνονται στο στόμα του Θηρίου, οι αλληλέγγυοι θα χλευάζονται ως μαλάκες κι οι υπόλοιποι θα κοιτάμε τη δουλειά μας. Στα μάτια των ανθρώπων θα κατοικοεδρεύει το κενό, τα λόγια του έρωτα θα ακούγονται σαν αφόρητες ανοησίες μιας περασμένης εποχής και τα ρήματα θα κλίνονται μόνο στο πρώτο ενικό. Οι δικαστές θα προσπαθούν να αρθρώσουν τις άλλοτε φοβερές τους λέξεις, αλλά θα μένουν μουγκοί στην έδρα. Οι ιερείς θα οδηγούνε τα πλήθη με στεντόρεια φωνή προς την απώλεια, μα ο Θεός αδιάφορος θα γονατίζει πάνω στο στήθος μας με το δεξί Του γόνατο. Ο χρόνος δεν θα φτάνει σε κανέναν, οι προθεσμίες θα απάγουν τις ζωές μας, οι υποχρεώσεις θα βιάζουν τις αναμνήσεις μας. Φοβάμαι για τις βεβαιότητες που αναδύονται σήμερα, για τους εφιάλτες που μας περιμένουν αύριο, για όσους έσπειραν προσευχή σε μέρος άγονο μόνο και μόνο για να τους ξεριζώσει την καρδιά ο Μέγας Θεριστής, για όσους πέθαναν άγνωστοι, αδικαίωτοι κι αμνημόνευτοι. Φοβάμαι μήπως είμαι κι εγώ ένα απλό μέλος αυτής της μεγάλης στρατιάς των τετρωμένων - και δεν μου το έχει πει κανένας.