7 Σεπτεμβρίου 2014

Υγρασία


Το φθινόπωρο έφτασε με απρόσμενη ακρίβεια. Το βράδυ της τριακοστής πρώτης Αυγούστου προς πρώτη Σεπτεμβρίου, την ώρα που οι δείκτες του ρολογιού έδειξαν δώδεκα ακριβώς, ένας βιαστικός και ήρεμος αέρας σάρωσε την παλιά Λευκωσία, σφάλισε μερικά παραθυρόφυλλα και οι διά την αγάπην σαλοί οσμίστηκαν την υγρασία που έφτανε, σαν παλιός αγγελιαφόρος από τη Δύση. Για αυτούς τους τρελούς δεν μιλούσαμε ποτέ στον τόπο μας. Υπήρχαν, τους βλέπαμε, ανεχόμασταν την παρουσία τους και καταπίναμε όλες τις ιδιορρυθμίες τους. Αλλά δεν μιλούσαμε γι’ αυτούς. Μερικές στιγμές γίνονταν ανυπόφοροι με την επιμονή τους να μας τραβάνε απ’ το μανίκι, όσο εμείς επιμέναμε να συμπληρώνουμε έντυπα, να σφραγίζουμε αιτήσεις και να δίνουμε αριθμούς πρωτοκόλλου. Οι λογιστές συνέχιζαν να καταχωρούν εγγραφές, συν, πλην, απαλλαγή, έκπτωση κι οι δικηγόροι επικαλούνταν υπέρτερης τυπικής ισχύος νομοθετήματα, και ειδικά το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο (γ) ή κάπως έτσι, φανφαρόνικα και αλαζονικά. Από αυτά και άλλα παρόμοια ασήμαντα, αρνούμασταν να σταματήσουμε, μέσα στη διαρκή μας κίνηση ζούσαμε ακίνητοι, αντί να παρατηρήσουμε με σιωπηρό θαυμασμό το θρόισμα, την πτώση ενός φύλλου ή τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος. Τα σώματά μας στέρευαν αργά από χυμό και ζωή, και δινόμασταν μόνο σε εμμονικές ηδονές. Όχι δεν σκέφτομαι ναρκωτικά και τα τοιαύτα, αλλά κάτι διαφορετικό, μόνο που οι λέξεις μού διαφεύγουν με τον ίδιο τρόπο που περνά ο αέρας απ’ τα δάκτυλα καθώς  έχεις το χέρι σου κόντρα στον άνεμο. Ύστερα από τόσο διάβασμα και τόση ομιλία, χαρτάκια, σκονάκια, σημειώσεις, απόπειρες επικοινωνίας, βάλε skype, messenger και όλα τα παραφερνάλια της ψηφιακής επικοινωνίας, αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε πια να αρκούμαστε στη σιωπή. Αναλογιστείτε αυτό, σαν βιβλίο του Σαραμάγκου: για μία ημέρα μόνο, ο καθένας μας σωπαίνει, μουγκαίνεται και διεκπεραιώνει τα της κάθε μέρας του χωρίς εκφορά λόγου. Τα στόματα κλείνουν, οι λέξεις κλειδώνονται και απομένουμε μόνο με τη γραφή και τη νοηματική. Α, και τα μάτια! Θα κοιταζόμαστε βαθιά, θα νιώθουμε μέσα απ’ αυτά. Ο πόνος θα φέρνει την αγωνία, τη διαστολή της ίριδας, η ηδονή το κλείσιμο και βαθιά βλέμματα, σαν καταβύθιση στους άγνωστους ωκεανούς του Άλλου. Κι οι θάλασσες Του θα σμίγουν με τις δικές μας, θα πλημμυρίζουν   τα σαλόνια, οι δρόμοι, οι κήποι. Και τότε θα βρίσκουμε νόημα. «Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων», δεν το ’πα εγώ, το έγραψε ο Λειβαδίτης, και το αντάμωσα σε μια διαδικτυακή μου βόλτα, σαν να συνάντησα ένα αδέσποτο σκυλί, που σ’ ακολουθεί μέχρι το σπίτι. Έξω έχει μαζέψει σύννεφα, μυρίζεσαι κι εσύ την υγρασία;

Δεν υπάρχουν σχόλια: