Το να μεγαλώνεις σε μια πόλη όπως η Λευκωσία ήταν μια
περίεργη υπόθεση, που σε κάποιους από μας άφησε μια ημιτελή αίσθηση
προσανατολισμού. Καθώς περπατούσες στην παλιά πόλη, συναντούσες συχνά βαμμένα
βαρέλια, σκοπιές και ενδείξεις που σε κατεύθυναν δυτικά ή ανατολικά,
απαγορεύοντας ή προειδοποιώντας σε για το ενδεχόμενο να κινηθείς βόρεια. Ακόμα
συναντάς τέτοιες εικόνες, οι οποίες είναι γερά εμπεδωμένες στη συνείδησή μας.
Έτσι έμοιαζε η μικρή μας πόλη από τον καιρό που τη θυμόμαστε. Για δεκαετίες,
δεν μπορούσαμε να περάσουμε απέναντι και βρίσκαμε τον ίδιο περιορισμό, ξανά και
ξανά σε κάθε παράλληλο δρόμο.
Το 2003 έφερε τη μερική άρση των περιορισμών. Στις μέρες
μας είναι δυνατό να περάσει κανείς πεζή απέναντι από δύο καθορισμένα σημεία
διέλευσης, αφού συμμορφωθεί με διάφορες διατυπώσεις. Το να επιστρέψεις πίσω
συνεπάγεται να σε πιάνει ψιλοκουβέντα ο εκάστοτε ελληνοκύπριος αστυνομικός έτσι
ώστε να μπορέσει να διακρίνει και να αναγνωρίσει αν είσαι Ελληνοκύπριος ή
ξένος, χωρίς ωστόσο να γίνονται ταυτόχρονα επίσημοι έλεγχοι ταυτοτήτων ή άλλων
εγγράφων. Εδώ είναι ένα σύνορο που δεν είναι σύνορο, μια σύγκρουση που δεν
είναι σύγκρουση, ένα κράτος που δεν είναι κράτος, μια νοητή γραμμή που μπορείς
να την περνάς μόνο με έναν τρόπο.
Την πρώτη φορά που περάσαμε απέναντι, συνειδητοποιήσαμε
ότι η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στην άλλη πλευρά, μόνο που από δω ήταν
κόκκινα και λευκά βαρέλια που εμπόδιζαν την ελεύθερη κυκλοφορία. Η διαπίστωση
ότι οι συμπατριώτες μας στον βορρά είχαν σκοντάψει πάνω στα ίδια εμπόδια, αλλά
από την άλλη πλευρά, μας άφησε ένα περίεργο αίσθημα, αφού επρόκειτο για άτομα
της δικής μας ηλικίας, με τα ίδια όνειρα, που έβγαιναν με μπίρες με τους φίλους
τους, όπως κι εμείς, που άκουγαν πιθανότατα την ίδια μουσική με εμάς, που
ζούσαν μερικά μόνο βήματα μακριά από τα δικά μας σπίτια, αλλά που αγνοούσαμε
την ύπαρξη ο ένας του άλλου.
Αν ήμασταν τυχεροί, θα συναντούσαμε ορισμένους από αυτούς
σε πανεπιστήμια ανά την υφήλιο, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο ή τις ΗΠΑ. Κι εδώ
ήταν μια από τις ειρωνείες του πράγματος, το ότι δηλαδή έπρεπε να ταξιδέψουμε
χιλιάδες μίλια μακριά από την κοινή μας πατρίδα για να συναντηθούμε, ενώ
ενδεχομένως και να ζούσαμε σε μια απόσταση που θα μπορούσε να διανύσει κανείς
μέσα σε 10 λεπτά με το αυτοκίνητο. Αυτή ήταν, και είναι ακόμη, μια από τις
σχιζοφρένειες του Κυπριακού προβλήματος και μια από τις συνέπειες του
διαχωρισμού και της διαίρεσης επί του εδάφους, του πληθυσμού και των μυαλών των
ανθρώπων.
Το όνειρο, που όσο πάει και ξεφτίζει και το ανακαλούμε
όλο και πιο αραιά, είναι ότι μια μέρα, ελπίζουμε σύντομα, το να κάνεις μια
ανέμελη βόλτα στη Λευκωσία δεν θα συμπεριλαμβάνει το τρακάρισμα σε βαρέλια,
απαγορευτικές πινακίδες και απομεινάρια φυλακίων. Ίσως έτσι θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε
μια πλήρη αίσθηση προσανατολισμού – επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή μας.
Ο
Νικόλας Κυριάκου δεν θα ήθελε να είναι ένας άνθρωπος που μιλάει μόνο με
επιρρήματα.