28 Ιουλίου 2013

Καληνύχτα Κεμάλ



Ας ησυχάσουμε επιτέλους όλοι όσοι σκεφτήκαμε τον κόσμο ανάποδα. Η παιδεία δεν θα αλλάξει κανέναν. Επειδή η παιδεία δεν θα αλλάξει η ίδια. Οι καθηγητές και οι δάσκαλοι θα μείνουν οι ίδιοι. Τα αναλυτικά προγράμματα θα αντιστέκονται για πάντα. Οι γραφειοκράτες του υπουργείου δεν θα παίρνουν από λόγια. Το βαθύ κράτος θα δυστροπεί, θα αρνείται να αλλάξει, κάποτε θα αγριεύει. Οι νέοι πολίτες δεν θα είναι υπεύθυνοι και ελεύθεροι. (Ποτέ δεν ήταν.) Οι μειοψηφίες θα φυραίνουν, οι εφημερίδες θα μιλάνε με την ίδια φωνή, οι καλοδεμένες γραβάτες θα διατάζουν τους ανθρώπους. Στα γραφεία οι αρμόδιοι θα συμπληρώνουν έντυπα, θα μεταφέρουν φακέλους στα αρχεία, ο κόσμος όλος θα είναι καταχωρισμένος με αριθμό πρωτοκόλλου. Οι άνθρωποι δεν θα έχουν πρόσωπο, όνομα και έτος γέννησης, αλλά αύξοντα αριθμό, σειρά προτεραιότητας και έννομο συμφέρον. Ο Κάφκα θα υποχρεούται να γεννιέται κάθε μέρα. Οι ποιητές θα πνίγονται σε θλιβερούς ακκισμούς, οι λογοτέχνες θα μαλώνουν διαδικτυακά, κανείς δεν θα γράφει τίποτα άξιο να διαβαστεί ή να απευθυνθεί σε κάποιον. Ένα κορίτσι που διαβάζει, θα γράφει στα κρυφά ποιήματα, κι ύστερα θα τα κρύβει σε τσακισμένες σελίδες βιβλίων και μεταλλικά κουτιά. Θα τρέμει μην τυχόν και το ανακαλύψει η κανονικότητα. Οι εραστές θα πεθαίνουν επειδή δεν θα σκέφτονται ποτέ ο ένας τον άλλο. Στο τμήμα αλλοδαπών οι άνθρωποι θα σφραγίζονται μόνιμα στο αριστερό τους χέρι, οι αιτήσεις θα απορρίπτονται, οι πόρτες του παραδείσου θα είναι σφαλιστές για πάντα και τα κλειδιά χαμένα. Όσοι είναι μέσα, ας ζήσουν. Όσοι είναι έξω, ας βρουν τρόπο να επιβιώσουν. Όποιο χέρι θα περνάει μέσα από τα κάγκελά του θα κόβεται, όποιο ξεγελά θα διώκεται απηνώς. Οι κλέφτες θα γίνουν τιμητές, οι τίμιες θα εκπορνεύονται, οι δόλιοι -φοβάμαι ακόμα κι αυτοί- θα γίνουν κήνσορες, οι φασίστες θα περιφρουρούν την ελευθερία του λόγου μας. Οι ρήτορες θα μιλούν για λεφτά κι από το στόμα τους θα στάζουν διαρκώς νομίσματα επιλήψιμων συναλλαγών. Οι παραδόσεις θα υπάρχουν για να σφυρηλατούνται, τα παιδιά θα ρίχνονται στο στόμα του Θηρίου, οι αλληλέγγυοι θα χλευάζονται ως μαλάκες κι οι υπόλοιποι θα κοιτάμε τη δουλειά μας. Στα μάτια των ανθρώπων θα κατοικοεδρεύει το κενό, τα λόγια του έρωτα θα ακούγονται σαν αφόρητες ανοησίες μιας περασμένης εποχής και τα ρήματα θα κλίνονται μόνο στο πρώτο ενικό. Οι δικαστές θα προσπαθούν να αρθρώσουν τις άλλοτε φοβερές τους λέξεις, αλλά θα μένουν μουγκοί στην έδρα. Οι ιερείς θα οδηγούνε τα πλήθη με στεντόρεια φωνή προς την απώλεια, μα ο Θεός αδιάφορος θα γονατίζει πάνω στο στήθος μας με το δεξί Του γόνατο. Ο χρόνος δεν θα φτάνει σε κανέναν, οι προθεσμίες θα απάγουν τις ζωές μας, οι υποχρεώσεις θα βιάζουν τις αναμνήσεις μας. Φοβάμαι για τις βεβαιότητες που αναδύονται σήμερα, για τους εφιάλτες που μας περιμένουν αύριο, για όσους έσπειραν προσευχή σε μέρος άγονο μόνο και μόνο για να τους ξεριζώσει την καρδιά ο Μέγας Θεριστής, για όσους πέθαναν άγνωστοι, αδικαίωτοι κι αμνημόνευτοι. Φοβάμαι μήπως είμαι κι εγώ ένα απλό μέλος αυτής της μεγάλης στρατιάς των τετρωμένων - και δεν μου το έχει πει κανένας.

21 Ιουλίου 2013

Ό,τι μας δένει στα παλιά




Πριν δύο Πέμπτες, με το που στράφηκα προς την πόρτα του αεροπλάνου, με περίμενε η υγρασία της Θεσσαλονίκης αναμεμιγμένη με μπόλικο μονοξείδιο του άνθρακα. Μου ήταν γνώριμα όλα: η προσμονή και οι διαδικασίες στο αεροδρόμιο, το δίωρο μέσα στο αεροπλάνο, τα «γυρίσματα» των φωνών, οι παλιές μου αναμνήσεις. Πήρα γρήγορα ένα ταξί και πέρασα από το κέντρο της πόλης. Μιας πόλης που μου έμοιαζε αφημένη, σημαδεμένη από τα έργα για το μετρό, μαραζωμένη οικονομικά, με πιο τονισμένη την επαρχιακή της πτυχή. Στα τρία βράδια που έμεινα εκεί, πρόλαβα να ψηλαφήσω τις ζωές των παλιών μου φίλων, την πρόοδο και τη στασιμότητα, την έλλειψη προοπτικής και τον αγώνα επιβίωσης, έμαθα ότι μερικοί από όσους ζήσαμε μαζί τη δεκαετία των είκοσί μας χρόνων εξακολουθούν να ζουν με περίπου τα ίδια λεφτά, αλλά με λιγότερα όνειρα. Η ματαίωση που έπιανα στον αέρα, μαζί με τη μιζέρια που έπιανες σε μερικές γωνιές της πόλης απλωνόταν σαν λεκές από μελάνι πάνω στην ψυχή μου. Τόσο που γρήγορα θέλησα να αντικρύσω τον Θερμαϊκό, να βρω άνοιγμα μπροστά μου για να νιώσω ότι μπορούσα να αναπνεύσω, να ζητήσω μια σύντομη έξοδο από αυτό το σκηνικό. Μαζί μ’ αυτά, βιάστηκα να κάνω τις παλιές μου διαδρομές, να περάσω από 2-3 στέκια, με την ελπίδα ότι τα γκαρσόνια θα με αναγνωρίσουν με ένα νεύμα, με μια κουβέντα τους, ότι θα συναντήσω γνώριμα πρόσωπα. Δεν ανταμώθηκα με καμιά από όλες αυτές τις μικρές προσδοκίες. Αντίθετα, ψηλάφησα τις ανεπαίσθητες αλλά και τις προφανείς αλλαγές στα άψυχα: τα κλειστά μαγαζιά, τις αλλαγές στα κτήρια, τα έργα που έχουν γονατίσει την πόλη. Η πόλη άλλαξε, μαζί της κι εγώ: αυτό το συνειδητοποιούσα και τώρα. Μα, δίπλα στην αλλαγή είναι κι αυτή η αίσθηση ότι μια παλιά άγκυρα είναι βυθισμένη ακόμα στη θάλασσά της, ίσως να είναι το αίσθημα ότι ένα κομμάτι της καρδιάς μου ανήκει ακόμα εκεί. Κάθε φορά που επιστρέφω, ζω για λίγο με την ψευδαίσθηση ότι είμαι ακόμη προπτυχιακός φοιτητής, η αγωνία είναι το νοίκι, τα μαθήματα της εξεταστικής και αν τελικά θα βγω με την Ελένη ή τη Μαρία ή τη Γεωργία. Ίσως όλα αυτά να ακούγονται (και να είναι) ρηχά, αλλά για μια εποχή, όταν ακόμα ένιωθα ότι ο κόσμος ήταν εκεί για να κατακτηθεί, για να τον αλλάξω, για να μου αποκαλυφθεί ήταν κι αυτά μέρος της ζωής μας. Δεν ήταν όλα σκοτεινά όμως: γέλασα, χάρηκα που υπάρχει πολύς κόσμος που σταθερά συναντώ, έφαγα το καλό φαγητό της πόλης, ήπια καθαρά τσίπουρα και ξενύχτησα σαν να ήταν μια από τις παλιές μας νύχτες. Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις, τελικά...



14 Ιουλίου 2013

Είμαστε ακόμη ζωντανοί(;)



Είμαστε η γενιά των 30-something. Λίγο πάνω, λίγο κάτω, κανείς δεν μετράει τους αριθμούς - ακόμα. Γεννηθήκαμε λίγο μετά την εισβολή και για τον λόγο αυτό προτιμώ να μας συλλογίζομαι ως μια γενιά που ο ερχομός της σε αυτόν τον τόπο έκρυβε ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Πως μέσα στην ήττα και την απώλεια, υπήρχε και ο σπόρος της νέας ζωής. Εκείνη η μυστηριώδης δύναμη που παρακινεί τους ανθρώπους από τον καιρό της ύπαρξής τους να σηκώνονται και να προχωρούν μετά από κάθε κακό.

Αυτή η γενιά μεγάλωσε μέσα σ’ έναν καταιγισμό εικόνων και διηγήσεων που αναφέρονταν σε μια εποχή και σε τόπους που δεν την αφορούσαν, υπό την έννοια ότι η καθημερινότητα ήταν σε εκκωφαντική αντίστιξη με όσα προσλάμβανε ως προφορική παράδοση των προηγούμενων. Μάθαμε να κολυμπάμε στα απόνερα του ναυαγίου ενός πλοίου με το οποίο δεν ταξιδέψαμε ποτέ. Αναπόφευκτα, συνειδητοποιώ ότι είμαστε μια γενιά που εξαναγκάστηκε στη μελαγχολία, βαφτίστηκε στον πόνο και κλήθηκε να συμμετάσχει στο μοιρολόι για κάτι που δεν είχε, και συνακόλουθα δεν έχασε ποτέ. Μια καταναγκαστικής φύσεως λύπη μας κατατρέχει από τότε. Σήμερα, είμαστε νόμιμοι κληρονόμοι της ιδιότητας του πρόσφυγα. Αστεία πράματα, αν με ρωτάτε.

Πλέον, νιώθω, και το επιβεβαιώνω και από άλλους γύρω μου, τον εκφυλισμό να έχει φθάσει σε προχωρημένα στάδια. Οι πάσης φύσεως επετειακές εκδηλώσεις και αναφορές προκαλούν θυμηδία και βαρεμάρα. Τα διάφορα «ψευδό» που προστέθηκαν, με μια υφή υπεροψίας και ανταπόδοσης στους απέναντι, έχουν χάσει το νόημά τους και συναιρέθηκαν σε αλλότριες πραγματικότητες.

Η ψυχολογία πολιορκίας και μειονεξίας μάς καλλιεργήθηκε από το σχολείο. Η μικρή Κύπρος, ως αντικείμενο επιβουλής των ξένων, ως στόχος των σκοτεινών σχεδίων ακατονόμαστων κέντρων και αποπαίδι της ειμαρμένης, που τα κατάφερε να ορθοποδήσει – κανείς δεν θέλει να θυμάται πώς. Κι ύστερα, αγώνες κι επιστροφή κι αντικατοχικές και “τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια” κι “η καρδιά κι αν σπάσει”, λόγια ωραία, θούριοι για εφηβικά μυαλά, πετροπόλεμοι ενάντια σε έναν αόρατο εχθρό, δονκιχωτικές εξεγέρσεις. Μα ο ξένος πόνος, πάντα εκεί να σε αναμένει φορτικά στο σπίτι.

Κάποιοι λοξοδρόμησαν, ίσως όχι από συνειδητή επιλογή, τουλάχιστον αρχικά. Μα ήταν που βρέθηκαν στη στράτα μας νέοι άνθρωποι, κάτι τυχαία βιβλία και γιατί η Αμφισβήτηση γύρεψε να αναιρέσει όσα μας προίκισαν οι Μοίρες. Οι ακράδαντες αλήθειες μας ράγισαν, κάποιες από αυτές μάλιστα γκρεμίστηκαν με τρόπο που αποδείκνυε τη σαθρότητα και τη γελοιότητά τους, αφήνοντας ένα αίσθημα κοροϊδίας να πλανιέται στην ατμόσφαιρα.

Από αυτόν το βούρκο θελήσαμε να εξέλθουμε. Στ’ αλήθεια, ποθήσαμε να διαρρήξουμε τους στενούς ουρανούς της πατρίδας μας. Τα ταξίδια, οι άλλοι άνθρωποι, η ομορφιά που μας φανερώθηκε, μετουσιώθηκε χρόνου προϊόντος, θεού βοηθούντος σε βλέμμα αγάπης και ανάγκη γυρισμού. Η ώρα της ανταπόδοσης έρχεται κάποια στιγμή κι όσο προχωρώ μέσα στον καιρό έχω περισσότερο την ανάγκη για μια χειρονομία χρέους κι αγάπης προς τον τόπο αυτό. Όχι για τα συννεφιασμένα χρόνια που μας χάρισε, αλλά για τις όμορφες μέρες που μας έκανε να προσδοκούμε. Μόνο που όσο περνάει ο καιρός, μας χαρίζεται απλόχερα ο κυνισμός, η μετριότητα, η δυσανεξία στην αλλαγή. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό αναρωτιέμαι πόσοι από εμάς θα κρατηθούν όρθιοι, με το όνειρό τους αναμμένο. Μάνα, κράτα την τελευταία σου προσευχή για μενα...

Ο Νικόλας Κυριάκου: σαράντα χρόνια στο κουπί, πενήντα στο καρτέρι.


7 Ιουλίου 2013

Καρπασία




Κάθε χρόνο, περίπου τέτοιο καιρό, ένα παλιό κάλεσμα με βρίσκει όπου κι αν βρίσκομαι. Με φωνάζει, σαν παλιά ανάμνηση, σαν άνθρωπος δικός, που ξέρει να λέει το όνομά μου μόνο για μένα. Το ταξίδι μου στην Καρπασία, τέλος του Ιούνη, με έβγαλε στον μακρύ δρόμο, μια φωτεινή μέρα. Το καλοκαίρι μάς υποσχόταν από το πρωί να είναι ήπιο, χωρίς εκπλήξεις. Ξεμπερδέψαμε με τα διαδικαστικά στον Άγιο Δομέτιο και ακολουθήσαμε τη στράτα, που έμοιαζε σε τόσα σημεία της γνώριμη. Καθώς ένας νεαρός ψευδοαστυνομικός μού έδινε τα ψευδοχαρτιά μου για το ψευδοταξίδι μου, εγώ σκεφτόμουν την αληθοειρωνεία να πρέπει να αληθοδιακινείσαι σε έναν τόσο μικρό αληθοτόπο με τόσες πολλές ψευδοδιατυπώσεις – με ορίζοντα την αιωνιότητα, όλο αυτό το τσίρκο μού φαινόταν απλώς γελοίο και μάταιο.
Στον δρόμο ακούσαμε δικές μας μουσικές και κάποια στιγμή, κοντά στο Μπογάζι, κατεβάσαμε τα παράθυρα για να μας χτυπήσει ο αέρας. Θάλασσα στα δεξιά, ένα υπέροχο πράσινο στα αριστερά και εμείς εκεί, στην πορεία μας, ευθεία, να ταξιδεύουμε βαθιά στην καρδιά της χερσονήσου. Αυτό που με συγκινεί βαθιά στην Καρπασία είναι ότι καθώς προχωράς όλο και περισσότερο εντός της, τα σημάδια της ανθρώπινης παρουσίας λιγοστεύουν, και βρίσκεσαι να πλέεις μέσα σ’ έναν χρυσό ωκεανό από θερισμένα χωράφια. Ελιές τζιαι τερατσιές πάνω στον ρότσο τους συμπληρώνουν το τοπίο, και πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι ανήκω στο ταπεινό και ξερό τους ξύλο: μικρός, προορισμένος και ταγμένος για εκείνο το μέρος.
Μόνο που φέτος, εκτός από τη χαρά του ταξιδιού και τη γαλήνη του κύματος, είδα τη βίαιη αλλαγή, την ορμητική παρέμβαση που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για την περιοχή. Οι εργασίες για τη διαπλάτυνση του παλιού δρόμου γίνονται κατά μήκος χιλιομέτρων, μια φαραωνικών διαστάσεων μαρίνα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και ήδη μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι με την ολοκλήρωση του δρόμου θα ακολουθήσει το χτίσιμο ξενοδοχειακών καταλυμάτων, θα αυξηθεί η τουριστική κίνηση και θα αλλάξει ριζικά το τοπίο. Με λίγα λόγια, ένας νέος τουριστικός βόθρος χτίζεται για να διοχετευτούν τα απόνερα του τουριστικού προϊόντος.
Απέναντι σ’ αυτή την προοπτική ορισμένες τουρκοκυπριακές οργανώσεις και πολίτες προσπαθούν να οργανωθούν για να αναχαιτίσουν τις σχεδιαζόμενες αλλαγές. Στον ίδιο ορίζοντα εγγράφεται και η εισήγηση για τη συμπερίληψη της περιοχής στο δίκτυο Natura 2000 από την ΕΕ. Η τελευταία πρόταση έχει συναντήσει τη μικρονοϊκή αντίδραση της Ομοσπονδίας Περιβαλλοντικών Οργανώσεων Κύπρου η οποία, από όλα όσα θα έπρεπε να την ανησυχούν, αντιδρά μόνο για την “υπόσκαψη των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας”. Ως άτομο που έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος των σπουδών του στη μελέτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν θα αποτρέψω κανέναν να ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμά του στην ηλιθιότητα. Αλλά ως πολίτης μιας χώρας που επιμένει να προσδοκεί τη γεωγραφική και πολιτική της ενοποίηση, και ως άνθρωπος που θα ήθελε να δει την περιοχή να διατηρεί την ιδιοπροσωπία και την αυθεντικότητα του τοπίου της, ελπίζω η εισήγηση για τη συμπερίληψη στο δίκτυο Natura 2000 να βρει υποστηρικτές και να υλοποιηθεί. Ίσως αυτή να είναι μία από εκείνες τις φορές που η έκφραση “ας μην χάσουμε το δάσος για το δέντρο” να ταιριάζει όσο ποτέ.




Ο Νικόλας Κυριάκου χωρίς ανέμους, ανεμίζεται.