29 Νοεμβρίου 2015

Κι όμως, αλλάζει


Αλλάζει ο κόσμος, φίλε; Αλλάζει. Αργά και δύσκολα. Με πισωγυρίσματα και απογοητεύσεις. Μεσολαβούν περίοδοι που η προσδοκία πεθαίνει, που αναρωτιέται κανείς αν αξίζει τον κόπο, την προσπάθεια, την επιμονή. Η προοπτική της επιστροφής σε μια τρυφηλή ιδιωτεία γίνεται όλο και πιο ελκυστική. Οι άνθρωποι γύρω χάνουν το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό. Βουλιάζουν στην καθημερινότητά τους και δεν έχουν ώρα να ακούσουν την ανάγκη του άλλου. Τα τείχη που χτίζουμε για να προστατευτούμε δημιουργούν εν τέλει λαβύρινθους. Χαμένη υπόθεση, μην το ψάχνεις, κάνε κάτι άλλο, θα δούμε, η κοινωνία δεν είναι έτοιμη, θα πέσουν να σε φάνε.
Κι έπειτα σκέφτεσαι τη θαυμαστή ιστορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη θεμελίωση και την εξέλιξή τους, την εδραίωση και τη διαρκή προσπάθεια για την επέκταση των δικαιωμάτων, την εμβάθυνση της προστασίας και τη δημιουργία αναχωμάτων για να μην ξαναγυρίσουμε στο παρελθόν. Στη μακροσκοπική αξιολόγηση, η σούμα είναι θετική. Έχουμε κάνει περισσότερη πρόοδο τα τελευταία πενήντα χρόνια από όση είχαμε τα προηγούμενα πεντακόσια. Αλλάζει ο κόσμος, φίλε; Αλλάζει. Γιατί όσοι πιστεύουν στην ιδέα και στην καταλυτική σημασία της αυταξίας του ανθρώπου και της αξιοπρέπειάς του, δεν μπορούν παρά να πιστεύουν ταυτόχρονα και στην αλλαγή.
Έτσι και με τη φωτεινή ιστορία της νομικής κατοχύρωσης της πολιτικής συμβίωσης. Μιλήσατε και σας άκουσαν. Επειδή το αίτημα ήταν δίκαιο. Επειδή η κοινωνία ήταν μπροστά και δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Αναλογιστείτε ότι πριν από είκοσι περίπου χρόνια το ίδιο σώμα, δηλαδή η Βουλή των Αντιπροσώπων, καταργούσε την ποινικοποίηση των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ ομοφυλοφίλων. Με παραπλήσιες αντιδράσεις και στάσεις από όσους ευαγγελίζονταν την προστασία της κοινωνίας, την ανδροπρέπεια (ό,τι και αν σημαίνει αυτό), τα ήθη του τόπου και προφήτευαν καταστροφές, διαλύσεις και καταπτώσεις. Τους θυμάται κανείς πια;
Απ’ την άλλη αναρωτιέμαι πώς είναι να βρίσκεσαι από την άλλη όχθη και να υπερασπίζεσαι μια θέση που η ιστορία δεν θα καταδεχθεί να την κατατάξει ούτε στις υποσημειώσεις της. Μια θέση που είναι βαμμένη στον συντηρητισμό και την οπισθοδρόμηση. Που επικαλείται μια νεφελώδη και αόριστη σύλληψη του παρελθόντος, που λέει «εμείς παλιά δεν κάναμε έτσι και αφού αυτό μάθαμε, αυτό θα κάνουμε». Αυτό δεν είναι παράδοση, μεταφορά αξιών, διαμόρφωση βιωματικής κουλτούρας. Είναι άρνηση να ακούσεις τον κόσμο, άρνηση του εαυτού σου, άρνηση να δεχθείς να βάλεις ένα χέρι για να κάνεις τον κόσμο λίγο καλύτερο από όσο τον βρήκες, είναι η άρνηση αυτής της ευθύνης. Είναι η επιτομή του φόβου, η περιχαράκωση των ψυχών, η τύφλωση απέναντι στο μέλλον. Σε είκοσι χρόνια, δεν θα σας θυμάται κανείς πια. Γιατί; Γιατί αλλάζει ο κόσμος, φίλε.

8 Νοεμβρίου 2015

365Kb φιλανθρωπίας

-->


Τους σώσαμε. Αν δεν ήμασταν εκεί, θα είχαν πνίγει, χωρίς ίσως ποτέ να μαθευτεί τίποτα. Την επόμενη μέρα: σκηνές από τη διάσωση και την υποδοχή τους. Μικρά παιδιά με ισοθερμικές κουβέρτες, με ύφος χαμένο, ενήλικες με χαραγμένο τον φόβο στο πρόσωπό τους. Θα μυρίστηκαν τον θάνατο πολλές φορές. Οι νταήδες της περιοχής τους, ο ήχος των αεροπλάνων, ο κρότος των εκρήξεων, η διαφυγή και η επιβίβαση σε έναν σκυλοπνίχτη. Η ζωή σου κορώνα-γράμματα, κρέμεται από μια σύμπτωση, από τα κέφια κάποιου που δεν σε γνώρισε ποτέ κι ούτε θέλει να σε γνωρίσει. Δεν τον ενδιαφέρει. Είσαι μια στατιστική, μια παράπλευρη απώλεια, μια ασήμαντη κουκίδα στην οθόνη του. Και τώρα εδώ, σε μια άγνωστη γη, με άδηλο μέλλον, κάποιοι με παρόμοια πρόσωπα αλλά παράξενες λαλιές.

Και τώρα; Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν με εικόνες και σχόλια, με επαίνους για τους διασώστες και έκφραση αλληλεγγύης και συμπόνιας. Η φιλανθρωπία μας μετράει τα kilobytes της στο Facebook. Σε λίγες μέρες, σε λίγες εβδομάδες θα ξεχαστούν. Κι εμείς θα επιστρέψουμε στη βολική ραστώνη μας, ξεχνώντας να συμβουλευτούμε τον χάρτη της περιοχής μας, πιστεύοντας ότι όλο αυτό δεν μας αφορά και δεν θα μας αγγίξει. Θα κάγχαζα, αν δεν υπήρχε τόσος θάνατος και τόσος πόνος. Η γεωγραφία μάς κτυπάει την πόρτα, άλλοι άνθρωποι μας ζητούν βοήθεια και εμείς προς το παρόν πιστεύουμε ότι το δρεπάνι θα θερίσει στα χωράφια των άλλων.

Όταν αυτοί και άλλοι άνθρωποι αναζητήσουν ασφάλεια, δουλειά, ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, πώς θα ανταποκριθούμε; Ας αποπειραθώ να προφητεύσω: θα γίνουν viral, πάλι στο Facebook, τα "τσσιεκκούθκια" στο όνομα ενός Ξένου με αστρονομικά ποσά. Θα υπάρξει οργή για τον Ξένο που ταΐζουμε, που ζει σε βάρος μας, που είναι βρώμικος, που είναι εγκληματίας, που απειλεί τον τρόπο ζωής μας. Έπειτα, θα έρθει το μίσος και οι διακρίσεις. Κάποιοι θα ευαγγελίζονται την καθαρή Κύπρο, θα φωνάζουν "έξω οι ξένοι" και θα οργανώνουν εκδηλώσεις μόνο για τους καθαρόαιμους. Εκεί θα τελειώσει η ανθρωπιά μας, οι διασώστες θα είναι μια ανάμνηση τακτοποιημένη στα πίσω ράφια της μνήμης, τα παιδιά με τα φοβισμένα μάτια θα είναι άτυχα που δεν γεννήθηκαν στην Κύπρο, οι ενήλικες θα ειδοποιηθούν για τα διατάγματα κράτησης και απέλασής τους κι η ζωή μας θα γυρίσει στην κανονικότητά της.

Μείνετε λοιπόν μακριά από εδώ. Εδώ δεν είναι ο παράδεισός σας, το πολύ-πολύ θεωρήστε ότι είναι μια σύντομη και συμπτωματική στάση σας για αλλού. Εδώ μένουμε μόνο εμείς. Αν πρέπει να κάνουμε κάτι για σας, ας είναι η συλλογή τροφίμων, ρούχων, βρεφικών ειδών, αλλά μόνο για όσο καιρό θα χρειαστεί. Σας αγαπάμε, αλλά μόνο ως εικόνα της φιλανθρωπίας μας, ως καθρέφτισμα του πόσο καλοί μπορούμε να γίνουμε, ως επιβεβαίωση ότι ευτυχώς εμείς είμαστε ασφαλείς και προνομιούχοι σε αντίθεση με εσάς. Όσο οι κλίμακες παραμένουν μικρές, όσο αυτό το έργο παίζεται με αυτούς τους όρους, τόσο εμείς θα μπορούμε να είμαστε οι σωτήρες, εσείς τα θύματα και να ζούμε ήσυχα, τακτικά και, κυρίως, χωριστά στον κόσμο αυτό.

1 Νοεμβρίου 2015

36

-->

Είναι Τρίτη βράδυ, παραμονή αργίας και περπατάω στην παλιά Λευκωσία. Είναι το τέλος μιας μέρας όπου έχω έρθει αντιμέτωπος με ένα από τα σκοτεινά πρόσωπα της εξουσίας για ένα θέμα που θα ήθελα ώρα και κόπο να εξιστορήσω. Ακόμα και η ιδέα του να επαναλάβω νοερά τη μέρα με καταβάλλει. Νιώθω σαν κάτι να με λερώνει, μα δεν ξέρω πώς να αποξέσω την αίσθηση από πάνω μου. Είναι από τις φορές που θα προτιμούσα να μην ήξερα, να μην συμμετείχα, να μην με αφορούσε όλο αυτό. Δυστυχώς, συμβαίνει το αντίθετο και δεν μπορώ να αποδράσω από την πραγματικότητα. Όσα πιστεύεις και όσα νομίζεις ότι είσαι σου χτυπάνε με το δάκτυλο την πλάτη, σαν ενοχλητική κι επίμονη γριά στην ουρά της τράπεζας, που ισχυρίζεται ότι της έχεις πάρει τη σειρά. Δεν έχεις τίποτα να απαντήσεις και προτιμάς να αγοράσεις τον μπελά.
Σε λίγες ώρες θα κλείσω τα 36, οι πρώτες ψύχρες έχουν αρχίσει και εγώ σκέφτομαι ότι έχω περάσει στους ίδιους δρόμους το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Στο νοητό τρίγωνο που σχηματίζουν το Παγκύπριο, το Ελένειο και η Φανερωμένη έχει παιχτεί το δικό μου έργο, έχω πει τα λόγια που μου αναλογούν. Οι διερωτήσεις επιστρέφουν αυτές τις ώρες, σε τέτοια μέρη: τι έκανες, τι έχασες, τι δεν πρόφτασες, ποια όνειρα δίνουν φωτιά στους χάρτες σου; Μεγαλώνοντας παρατηρώ τις υπεκφυγές και τους μανιερισμούς του εαυτού μου. Η δικαιολογία αναδύεται εύκολα στον ουρανίσκο, οι αναβολές δίνουν και παίρνουν και οι αμφιβολίες ή οι δισταγμοί (ή και τα δυο μαζί) στήνουν χορό εντός μου. Κουβαλάω, λοιπόν, μέσα μου, αλλά και σ’ αυτό το σταθερό τοπίο της Λευκωσίας όσα με καθόρισαν για να μπορώ σήμερα να γράφω αυτές τις γραμμές.
Περπατάω αργά, είμαι νωρίς για το ραντεβού με τους πιο παλιούς φίλους που έχω από το σχολείο. Είμαστε μάλλον οι τελευταίοι μιας γενιάς ήσυχης και τακτικής, χωρίς εξάρσεις και επαναστάσεις, με λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένο πλάνο ζωής. Στη θέση μας θα μπορούσαν να ήταν άλλοι της ίδιας φουρνιάς, με τα ίδια χαρακτηριστικά και την ίδια προσπάθεια στην καθημερινότητα και απόπειρες να βολέψουμε τα γεγονότα στη σειρά. Ταυτόχρονα, υπάρχει κι ένα περίεργο αίσθημα να πλανιέται. Ίσως να είναι μιας μορφής ματαίωση που δεν προσδιορίζεται περισσότερο, δεν αναλύεται σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια, αλλά βρίσκει τον τρόπο της να καθιστά τον εαυτό της σχετικό, αναγκαίο, παρόν. Σε διάφορες στιγμές μας έχει αγγίξει όλους, άλλους περισσότερο, άλλους λιγότερο. Μα νομίζω ότι η σιωπή μας τυλίγει όλο και πιο πολύ με τα χρόνια, τα άχθη μας μένουν ανομολόγητα και τα χρέη συσσωρεύονται μέχρι εξοφλήσεως. Τώρα που ο δρόμος έπιασε να γέρνει προς τα σαράντα, θα ήθελα να έβρισκα περισσότερες και πιο πειστικές απαντήσεις και να μπορούσα να διηγηθώ μια ελαφρώς διαφορετική ιστορία στον εαυτό μου. Γίνεται;