23 Φεβρουαρίου 2014

Φόβος



Πριν τριάντα περίπου καλοκαίρια, στο παλιό μας σπίτι, καθόμουν τις νύχτες και έβλεπα τα φώτα να λαμπυρίζουν στον βαθύ και σκοτεινό ορίζοντα. Η Μεσαορία απλωνόταν μπροστά μας αχανής σαν έρημος ή σαν γαλαξίας σε σχήμα χοάνης και τα βράδια οι διαθλάσεις του φωτός από την απόσταση και την υγρασία έφταναν στα μάτια μου με διάφορα χρώματα: πράσινα, μπλε, ανάμικτα, μια υποψία κόκκινου κι ό,τι άλλο μπορούσε να βάλει ο παιδικός νους μου. Η γη προς τον βορρά, στην πλευρά του μεγάλου βουνού ήταν μια περιοχή άγνωστη κι αχαρτογράφητη. Δεν το ήξερα τότε, αλλά ήδη το μυαλό μου μάθαινε να κινείται σ’ αυτή την πόλη, σ’ αυτό το νησί από τη δύση προς την ανατολή και πίσω – ποτέ προς τον βορρά ή τον νότο κι αντίστροφα, αφού μια πινακίδα ή καμιά δεκαριά βαρέλια με άσπρο και μπλε χρώμα έφραζαν τον δρόμο μου.
Στις απορίες μου για το τι βρισκόταν εκεί, πιο πέρα, ο πατέρας μου επινοούσε διάφορα μικροψέματα και ιστορίες. «Λούνα παρκ», «μια άλλη πόλη» κι άλλα παρόμοια, που πια έχουν πέσει στο βάραθρο των παιδικών αναμνήσεων, ήταν οι συνήθεις αποκρίσεις του. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, είχα μάθει τις απαντήσεις και σταμάτησα να ρωτάω. Κι επίσης, ήταν και το πέρασμα του χρόνου που με έκανε να προσέχω λίγο περισσότερο. Τις νύχτες άκουγα μερικές φορές ριπές όπλων, συχνά-πυκνά στρατιώτες έκαναν νυχτερινές πορείες στην Αθαλάσσα, όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τη Λευκωσία είχαν σε κάποιο σημείο τους ένα στρατόπεδο κι ο πατέρας μου έλειπε πού και πού για ένα βράδυ, επιστρέφοντας την επομένη με στρατιωτικά ρούχα.
Και αργότερα άρχισε να με επισκέπτεται ο μόνος επαναλαμβανόμενος εφιάλτης που έχω όλα αυτά τα χρόνια: είμαστε στο σπίτι κι απ’ έξω μάς έχει κυκλώσει μια απειλή. Ακούω θυμωμένες φωνές σε ξένη γλώσσα, ένας παραλυτικός φόβος με κυριεύει κι ενώ καταβάλλω κάθε προσπάθεια δεν μπορώ να μιλήσω ή να κινηθώ. Είναι η πιο θανάσιμη αγωνία που με έχει ζώσει ποτέ. Με τα χρόνια, ο εφιάλτης επιστρέφει όλο και πιο αραιά, αλλά πάντα με το ίδιο μοτίβο και θρέφει τη μαύρη σκιά του φόβου μέσα μου.
Αυτές τις μέρες πιάσαμε ξανά να μιλάμε για το Κυπριακό, το ανακοινωθέν, τις προοπτικές και την αισιοδοξία. Όμως είναι και μερικές λέξεις και στάσεις και άνθρωποι που έρχονται να ξυπνήσουν ξανά τον παλιό φόβο μέσα μου, που λένε πως θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε κι εγώ κι οι επόμενοι με τους εφιάλτες μας. Κατά μια έννοια, τα μικροψέματα του πατέρα μου, ως μικροψέματα της προηγούμενης γενιάς προς τη γενιά μου, να μπορούν να εξηγηθούν από την καλοπροαίρετη έγνοια της προστασίας, την ανάγκη να ξορκίσουν το κακό και την προστασία από την αχρείαστη τριβή με τις σκληρές γωνίες της ζωής. Όσο κι αν αυτή η απόπειρα μου φαίνεται μάταιη, την κατανοώ κι ίσως κι εγώ να έκανα το ίδιο στη θέση του. Μόνο που σε λίγους μήνες, θα είμαστε σαράντα χρόνια μετά και με τα ίδια μικροψέματα και επινοημένες ιστορίες δεν γίνεται να ξεγελαστούν οι φόβοι και των δικών μας παιδιών. Τα νέα από το μέτωπο του Κυπριακού θα δώσουν την ευκαιρία για την πυροδότηση των συνήθων αντιδράσεων στις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες, αλλά εγώ νιώθω ότι έχω την, τελευταία ίσως, ευκαιρία να τελειώνω μια και καλή με τον φόβο.

9 Φεβρουαρίου 2014

Πάμε



“Να ελευθερωθεί η Ιστορία. Ν' ανοιχθεί στο μύθο. Αν δεν το μπορούμε εμείς, Παντελή, πώς θα το μπορέσουν οι πολιτικές; Το πτώμα να γίνει γεγονός αναστάσιμο. Παύση…” Η ρήση ανήκει στον Δ. Σαββόπουλο και τη θυμήθηκα αυτές τις μέρες που το θέμα της έκδοσης του κοινού ανακοινωθέντος και της έναρξης συνομιλιών ξαναήρθε στην επικαιρότητα. Σκέφτομαι ότι χάσαμε πολύ χρόνο, άσκοπα και ασύγγνωστα. Τα δέκα χρόνια έγιναν είκοσι, τα είκοσι τριάντα, τα τριάντα σαράντα. Πέρασε κι ο καιρός από το θλιβερό 2004, χωρίς να μπορέσουμε να κάνουμε μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και συζήτηση για το πού θέλουμε να δούμε την πατρίδα μας τα επόμενα χρόνια. Τα συνθήματα επιβίωσαν κι οι γραμμές χαράχθηκαν ξανά, για να μπορούμε να προσδιορίζουμε και να αυτοπροσδιοριζόμαστε. Δεν θέλω να διανοηθώ ότι αυτή θα είναι και η συνέχεια από δω και πέρα. Ότι θα ζούμε, δηλαδή, σε μια χώρα που θα ξυπνάει και θα κοιμάται με το ίδιο πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της για το Κυπριακό, τις πρωτοβουλίες, τους μεσολαβητές κι όλο το ατελείωτο κατεβατό ορολογίας που συνοδεύει Το Πρόβλημα. Να απελευθερωθούμε από το σύμπλεγμα, να κλείσουμε την πληγή, να προχωρήσουμε στο μέλλον. Γίνεται; Έχω φάει πολύ 1963 και 1974 στη ζωή μου, έχω σπαταλήσει χρόνο, φαιά ουσία, μια θητεία για να μπορέσει να εξυπηρετηθεί το ιστορικό χρέος των προηγούμενων γενεών. Τώρα πια είναι η σειρά μας, κι αν χάσουμε κι αυτό το τρένο τότε θα πρέπει να ζητήσουμε κι άλλη αναβολή. Κι όπως και το ίδιο το Κυπριακό, ήμασταν δέκα χρονών, γίναμε είκοσι, γίναμε τριάντα, πάμε για σαράντα. Αλήθεια, πόσο χρόνο έχουμε; Μαζί με αυτά σκέφτομαι ότι τελείωσαν τα ψέματα και για την κοινωνία μας, αλλά και για τον καθένα ξεχωριστά. Αυτή τη φορά στη συνάντηση με την Ιστορία δεν θα μπορέσουμε να αρθρώσουμε δικαιολογίες: «δεν ξέραμε», «δεν το περιμέναμε», «θα έρθουν καλύτερες μέρες». Δεν θα φτουράνε τα επιχειρήματα για την «ευρωπαϊκή λύση», το «σωστό περιεχόμενο», την «επανατοποθέτηση». Εδώ, ενώπιος ενωπίω, ο καθείς με τον καθρέφτη του, την οικογένειά του και τους φίλους του για να απαντηθούν τα πραγματικά ερωτήματα. Δηλαδή, αν θέλουμε λύση, αν πιστεύουμε σε αυτή τη λύση που θα προκύψει και αν είμαστε έτοιμοι να δουλέψουμε για την καλή της λειτουργία. Το μέλλον δεν έρχεται μόνο του, θέλει κουπί, θέλει ψυχραιμία, θέλει προετοιμασία. Ας στείλουμε την παλιά Κύπρο, των νεκρών, των μαρτύρων, των αγνοουμένων, της λατρείας του θανάτου στους παλιούς τόμους της ιστορίας και τον φόβο, την πολιτική μυωπία και την περιχαράκωση στις υποσημειώσεις της. Γι’ αυτό επιτρέψτε μου την παράφραση: «Να ελευθερωθεί η Ιστορία. Ν' ανοιχθεί στο μύθο. Αν δεν το μπορούμε κι εμείς, αδερφέ, πώς θα το μπορέσουν μόνο οι πολιτικές; Το πτώμα του παρελθόντος να γίνει γεγονός αναστάσιμο. Πάμε…”.


2 Φεβρουαρίου 2014

Τι είναι σήμερα η Ευρώπη;




Τι είναι σήμερα η Ευρώπη; Ποιο είναι το πολιτικό πρόταγμά της; Ποια προοπτική δίνει στους πολίτες των χωρών της; Πώς διεκδικεί και επιτυγχάνει την πολιτική και δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεών της; Πού οδεύει το εγχείρημα της κοινής αγοράς; Ποιο είναι το νόημα της συμμετοχής μας σε αυτή τη συσσωμάτωση; Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ερωτήσεις που ο κάθε ένας υποχρεούται να θέτει στον εαυτό του σε κάθε στιγμή της πολιτικής συγκυρίας και να αποπειράται τον αναστοχασμό πάνω στα θεμελιωτικά συστατικά της ευρωπαϊκής μας πορείας.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, διαπιστώνεται η έλλειψη μιας σοβαρής συζήτησης στην κοινωνία μας για την αναγκαιότητα, το όφελος και το τίμημα από την ένταξη στην ΕΕ. Το εγχείρημα είχε εξαρχής έναν σαφή προσανατολισμό: να ταυτίσει την πορεία ένταξης με την προσπάθεια λύσης του Κυπριακού και να αναδιατάξει τη δυσμενή πολιτική συνθήκη που επέβαλε ο βίαιος διαμελισμός του νησιού το 1974. Η σκιά του Κυπριακού έπεσε βαριά πάνω στις υπόλοιπες πτυχές της ένταξης στην ΕΕ, συντελώντας στην απουσία διαλόγου για τις συνέπειές της. Με τη συνδρομή σημαντικών πολιτικών και οροσήμων, με αποκορύφωμα τη συμφωνία του Ελσίνκι, το εγχείρημα φάνηκε να αποδίδει καρπούς, αφού η μηχανική του απέδωσε το αποτέλεσμα για το οποίο είχε σχεδιαστεί: αποσύνδεση της λύσης από την ένταξη, παράλληλη πορεία ενταξιακών και συνομιλιών λύσης, πρόσδεση της Τουρκίας στο άρμα της Ένωσης και δημοψηφίσματα για το σχέδιο λύσης. Σήμερα, αυτό το πολιτικό όραμα είναι ξεπερασμένο από την ίδια την πολιτική συγκυρία, η περιώνυμη «ευρωπαϊκή λύση» δεν ήρθε ποτέ, αφού ποτέ δεν υπήρξε, και η Κύπρος, αφού απέτυχε να γίνει υπερδύναμη, υπενθυμίζει στον κόσμο την ύπαρξή της επαναφέροντας διαρκώς και μονοθεματικά το πρόβλημά της.
Με την εξάντληση του καυσίμου που έδινε το Κυπριακό και με τη συνεπικουρία της οικονομικής κρίσης και των γεγονότων του 2013, η Κύπρος ξύπνησε απότομα στον πραγματικό κόσμο της ΕΕ. Εκεί όπου το μέγεθος μετράει, η έγκαιρη πρόσβαση στην πληροφορία και η διαρκής παρουσία στους θεσμούς έχει ειδική σημασία κι όπου αναμένεται από σένα να έχεις διαμορφωμένες πολιτικές και θέσεις. Το wake-up call μας φέρνει αντιμέτωπους με σημαντικές αντιφάσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τεστάρει το πραγματικό περιεχόμενο των πολιτικών συνθημάτων. Για παράδειγμα, το σλόγκαν της «περισσότερης Ευρώπης» σημαίνει ότι μπορεί ένα άτυπο όργανο, όπως το Eurogroup, να βάλει ένα βράδυ το χέρι του βαθιά στην τσέπη σου. Είναι αυτό ένα είδος εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης στο οποίο θέλουμε να συναινέσουμε; Θέλουμε εξαιρετικά λεπτομερείς και ομοιόμορφους ανά την Ευρώπη κανόνες για ζητήματα που ελάχιστα έχουν να κάνουν με την καθημερινότητά μας, όπως για παράδειγμα για το αν το ελαιόλαδο θα σερβίρεται στα εστιατόρια με την ετικέτα του παραγωγού ή σε απλά γυάλινα μπουκάλια;
Αντιστοίχως, η παλιά καλή πολιτική εισήγηση των Ευρωπαίων φεντεραλιστών για εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης με απώτερο σκοπό την ομοσπονδιοποίηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει πεθάνει, αφού ούτε σοβαρό πολιτικό εκτόπισμα κουβαλά, ούτε οι φορείς των ιδεών της έχουν παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο. Ας ρίξουμε μια ματιά στις εθνικές πολιτικές σκηνές για να δούμε τι πραγματικά απασχολεί την πολιτική επικαιρότητα.
Επιστρέφοντας στην Κύπρο, ο οικονομικός πειθαναγκασμός που επέβαλε η δανειακή σύμβαση αποτελεί το τραγικό τέλος ενός πάρτι που κράτησε τρεις δεκαετίες, τον λογαριασμό του οποίου καλείται να πληρώσει η δική μου γενιά. Αν τολμήσεις να διερωτηθείς γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί πρέπει να καταβληθεί ένα τέτοιο κοινωνικό κόστος, ποιοι ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση και ποιοι προσπορίζονται το όφελος, βομβαρδίζεσαι από τη ρητορική του «δεν υπάρχει άλλος δρόμος», την ειρωνεία του «έχεις κάτι να προτείνεις;» και τη ρετσινιά του ευρωσκεπτικιστή. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω γνώσεις οικονομικών για να εξετάσω στην ολότητά τους τα μέτρα που λαμβάνονται, ούτε και έχω συνολικό οικονομικό σχέδιο διάσωσης. Κατ’ ακρίβεια, κανείς από τους συμπατριώτες μας δεν έχει από μόνος του κάποιο σχέδιο, όπως καταμαρτυρεί και η διαχείριση του Μαρτίου του 2013. Ακόμη κι έτσι, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει, σε μας τους απολιτίκ, αποστασιοποιημένους, αμαθείς πολίτες, τις εναλλακτικές που εξετάστηκαν, αλλά βιάστηκαν να μας φοβερίσουν ότι η έξοδος από το ευρώ συνεπαγόταν και έξοδο από την ΕΕ με αποκαλυπτικές συνέπειες. Δεν βλέπω τίποτα ευρωπαϊκό ή διαφωτιστικό στη λήψη αποφάσεων υπό το κράτος απειλών ή πιστολιών στον κρόταφο κι εξακολουθώ να πιστεύω ότι το ζήτημα δεν είναι το ευρώ ως νόμισμα από μόνο του και η παραμονή σε αυτό, αλλά οι οικονομικές πολιτικές που το συνοδεύουν. Αν ακόμα και στα στοιχειώδη δεν μπορεί να αρθρωθεί μια αμφισβήτηση, αμφιβάλλω αν το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει σήμερα κάποιο περιεχόμενο που να είναι ικανό να συνεγείρει τους πολίτες της Ένωσης.