25 Αυγούστου 2013

Θα έρθει η μέρα μας




Το να μεγαλώνεις σε μια πόλη όπως η Λευκωσία ήταν μια περίεργη υπόθεση, που σε κάποιους από μας άφησε μια ημιτελή αίσθηση προσανατολισμού. Καθώς περπατούσες στην παλιά πόλη, συναντούσες συχνά βαμμένα βαρέλια, σκοπιές και ενδείξεις που σε κατεύθυναν δυτικά ή ανατολικά, απαγορεύοντας ή προειδοποιώντας σε για το ενδεχόμενο να κινηθείς βόρεια. Ακόμα συναντάς τέτοιες εικόνες, οι οποίες είναι γερά εμπεδωμένες στη συνείδησή μας. Έτσι έμοιαζε η μικρή μας πόλη από τον καιρό που τη θυμόμαστε. Για δεκαετίες, δεν μπορούσαμε να περάσουμε απέναντι και βρίσκαμε τον ίδιο περιορισμό, ξανά και ξανά σε κάθε παράλληλο δρόμο.

Το 2003 έφερε τη μερική άρση των περιορισμών. Στις μέρες μας είναι δυνατό να περάσει κανείς πεζή απέναντι από δύο καθορισμένα σημεία διέλευσης, αφού συμμορφωθεί με διάφορες διατυπώσεις. Το να επιστρέψεις πίσω συνεπάγεται να σε πιάνει ψιλοκουβέντα ο εκάστοτε ελληνοκύπριος αστυνομικός έτσι ώστε να μπορέσει να διακρίνει και να αναγνωρίσει αν είσαι Ελληνοκύπριος ή ξένος, χωρίς ωστόσο να γίνονται ταυτόχρονα επίσημοι έλεγχοι ταυτοτήτων ή άλλων εγγράφων. Εδώ είναι ένα σύνορο που δεν είναι σύνορο, μια σύγκρουση που δεν είναι σύγκρουση, ένα κράτος που δεν είναι κράτος, μια νοητή γραμμή που μπορείς να την περνάς μόνο με έναν τρόπο.

Την πρώτη φορά που περάσαμε απέναντι, συνειδητοποιήσαμε ότι η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στην άλλη πλευρά, μόνο που από δω ήταν κόκκινα και λευκά βαρέλια που εμπόδιζαν την ελεύθερη κυκλοφορία. Η διαπίστωση ότι οι συμπατριώτες μας στον βορρά είχαν σκοντάψει πάνω στα ίδια εμπόδια, αλλά από την άλλη πλευρά, μας άφησε ένα περίεργο αίσθημα, αφού επρόκειτο για άτομα της δικής μας ηλικίας, με τα ίδια όνειρα, που έβγαιναν με μπίρες με τους φίλους τους, όπως κι εμείς, που άκουγαν πιθανότατα την ίδια μουσική με εμάς, που ζούσαν μερικά μόνο βήματα μακριά από τα δικά μας σπίτια, αλλά που αγνοούσαμε την ύπαρξη ο ένας του άλλου.

Αν ήμασταν τυχεροί, θα συναντούσαμε ορισμένους από αυτούς σε πανεπιστήμια ανά την υφήλιο, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο ή τις ΗΠΑ. Κι εδώ ήταν μια από τις ειρωνείες του πράγματος, το ότι δηλαδή έπρεπε να ταξιδέψουμε χιλιάδες μίλια μακριά από την κοινή μας πατρίδα για να συναντηθούμε, ενώ ενδεχομένως και να ζούσαμε σε μια απόσταση που θα μπορούσε να διανύσει κανείς μέσα σε 10 λεπτά με το αυτοκίνητο. Αυτή ήταν, και είναι ακόμη, μια από τις σχιζοφρένειες του Κυπριακού προβλήματος και μια από τις συνέπειες του διαχωρισμού και της διαίρεσης επί του εδάφους, του πληθυσμού και των μυαλών των ανθρώπων.

Το όνειρο, που όσο πάει και ξεφτίζει και το ανακαλούμε όλο και πιο αραιά, είναι ότι μια μέρα, ελπίζουμε σύντομα, το να κάνεις μια ανέμελη βόλτα στη Λευκωσία δεν θα συμπεριλαμβάνει το τρακάρισμα σε βαρέλια, απαγορευτικές πινακίδες και απομεινάρια φυλακίων. Ίσως έτσι θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια πλήρη αίσθηση προσανατολισμού – επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή μας.


Ο Νικόλας Κυριάκου δεν θα ήθελε να είναι ένας άνθρωπος που μιλάει μόνο με επιρρήματα.

18 Αυγούστου 2013

Μια γυναίκα

-->


Σήμερα που σου γράφω είναι Δευτέρα, 12 του Αυγούστου του 2013. Είναι μια ήσυχη Δευτέρα, ο ήλιος πάει να πέσει και φυσάει ελαφρώς. Η Λευκωσία έχει εκείνη την ωραία απογευματινή όψη της, το φως λαμπιρίζει πάνω στην πουρόπετρα ή αντανακλάται βίαια πάνω στις πολυκατοικίες των περιχώρων. Σήμερα που λες μια Κύπρια, μια γυναίκα, η Doğuş Derya μίλησε με τις λέξεις που αιώνες πρόσμεναν οι νεκροί κι οι αδικημένοι να ακούσουν σε αυτό το νησί. Είπε περίπου τα εξής:

«Ορκίζομαι στην ανθρώπινη μου τιμή ότι θα εργαστώ για τον οποιοδήποτε ζει στην Κύπρο με στόχο να μη θυματοποιηθεί εξαιτίας της γλώσσας, της θρησκείας, της φυλής, του τόπου γέννησης, της κοινωνικής τάξης, της ηλικίας, της φυσικής ικανότητας, του φύλου ή του σεξουαλικού προσανατολισμού, ότι θα προσπαθήσω για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος δικαιοσύνης και ισότητας όπου η εργασία δε θα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, ότι θα επιδιώξω την αντικατάσταση της κουλτούρας της σύγκρουσης και της βίας με τη θεμελίωση των αξιών της ειρήνης και της συναίνεσης, ότι θα μείνω αφοσιωμένη στις αξίες του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ότι δε θα παραιτηθώ από το όραμα της εγκαθίδρυσης μιας ομοσπονδιακής Κύπρου».
 

Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι αν τα καταφέρουμε ποτέ να φτιάξουμε αυτή την ομοσπονδιακή πολιτεία - ναι, εμείς, η γενιά μας που εκμαυλίστηκε συνειδησιακά, για να λοιδορηθεί μετά ως απολιτίκ - λέω, λοιπόν, να μνημονεύουμε αυτά τα λόγια ως τα λόγια που άνοιξαν την πόρτα σε μια νέα Κύπρο. Αν το λύσουμε, εμείς, εσείς, εγώ κι εσύ, τότε να θυμόμαστε ότι μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι, μέσα στο περιβάλλον της πιο διάχυτης στρατοκρατίας, εδώ σ’ αυτό το νησί που έχει γίνει ναός του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας, που κρύβει μέσα στη γη του τόσους νεκρούς, που κουβαλά το άχθος και το άγος τόσων αδικοσκοτωμένων, ότι βρέθηκε ένας άνθρωπος, μια γυναίκα, να μιλήσει απλά και να ψιθυρίσει τα λόγια της λογικής, του ονείρου και της προσδοκίας κόντρα στους ανέμους και τις θύελλες του μίσους, του διαχωρισμού και της βίας που συνηθίσαμε τόσο πολύ.

Σήμερα που το να ποντάρει κανείς στους λόγους των μνημοσύνων για να κερδίσει λίγες περισσότερες ψήφους φιγουράρει ως φυσιολογική πολιτική πράξη, που οι εσωτερικές κυβερνητικές ισορροπίες επιτάσσουν επιφυλακτικές κινήσεις, που οι πολλοί φαίνεται να προτιμούν πια τη συνέχιση του status quo παρά την προοπτική της λύσης, σήμερα έχουμε περισσότερο ανάγκη από ανθρώπους όπως η Doğuş για να μας θυμίζει το όνειρο μέσα μας, ότι απέναντι υπάρχουν συνοδοιπόροι και σύμμαχοι, ότι το να υποστηρίζεις την ειρηνική συμβίωση, την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σεβασμό στη μικρή ή μεγάλη διαφορετικότητα του καθενός δεν είναι ξεπερασμένο, ανέφικτο και χιμαιρικό. 

Φάγαμε πολύ ρεαλισμό και πατριδογνωσία από τους απατεώνες, καιρός για λίγο όνειρο και προοπτική από αληθινούς ανθρώπους, δεν νομίζετε;

11 Αυγούστου 2013

Οι κανονικοί άνθρωποι




Τους συνάντησα ένα μεσημέρι Κυριακής σε μια παραλία έξω από τον Μαζωτό. Εκεί που δεν έχει ξαπλώστρες, οργανωμένες παραλίες, beach bars, γκόμενες με brazilian και καρπουζί νύχι, δίπλα σε φουσκωτούς τύπους με μούσια και τατουάζ. Ήταν μια πενταμελής οικογένεια που κουβαλούσε τα απολύτως απαραίτητα για την παραλία και το φαγητό της. Βούτηξαν, έφαγαν, γέλασαν, λιάστηκαν για ώρα. Δεν ενόχλησαν με υστερικές φωνές – πήραν όσο χώρο τους αναλογούσε λογικά σε μια παραλία με πέτρες και πέρασαν ένα κανονικό απόγευμα μαζί. Κανονικοί άνθρωποι.

Άκουσα, επίσης, γι’ αυτούς από διηγήσεις άλλων: είναι άνθρωποι που ζουν ακόμα στους ρυθμούς της ανταλλακτικής οικονομίας των χωριών, που ξέρουν να δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους με πεσκέσια και καθημερινές, ίσως ασήμαντες, χειρονομίες. Καλάθια με φρούτα, παραγωγή της εποχής, απλώς και μόνο επειδή έτυχε να τους κάνεις μια μικροδιεκπεραίωση ή να τους πεις μια κουβέντα παραπάνω, εκεί που άλλοι χτίζουν τοίχους στα αυτιά τους. Κανονικοί άνθρωποι.

Τους βλέπεις κάποιες φορές στα πάρκα με καφέ και νερό στο χέρι να περπατούν ή να κάθονται στα παγκάκια, όταν γύρει λίγο ο ανηλεής ήλιος του τόπου μας. Κατ’ ακρίβειαν, μιλούν μεταξύ τους, για πράγματα της μέρας καθημερινά, ή για πιο σοβαρά και βαθιά της ψυχής τους. Κοινωνούν και επικοινωνούν όπως χρόνια και χρόνια κάνουν οι άνθρωποι: κάτω από τον ήλιο, κάτω απ’ τα αστέρια, στο σκάσιμο του κύματος σε μια παραλία. Η εύκολη λύση θα ήταν να παρασυρθούν από τις μόδες του συρμού, να ταμπουρωθούν με εκατοντάδες άλλους μέσα σε ένα mall, σε έναν κλιματιζόμενο χώρο και να ανακατεύουν ένα freddo cappuccino για ώρες. Κανονικοί άνθρωποι.

Τους σκέφτομαι όλους αυτούς στις πιο αναπάντεχες στιγμές της δικής μου εργασιακής μέρας, όταν βυθίζομαι σε ωκεανούς εγγράφων και σε ατέρμονες τηλεφωνικές συνομιλίες με τον τάδε επικεφαλής ή τον δείνα διευθυντή, που πολιορκεί τον ακουστικό μου πόρο με εξειδικευμένους όρους και την κεκαλυμμένη ευθυνοφοβία του απέναντι σε οτιδήποτε απαιτεί απόφαση, ενώ την ίδια ώρα κρατώ σημειώσεις για τις, επείγοντος χαρακτήρος, εκκρεμότητές μου. Κατά κάποιο τρόπο, είναι η δική μου έξοδος κινδύνου, το κουμπί πανικού, το σουπερ-όπλο που βρίσκει κανείς σε ηλεκτρονικά παιχνίδια. Απέναντι σε αυτή την αδιάκοπη βαβούρα που φοράει το προσωπείο της σοβαρότητας, του επαγγελματισμού και της εξουσίας, έχω βρει αυτή την παράδοξη τεχνική για να ξεφεύγω και να θυμάμαι ότι ο πραγματικός κόσμος δεν είναι πάντα έξω, αλλά και μέσα μας, ότι το αντικείμενο της εργασίας μας δεν μας καθορίζει ολοκληρωτικά κι ότι δεν ζούμε για να δουλεύουμε, αλλά δουλεύουμε για να ζούμε. Πιο πολύ, ότι ο εγκλεισμός μας σε γραφεία, οι περιώνυμες white collar jobs, κουβαλούν μαζί τους κάτι το εγγενώς αντίθετο στην ανθρώπινη φύση μας, που μεταμορφώνει πολλούς από εμάς σε απλούς διαβιβαστές μηνυμάτων ή εκτελεστές άνωθεν οδηγιών, χωρίς ταυτόχρονα να μας επιτρέπει να αναστοχαζόμαστε κριτικά για το τι κάνουμε, γιατί το κάνουμε, ποιοι είμαστε και πού θέλουμε να πάμε. Υποψιάζομαι ότι πέρα από τη λειτουργία αυτού του σχήματος στο προσωπικό-καθημερινό επίπεδο, ανάλογες σκέψεις, προεκτάσεις και συσχετισμοί μπορούν να γίνουν και για τη λειτουργία της κοινωνίας μας. Σ’ αυτήν όπου υπάρχουν ακόμα ευτυχώς κανονικοί άνθρωποι.



Ο Νικόλας Κυριάκου τη Δευτέρα το βράδυ θα σταθεί χωρίς ομπρέλα κάτω από τη βροχή των Περσείδων.

4 Αυγούστου 2013

ΕΔΑΔ και μεταναστευτικό




Στις 23 Ιουλίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Κύπρο για την παράνομη κράτηση και απέλαση ενός Σύρου, επιδικάζοντας το ποσό των 10 χιλ. ευρώ ως αποζημίωση. Το κείμενο της απόφασης εδώ εκτείνεται σε 67 απτές σελίδες, όπου με περισσή ενάργεια και γλαφυρότητα περιγράφονται οι πράξεις και οι παραλείψεις των οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και η αξιολόγησή τους σε σχέση με τα ελάχιστα επίπεδα προστασίας που ορίζει η σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το αγαπημένο μου απόσπασμα από την απόφαση σε ανεπίσημη μετάφραση έχει ως εξής:

"Το Δικαστήριο παρατηρεί επιπλέον ότι τα διατάγματα απέλασης και κράτησης βασίζονταν προδήλως σε λάθος των αρχών. Αφού η αίτηση ασύλου του προσφεύγοντος εξακολουθούσε να βρίσκεται στη διαδικασία επανεξέτασης επανεξέταση, αυτός συνέχιζε να έχει το πλεονέκτημα του ανασταλτικού αποτελέσματος. Ωστόσο, παρά αυτό το λάθος, τα διατάγματα εναντίον του προσφεύγοντος συνέχισαν να παραμένουν σε ισχύ για περισσότερο από δύο μήνες, στη διάρκεια των οποίων η επανεξέταση του αιτήματος ασύλου εξακολουθούσε να διεξάγεται και ο προσφεύγων δεν απελάθηκε στη Συρία μόνο και μόνο επειδή ήταν σε εφαρμογή ο Κανονισμός 39. Καμία εσωτερική αποτελεσματική θεραπεία δεν ήταν διαθέσιμη για να αντιμετωπιστεί αυτό το λάθος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημειώνει την απουσία αποτελεσματικών διασφαλίσεων που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τον προσφεύγοντα από τη λανθασμένη απέλαση κατά τον κρίσιμο χρόνο”.

Στο εγγύς μέλλον το Δικαστήριο αναμένεται να εκδικάσει ακόμα σαράντα περίπου προσφυγές, οι οποίες πηγάζουν από τα ίδια πραγματικά γεγονότα. Το ενδεχόμενο νέων καταδικών της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν θα πρέπει να αποκλείεται. Ένας απλός πολλαπλασιασμός του αριθμού των προσφυγών με το επιδικασθέν ποσό αποτυπώνει με τον πιο απτό τρόπο το κόστος της κακοδιοίκησης και της διατήρησης των μικρών βασιλείων εντός των αρμόδιων υπηρεσιών. Eκτός από τη δυσάρεστη θέση στην οποία τοποθετείται το κράτος μας εντός του Συμβουλίου της Ευρώπης, αυτό το ποσό είναι μέρος του πραγματικού οικονομικού κόστους για την Κυπριακή Δημοκρατία και κατ’ επέκταση για τους φορολογούμενους.

Δυστυχώς η απόφαση θάφτηκε από τα ΜΜΕ αλλά και από ορισμένους κατά τα άλλα λαλίστατους βουλευτές, οι οποίοι κατά καιρούς είχαν τροφοδοτήσει με λαϊκίστικο τρόπο τη δημοσιοποίηση των επιταγών με ποσά μερικών χιλιάδων ευρώ, τα οποία αφορούσαν οικονομικά βοηθήματα προς πολιτικούς πρόσφυγες ή αιτητές ασύλου. Δυστυχώς, η απόφαση αυτή δεν φαίνεται να κινητοποιεί μια πραγματική συζήτηση για τον αδιαφανή, καταχρηστικό και παράνομο, σύμφωνα με άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και της παρούσας του ΕΔΑΔ, τρόπο λειτουργίας των αρμόδιων κρατικών οργάνων.

Ένας από τους λόγους που εξηγεί αυτή την αδράνεια είναι, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, η έλλειψη πολιτικής βούλησης. Μαζί και η υποβόσκουσα ιδεολογική προσέγγιση στο θέμα που συμπυκνώνεται στη χρυσαυγίτικης έμπνευσης τοποθέτηση ότι οι μετανάστες στερούν το ψωμί των Κυπρίων. Όσο δεν αλλάζουμε μυαλά και πολιτικές, θα υπάρχουν (ελπίζω) και οι εξωτερικοί κριτές για να θυμίζουν ότι στραβά αρμενίζουμε.