31 Ιανουαρίου 2016

Παθογένειες




Η συμμετοχή του Προέδρου στο Νταβός και η επίσκεψη Α. Κυπριανού στην Τουρκία φέρνει στο προσκήνιο ξανά τις καλά ριζωμένες παθογένειες του κυπριακού πολιτικού συστήματος και τις αντανακλαστικές αντιδράσεις της κοινωνίας μας. Μία όψη τους είναι η δραματική και καταστροφολογική αντίδραση απέναντι στα γεγονότα, που κοινώς και κεχωρισμένως, παρουσιάζονται να συντελούν σε εξελίξεις που βαίνουν σε βάρος του κράτους και της εθνικής υπόθεσης. Αναρωτιέμαι αν έχει υπάρξει έστω και μία φορά που, σε ανάλογου βεληνεκούς γεγονότα, δεν υπήρξε η αναμενόμενη αντίδραση, η οποία ισχυρίζεται ότι υποχωρούμε, καταστρεφόμαστε, καταδιωκόμαστε. Θα είχε ενδιαφέρον εάν αυτό αποτελούσε αντικείμενο μιας σοβαρής, επιστημονικής έρευνας με αναδρομή στον τοπικό τύπο. Αν θα έπρεπε να εντάξουμε κάπου αυτή την παθογένεια, αυτή θα ήταν στην κατηγορία του «ηθικού πανικού»: παραφουσκωμένες αντιδράσεις στα ΜΜΕ με προειδοποιήσεις για τη διολίσθηση, η οποία απειλεί διαρκώς και θεμελιωδώς την ύπαρξή μας. Είμαστε το μικρό γαλατικό χωριό που αντιστέκεται ηρωικά, αλλά τρέμει στην ιδέα ότι θα πέσει ο ουρανός στα κεφάλια μας.

Μια δεύτερη παθογένεια είναι ο μικρομεγαλισμός και η έλλειψη της δυνατότητάς μας να καταλάβουμε την ιστορική προοπτική και τους συσχετισμούς. Αυτό οδηγεί συχνά σε ηθικολογικές προσεγγίσεις («Το δίκαιο των αιτημάτων μας»), με υπεροπτικούς τόνους («Να αντιληφθούν οι ξένοι την πραγματική βάση του προβλήματος). Θεμελιώδης νόμος, όμως, της κοινωνικής συνύπαρξης και του διαλόγου είναι να πιστώνεις τον απέναντί σου με την ελάχιστη απαιτούμενη ικανότητα να αντιληφθεί όσα του λες. Εν τέλει, αν επιζητείς τη δική του αναγνώριση και αποδοχή, αυτό προϋποθέτει ότι είναι ισότιμός σου και ικανός να σου την παράσχει. Το παιχνίδι χάνεται όμως όταν επιχειρείς από καθέδρας να του δείξεις τα αμπελοχώραφά του. Όπως κάνουν συχνά μέλη της προσφιλούς ομάδας των νομικών (στην οποία, φευ, ανήκω) όταν αποπειρώνται να εξηγήσουν το αληθινό περιεχόμενο του διεθνούς δικαίου και τον σωστό τρόπο εφαρμογής του κεκτημένου στους ξένους συνομιλητές τους. Αστεία πράγματα για σοβαρές υποθέσεις. Ακούγεται απλό, αλλά μάλλον δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητό: Το Κυπριακό δεν είναι ο λόγος ύπαρξης του διεθνούς δικαίου.

Η τρίτη, και δυνητικά πιο επικίνδυνη, είναι ο μανιχαϊστικός τρόπος ανάλυσης. Ο κόσμος διαιρείται σε καλούς και κακούς, σε συμμάχους και εχθρούς, σε άσπρο και μαύρο. Από το μεγάλο καλάθι των παραδειγμάτων, ανασύρω τον πολιτικό έρωτα με το Ισραήλ και τις ονειρώξεις για τη δημιουργία ενός τόξου συμμαχίας στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Κι επίσης, η κατανόηση της κοινωνίας μας μέσα από απόλυτους όρους και ακραία δίπολα όπως «απορριπτικός-ενδοτικός», «λυσοφοβικός-νενέκος», «φουστανελάς-τουρκοπροσκυνημένος». Αυτή η κοινωνία δεν έχει μετριοπαθείς ανθρώπους, που να εντάσσονται στο ενδιάμεσο αυτών των σημείων. Και πέρα από αυτό, κάνοντας μια παύση στην ένταση που συνοδεύει τους χαρακτηρισμούς, πιστεύω ότι αυτού του είδους οι αψιμαχίες δεν αφορούν κανέναν άλλον εκτός από τους λίγους που τις παρακολουθούν και τους ακόμα λιγότερους που τις διεξάγουν. Με ζώνει η υποψία ότι όλο αυτό το σκηνικό που παρακολουθεί κανείς στις ειδήσεις των 8 και στο διαδίκτυο περιέχει και ένα φορτίο ματαιότητας. Ειρωνικά, την ίδια στιγμή μας πνίγει και η αίσθηση του περισπούδαστου και σημαντικού για όσα συμβαίνουν στο νησί μας, καθώς ο κόσμος εκεί έξω φλέγεται.

Και η τέταρτη, ως άθροισμα των προηγούμενων, είναι η σχιζοφρενική στάση απέναντι στους τρίτους, τους ξένους, τη διεθνή κοινότητα. Από τη μια επιζητούμε τη δική τους συμβολή, παρέμβαση, μεσολάβηση και από την άλλη εύκολα προσχωρούμε στη μανία καταδίωξης, αφού όλοι θέλουν να μας αφανίσουν, να μας ξεγελάσουν. Ωστόσο, όταν οι ευθύνες αποδίδονται πάντα αλλού, όταν αναλαμβάνουμε αυτόβουλα τον ρόλο του πτωχού πλην τίμιου που περιφέρει το δίκαιό του ενώπιον ισχυροτέρων και όταν πρόθυμα εκχωρούμε τη δυνατότητά μας να σκεφτόμαστε έναντι βολικών θεωριών συνωμοσίας, τότε μάλλον δεν πρέπει να αναρωτιόμαστε για το κακό το ριζικό μας...


17 Ιανουαρίου 2016

Πολιτική και σεξισμός

-->


Επιτρέψτε μου σήμερα να αποπειραθώ να ενώσω μερικές από τις τελείες της πολιτικής σκηνής της χώρας μας για να μιλήσω για τον σεξισμό και τον ματσισμό. Σύντομοι ορισμοί, χωρίς να διεκδικώ επιστημονική πληρότητα. Αφενός, ο σεξισμός είναι η διάκριση με βάση το φύλο, που στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων εκδηλώνεται εναντίον γυναικών. Αφετέρου, ο ματσισμός αποδίδει τον ομόηχο machismo, που χονδρικώς είναι η επίδειξη ανδροπρέπειας και η υπερβολική υπερηφάνεια που συνδέεται με την ιδιότητα του άνδρα.

Τα περιστατικά που έχω υπόψη μου είναι πρόσφατα και έχουν συζητηθεί εκτενώς στη δημόσια σφαίρα. Τα κοινά χαρακτηριστικά των περιστατικών είναι αρκετά και ενδιαφέροντα: αφορούν άνδρες που έχουν αψηφήσει την κείμενη νομοθεσία και έχουν δημοσίως υπερασπιστεί την παραβίαση των κανόνων, επικαλούμενοι μία διαφορετική εκδοχή της πραγματικότητας ή κάποιες αξίες που κείνται πέραν των νομικών κανόνων. Η γκάμα των περιστατικών είναι ευρεία: οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα, ποζάρισμα με πιατέλα αμπελοπουλιών, άρθρωση ομοφοβικού λόγου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χαρακτηρισμός βουλεύτριας ως τσουλιού και απόπειρα φωτογράφισης κάτω από τη φούστα της.

Φοβάμαι ότι η αντιμετώπιση των περιστατικών αυτών ως μεμονωμένων περιστατικών, που εγγράφονται σε ένα ορίζοντα γραφικότητας, δεν είναι αρκετή. Κι αυτό γιατί οι κοινωνικές δυναμικές και συμβάσεις στις οποίες εδράζονται είναι τόσο δυνατές, που μόνο η δημόσια και ποινική, όπου αρμόζει, αντιμετώπιση τους μπορεί να δρομολογήσει την αποδόμησή τους. Ούτε μπορούν οι εμπλεκόμενοι να αφεθούν μόνο στην κρίση του λαού για αρκετούς λόγους: πρώτα από όλα, βρίσκονται στη θέση που είναι λόγω ακριβώς της κρίσης του λαού. Κι ο λαός αυτός δεν είναι μία οντότητα που ενεργεί με ορθολογιστικά και συνεπή κριτήρια, ούτε μπορεί να κρίνει με τα ίδια μέσα και συνέπειες που έχει η δικαιοσύνη. Αντίθετα, ένα μέρος του λαού επικροτεί και συνυπογράφει αυτές τις συμπεριφορές και γι’ αυτό δεν έχει πρόβλημα, εάν δεν επιθυμεί κιόλας, να τις βλέπει στο δημόσιο βίο της χώρας.

Κι αυτό με φέρνει στο επόμενο σημείο μου: ότι αυτές οι συμπεριφορές αντικατοπτρίζουν εμπεδωμένες αντιλήψεις για το ποιες είναι οι γυναίκες στην κοινωνίας μας, τη θέση τους, τις ικανότητες τους και φωτίζουν τους λόγους που ο φαύλος κύκλος της υπο-αντιπροσώπευσης τους διανύει αισίως την έκτη δεκαετία ζωής του, μαζί με την παραπαίουσα Δημοκρατία μας. Κι ακόμα πιο βαθιά: αυτές οι συμπεριφορές προέρχονται, όχι τυχαία κατά την άποψη μου, από το χώρο της σκληρής λαϊκής δεξιάς, που υμνεί την ανδροπρέπεια, την ντομπροσύνη, που ξέρει να τιμά τα παντελόνια, που κάνει κουμάντο στο σπίτι, μπορεί να ρίχνει και κανένα σκαμπίλι όταν εκνευριστεί και τέλοσπαντων πληροί όλα τα στερεότυπα ελληνικής ταινίας του ’60. Προσθέστε, πολλαπλασιάστε, ασχοληθείτε με τα πιο πάνω με όποια σειρά θέλετε και θα βρεθείτε, χωρίς να το καταλάβετε, στον επόμενο κύκλο της κολάσεως: με την εμφυλη βία, τις κακοποιημένες και δολοφονημένες γυναίκες, τους εντός γάμου βιασμούς και τα “εγκλήματα πάθους” από άνδρες που επειδή δεν σηκώνουν πολλά-πολλά σηκώνουν τα G-3 τους.