25 Νοεμβρίου 2012

Πριν δύο Κυριακές


Πριν δύο Κυριακές, ένα ήρεμο και φωτεινό πρωϊνό, ο δρόμος μου με πήρε από τη μια άκρη της Λεωφόρου Κυρηνείας στην άλλη. Στη σύντομη διαδρομή της, βρίσκει κανείς τρεις εκκλησίες: τον Άγιο Νεκτάριο, τον Απόστολο Ανδρέα και τη νεόδμητη Αγία Βαρβάρα. Αν συνυπολογίστει και ο Άγιος Γεώργιος της Αθαλάσσας, βρίσκεται ήδη μια υπερσυγκέντρωση εκκλησιών στην περιοχή. Αν και κάποιος θα μπορούσε να διερωτηθεί για την αναγκαιότητα τόσων εκκλησιών σε μια τόσο μικρή γεωγραφική περιοχή, η έκπληξη ήρθε από τον αριθμό αυτοκινήτων που ήταν σταθμευμένα έξω από αυτές, υποδηλώνοντας τον αριθμό των πιστών που συνέρρευσαν στους ναούς.

Είναι ένα διαρκές φαινόμενο ή μήπως η κρίση οδηγεί τον κόσμο πίσω στην πίστη; Υποψιάζομαι το δεύτερο. Οι καιροί της ευμάρειας, επίπλαστης ή μη, είναι πια πίσω μας και οι γενιές καλούνται να επιτελέσουν νέους ρόλους. Η νέα γενιά να αποδεχθεί ότι ίσως να μην ζήσει με το ίδιο βιοτικό επίπεδο που είχαν οι προηγούμενοι και να συντηρήσει ένα συνταξιοδοτικό σύστημα που θα διεκδικεί μερτικό από την καθημερινότητα της, χωρίς να υπάρχει εγγύηση ότι και η ίδια θα ωφεληθεί αντίστοιχης μέριμνας. Η παλιότερη γενιά να βιώσει τη συντριπτική ήττα του κυπριακού ονείρου: δεν θα κτιστούν σπίτια για τα παιδιά, δεν θα υπάρξουν οικονομίες, δεν γίνονται ταξίδια στο εξωτερικό για ψώνια, δεν θα ζουν πέρα και πάνω από τις πραγματικές δυνατότητες, ευελπιστώντας ότι στο τέλος ο λογαριασμός θα πληρωθεί από το εφάπαξ, την ακίνητη ιδιοκτησία, τα ομόλογα, γενικά από τα έτοιμα.

Απέναντι στα αδιέξοδα και τη βαναυσότητα της καθημερινότητας, ο λόγος καρτερίας, υπομονής και προσδοκίας από το επέκεινα φαίνεται να παρηγορεί, να φτιάχνει την παραμυθία, να δίνει στήριγμα. Υπάρχουν όμως και λόγια, όπως αυτά του Επισκόπου Κύκκου Νικηφόρου, πριν από μήνες, που δεν χωράνε στα προαναφερθέντα: «[ο Θεός] θέλοντας να μας ξυπνήσει από τον ηθικό λήθαργό μας, μεταποίησε την ηθική και πνευματική κρίση, που για καιρό τώρα δέρνει την οικουμένη και σε οικονομική κρίση [και] το έκανε αυτό γιατί θέλει να μας σώσει. […] Η οικονομική κρίση είναι ευλογία. Είναι ευλογία Θεού γιατί αποτελεί ένα ηχηρό χαστούκι, ένα ηχηρό ράπισμα, μια παιδαγωγική τιμωρία από το Θεό για να μας ξυπνήσει, για να μας φέρει σε επίγνωση αληθείας, για να μας ξαναφέρει πίσω στην ζεστή αγκαλιά του Σωτήρα μας Χριστού, που με λαχτάρα μας περιμένει».

Δύο πράγματα μου προκαλούν απορία: πρώτον, αν όντως ένας μέσος νοήμων άνθρωπος μπορεί να βρει αποκούμπι σε αυτή την ανοησία και δεύτερον, αν δεν είναι προφανής σε όλους η ειρωνία της αναντιστοιχίας του ρόλου της Εκκλησίας και της ζωής των ιεραρχών της με το λόγο που ευαγγελίζεται. Για να είμαι ξεκάθαρος, το ζήτημα δεν είναι η ατομική πίστη των ανθρώπων: ο καθένας μπορεί να πιστεύει ελεύθερα (στα πλαίσια των ορίων που θέτει η Πολιτεία μας). Όσο αυτονόητο κι αν ακούγεται, η επανάληψη χρειάζεται για όσους επιμένουν να διαβάζουν ιδιοτελώς την ελευθερία ως δικαίωμα της πλειοψηφίας.

 Το θέμα είναι ο φτωχός πνευματικός λόγος των ιεραρχών, η εκμετάλλευση της πίστης των ανθρώπων για τη μετατροπή της σε οικονομική και πολιτική δύναμη στα χέρια λίγων, η ουδετεροποίηση της πολιτικής σκέψης μέσω της μετάθεσης της ευθύνης και της ελπίδας στο μετά: η οικονομική κρίση είναι τιμωρία από τον ουρανό για τα επί της γης ανομήματα, μια διεστραμένη ισοπεδωτική τιμωρία για μια συλλογική ευθύνη, που μόνο οι πεφωτισμένοι μπορούν να διερμηνεύσουν. Κι ακόμη, η οικονομική κρίση θα παρέλθει μέσα από τη διαδικασία της επιστροφής στην Εκκλησία, της απόσυρσης από το δημόσιο χώρο, της υπακοής στις διδαχές για την ηθική ανανέωση.

Δεν έχω θεολογικές γνώσεις. Με τα λίγα που ξέρω, μπορώ ήδη να δω το χάσμα ανάμεσα στο λόγο του Ευαγγελίου και τη διαστρέβλωσή του. Όμως, αυτή η πλευρά έχει λίγη σημασία. Το σημαντικό είναι ότι ο κόσμος εκπαιδεύεται να μην σκέφτεται, να μην αντιδρά, να μην ερευνά, να μην ζητά δικαιοσύνη. Αυτό κι αν είναι συλλογική τιμωρία για όλους μας…

18 Νοεμβρίου 2012

Χάσαμε τις ευκαιρίες. Στοπ.





Δύο από τις κυριότερες θέσεις που κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα είναι η ηθική απαξίωση του απερχόμενου Προέδρου για τις ισχυριζόμενες πράξεις και παραλείψεις του στην υπόθεση της έκρηξης στο Μαρί και η συνολική αποτυχία του ΑΚΕΛ να διαχειριστεί με σοβαρότητα και υπευθυνότητα την οικονομική διακυβέρνηση του τόπου. Ο αντίλογος στην κριτική για τις δύο αυτές θέσεις εκφέρεται κατά τον συνήθη κομματικά συντεταγμένο τρόπο και χωρίς επίλογο που να αρθρώνει πρόταση για το μέλλον. Άδικες, κακοπροαίρετες, ιδιοτελείς, μικροπολιτικές ή μη, οι κύριες αυτές θέσεις δεσπόζουν στον δημόσιο λόγο. Μαζί με την επί της ουσίας ανεπάρκεια των αντεπιχειρημάτων του ΑΚΕΛ, η απόπειρα να διανθιστούν αυτά με έναν ηθικίστικο τόνο, οδήγησε γρηγορότερα στην αποτυχία τους και στην επίταση της αρνητικής στάσης μιας σημαντικής μερίδας πολιτών έναντί του.

Όλα αυτά ίσως να έχουν ειπωθεί προηγουμένως από άλλους. Πιστεύω όμως ότι αν για κάτι ελέγχεται και πρέπει να εγκαλείται το ΑΚΕΛ, αυτό δεν είναι το Μαρί, ούτε η οικονομική δυσπραγία του τόπου, αλλά το χάσιμο πολλών και σημαντικών ευκαιριών να ανατάξει το πολιτικό τοπίο του τόπου και να παραδώσει μια Κύπρο ριζικά διαφορετική από αυτή που παρέλαβε. Σήμερα, η πολιτική απομόνωση που υφίσταται είναι συνέπεια και αυτής της αποτυχίας.

Ευκαιρία πρώτη: η αποτυχία να κεφαλαιοποιηθεί πολιτικά η επίτευξη ουσιαστικής προόδου στις συνομιλίες με τον Ταλάτ. Οι συγκλίσεις δεν έλαβαν ποτέ τη σφραγίδα της δημόσιας κοινοποίησής τους, ούτε μετατράπηκαν σε ένα είδος κεκτημένου που θα οδηγούσε στην οριστική συμφωνία. Τα φοβικά ένστικτα του κόμματος ενεργοποιήθηκαν ξανά και οδήγησαν στη σιωπηρή εγκατάλειψη του Τουρκοκύπριου ηγέτη, συντείνοντας στην εκλογική του ήττα. Με ποδοσφαιρικούς όρους, η ήττα του πρώτου μισού του προεκλογικού συνθήματος "Δίκαιη λύση, δίκαιη κοινωνία" ήρθε με αυτογκόλ. Το ΑΚΕΛ δεν απαλλάχθηκε από τα σύνδρομα του 2004 και έθαψε για δεύτερη φορά τη θετική προοπτική για το Κυπριακό χάριν της συγκυβερνητικής επιβίωσης και από φόβο έναντι του βαθέος κυπριακού κράτους. Οι ρητορικές κορώνες προς το αντίθετο, μόνο θυμηδία προκαλούν πια.

Ευκαιρία δεύτερη: η προσδοκία ότι θα αντιμετωπίζονταν τα δεξιά και συντηρητικά σύνδρομα στη δημόσια υπηρεσία, την παιδεία και τα ΜΜΕ. Μια εν συντομία αποτίμηση δείχνει ότι ούτε και εδώ άδραξε την ευκαιρία. Ο διορισμός των φίλα προσκείμενων βαφτίστηκε αποκατάσταση αδικιών, ακολουθώντας έτσι την πεπατημένη των προηγούμενων κυβερνήσεων. Το πρόγραμμα για την Παιδεία δεν έτυχε πλήρους υπεράσπισης και το θέμα υποβιβάστηκε σε μια διελκυστίνδα με προσωπικές προεκτάσεις ανάμεσα στον αρμόδιο υπουργό και στον αρχιεπίσκοπο και ένα σινάφι αναρμόδιων. Όσο για τα ΜΜΕ, το προβληματικό καθεστώς ιδιοκτησίας τους δεν θίχτηκε, αλλά αντίθετα υπήρξε μια άτυπη συνθηκολόγηση με την οικονομική ολιγαρχία που εκπροσωπούν. Κι αυτό μέχρι πρόσφατα, αφού τα συντηρητικά ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά, έχουν ταχθεί πια με τις άλλες προεδρικές υποψηφιότητες.

Ευκαιρία τρίτη: να μιλήσει για διακοινοτική και ενδοκοινοτική συμφιλίωση και να θέσει μια δημοκρατική και αριστερή κοινωνική ατζέντα, διαφοροποιούμενο ουσιαστικά από τον υπόλοιπο κομματικό συρφετό. Αν κάποιος φύσει θα μπορούσε να προχωρήσει σε ένα τέτοιο βήμα, αυτός θα ήταν το ΑΚΕΛ. Κόντρα στην πολιτική διαίσθηση, η Κύπρος βιώνει την αργή, αλλά σταθερή, άνοδο του ΕΛΑΜ, είναι φοβική απέναντι στις πάσης φύσεως μειονότητες, διαπνέεται από έναν διαταξικό ρατσισμό και θέλγεται, ως συνήθως, από συνωμοσιολογίες, τη ρητορική της θυματοποίησης και τις κενοδοξίες περί αγώνων για δικαίωση.

Ευκαιρία τέταρτη: ενώπιον της σχεδόν βέβαιης εκλογής του Ν. Ανασταδιάδη, το ΑΚΕΛ είχε την εξαιρετική δυνατότητα να επιστρέψει στην κοινωνία με νέες ιδέες, καινούργια πρόσωπα και να απευθυνθεί σε όσους αδιαφορούν και απαξιούν να ασχοληθούν με την πολιτική. Αντ’ αυτού επέλεξε να "κάψει" πολιτικά τον υποψήφιό του, που, έτι χειρότερο, προβάλλει οπισθοδρομικές απόψεις για την άμβλωση, την πορνεία, τα ναρκωτικά.

Ευκαιρία... Να συνεχίσω; Ο χώρος δεν το επιτρέπει, αλλά η διαπίστωση παραμένει ότι το ΑΚΕΛ, στην αυθεντικά δικιά του ευκαιρία στη διακυβέρνηση, είχε όσες ευκαιρίες χρειάστηκε, αλλά δεν κατάφερε να κάνει τη διαφορά. Δεν επιχαίρω διόλου, ειδικά ενόψει της συντηρητικής στροφής στην κοινωνία και στην πολιτική που συνεπάγεται η συμμαχία ΔΗΣΥ-ΔΗΚΟ.

Εν τέλει, το θέμα παραμένει: ποιος θα κουβαλήσει τις προσδοκίες και τα όνειρα του υγιούς κομματιού της δικής μου γενιάς;


Ο Νικόλας Κυριάκου πάντα για τους πολλούς θα περισσεύει και για τους λίγους δεν θα επαρκεί.

12 Νοεμβρίου 2012

ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ




Στις 29 Οκτωβρίου εγκαινιάστηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων μια έκθεση αφιερωμένη στους αγνοούμενους της Κύπρου. Η έκθεση αποτελούνταν από δύο ταμπλό όπου είχαν αναρτηθεί φωτογραφίες και αφίσες των τελευταίων δεκαετιών. Οι περισσότερες ήταν γνωστές εικόνες: συγγενείς με φωτογραφίες στα χέρια, μητέρες σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από πρεσβείες, πολιτικοί και ιερείς να μιλούν σε μεγάλα ακροατήρια, κάτω από μεγάλα πανό που ζητούσαν επιτακτικά την απελευθέρωση ή τη διαλεύκανση της τύχης των αγνοουμένων. Οι αριθμοί στις αφίσες διαφέρουν: άλλοτε 2000, άλλοτε το πασίγνωστο και στοιχειωμένο 1619, ίσως και μια με 1618. Οι διαφορές εξηγούνται εν μέρει από τη σταδιακή επιστροφή αιχμαλώτων, αλλά δεν μπορεί να παραγνωριστεί από την άλλη ότι οι αριθμοί κρατήθηκαν ψηλά λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων, που χαρακτήρισαν τον πολιτικό χειρισμό του θέματος και από τις δύο πλευρές. Όταν δηλώθηκαν οι Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι στη ΔΕΑ, ο αριθμός έπεσε στους 1493...

Αν και η έκθεση είχε κάποιες καλές προθέσεις εντούτοις της έλειπε κάτι σημαντικό. Κατ’ ακρίβεια, μαζί με την προαναφερθείσα διαφορά στους αριθμούς, ήταν πασιφανές ότι έλειπαν ούτε λίγο ούτε πολύ 502 αγνοούμενοι. Κι αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους Τουρκοκύπριους αγνοούμενους. Η έκθεση ήταν επίσης λειψή κατά δύο χρόνια: ενώ το φάντασμα του 1974 πλανιόταν  πάνω από τις εικόνες, το 1963 και το 1964 ήταν εκκωφαντικά και περιέργως απόντα. Η επιλεκτική μνήμη και η μισή αλήθεια πόζαραν με το απαιτούμενο αιδήμον πένθος, την ώρα που ο πόνος άλλων ανθρώπων, που υπέφεραν από την ίδια αιτία, υποβιβαζόταν στο αθέατο.

Τι μπορεί να μας βγάλει από αυτή την κατάσταση εθελοτυφλίας; Τις προάλλες, ο δικηγόρος Αχιλλέας Δημητριάδης σε μια δημόσια παρέμβασή του ξαναέβαλε στο τραπέζι την ιδέα για τη δημιουργία μιας επιτροπής αλήθειας για το ζήτημα των αγνοουμένων. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη δημιουργία ενός νέου οργάνου είτε με τη διεύρυνση των όρων εντολής και δράσης της ΔΕΑ. Αντίστοιχες επιτροπές έχουν δημιουργηθεί την τελευταία τριακονταετία σε χώρες που βγαίνουν από εμφύλιες διαμάχες ή από την καταπίεση και τη συστηματική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαφόρων απολυταρχικών καθεστώτων. Η διαδικασία δημιουργίας και λειτουργίας τέτοιων επιτροπών δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση, αφού ο παλιός κόσμος αντιστεκόταν σθεναρά στο ξεσκέπασμα των απάνθρωπων πράξεών του και τα συμφέροντα των μελών των ελίτ της εξουσίας είχαν βαθιές ρίζες στους κρατικούς και παρακρατικούς οργανισμούς. Υποψιάζομαι ότι αντίστοιχης φύσης ζητήματα τυραννούν και τη δική μας πατρίδα, από τη συλλογική ενοχή μέχρι την προσωπική/οικογενειακή εμπλοκή των ανθρώπων που βρίσκονται ή βρέθηκαν σε θέσεις εξουσίας. Όποια και αν είναι η αιτία της συγκροτημένης και ισοπεδωτικής σιωπής, το ζήτημα των αγνοουμένων παραμένει η πιο φρικτή αδικία αυτών που αποκαλούμε «πτυχές του κυπριακού προβλήματος» και το πέρασμα του καιρού εξασφαλίζει, κάθε μέρα και λίγο περισσότερο, την ατιμωρησία και τη λήθη. Και για αυτόν το λόγο ακριβώς, τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την επανάληψη του εγκλήματος. Θυμηθείτε τον Πρίμο Λέβι, όταν μιλούσε για τη ναζιστική κτηνωδία: «It happened, therefore it can happen again».

Πολλοί θεωρούν ότι με τα σημερινά δεδομένα η ιδέα μιας επιτροπής αλήθειας είναι  ουτοπική, ανέφικτη, αλυσιτελής, αδιανόητη. Ίσως οι κυνικοί ρεαλιστές ή οι δικαιολογημένα απαισιόδοξοι που ασπάζονται τη θέση αυτή να έχουν δίκιο. Με παρηγορεί όμως η σκέψη ότι με τον ίδιο κυνισμό και απαισιοδοξία είχε αντιμετωπιστεί το εγχείρημα της προσφυγής της κ. Λοϊζίδου στο ΕΔΑΔ το 1989. Μερικά χρόνια μετά την κατάθεση της προσφυγής της, η ίδια είχε στα χέρια της μια καταδικαστική απόφαση εναντίον της Τουρκίας και ένα γενναίο ποσό αποζημιώσεων. Κάποιοι θα θυμάστε τον δικηγόρο της, αυτό που όμως ίσως θα ξεχάσατε ήδη είναι την επιβεβαίωση της ρήσης του Λέβι με θετικό πρόσημο: ότι το αδιανόητο συνέβη. Γι’ αυτό μπορεί να γίνει ξανά...


4 Νοεμβρίου 2012

Πέντε επί πέντε



Κάθε Δευτέρα ένα λεφούσι λογιστές, δικηγόροι, μικροεπιχειρηματίες, τραπεζικοί, ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι και μέλη άλλων επαγγελματικών κατηγοριών αφήνουν τα στυλό, τους υπολογιστές και τα σύνεργά τους και κατεβαίνουν σε ένα από τα μικρά γήπεδα ποδοσφαίρου, τα γνωστά και ως 5Χ5, που υπάρχουν στη Λευκωσία. Για μια ώρα, δέκα τύποι ηλικίας ±35 με κοιλιές, αρχή φαλάκρας και μειωμένες αντοχές φτιάχνουν μια μηχανή του χρόνου και επιστρέφουν στην παιδική τους ηλικία. Οι περισσότεροι κατ’ ακρίβεια γνωρίζονται από εκείνη τη μακρινή εποχή και έχουν δει ο ένας τον άλλο σε στιγμές δόξας και απογείωσης, αλλά και σε στιγμές κατάπτωσης και βυθού. Έχουν δει ο ένας τον άλλο σε αλάνες, χωράφες με πέτρες, σε σκονισμένους δρόμους να προσπαθούν τα νέα ποδοσφαιρικά τους κόλπα, να συζητούν άνευ συμπεράσματος για τις ομάδες τους, να φτιάχνουν, να μαθαίνουν και να τηρούν ευλαβικά τους άγραφους κανόνες του ποδοσφαίρου. Νά, λοιπόν, τι έμαθα στα περίπου 20 χρόνια της ποδοσφαιρικής μου παρουσίας.
Όποιος ζητά φάουλ, το παίρνει. Το fair play τηρείται λόγω της προσωπικής τιμής του καθενός. Αν κάποιος ξεφύγει, η ομάδα του έχει τον τελικό λόγο να σταθεί «εντάξει» απέναντι στην άλλη. Στους μικροτραυματισμούς, το παιχνίδι σταματά: το σημαντικό είναι να είμαστε όλοι καλά στο τέλος του παιχνιδιού. Στο γήπεδο παίζουμε σε συγκεκριμένες θέσεις. Το να βάλεις γκολ είναι υπόθεση όλων. Οι πολλές ντρίμπλες δεν βοηθούν την ομάδα. Οι βεντέτες έχουν πίστωση μιας ή δύο αποπειρών να κάνουν τα εφέ τους. Μετά από αυτό τρώνε βρίσιμο και ξεκινούν να παίζουν ομαδικά. Γι’ αυτό, μια πάσα κάνει χαρούμενους δύο ανθρώπους. Αν χάσεις την μπάλα, γυρνάς για να καλύψεις παίκτη ή χώρο. Αν αφήσεις τον τελευταίο σου αμυντικό παίκτη αντιμέτωπο με αιφνιδιασμό, το πιο πιθανό είναι ότι θα σου βάλουν γκολ. Έτσι, τα 5Χ5 είναι η επιτομή ενός ιδιαίτερου «ολοκληρωτικού» ποδοσφαίρου: παίζεις επίθεση, επιστρέφεις άμυνα, κατεβάζεις παιχνίδι, κάνεις κίνηση, πασάρεις στη γραμμή, αποφεύγεις τις ψηλές μπαλιές, η μπάλα κάτω, ακούς τον συμπαίκτη σου όταν ζητά πάσα και θυμάσαι πάντα αυτό που λέει ο οργανωτής μας: «η μπάλα είναι απλή».
Ίσως όλα αυτά να φαίνονται αδιάφορα ή απλά ή δύσκολα στη συνθετική εκτέλεση, αλλά για μένα αποτελούν προβολή της ζωής των περισσοτέρων από εμάς και αποτύπωση αξιών και αρχών: συντάσσεσαι με ένα σύνολο, παίζεις για όλους, δικαιούσαι μια στιγμή λάθους αλλά και μια στιγμή αναγνώρισης, συμμορφώνεσαι με ηθικούς κανόνες που είναι κοινοί για όλους, υπόκεισαι στον δημόσιο έλεγχο για ό,τι κάνεις και ό,τι παραλείπεις. Έτσι εξηγείται και εξειδικεύεται η φράση του συγγραφέα και στοχαστή Αλμπέρ Καμύ: «Όλα όσα γνωρίζω με βεβαιότητα για την ηθική και τις υποχρεώσεις τα οφείλω στο ποδόσφαιρο». Όχι τυχαία…
Είμαι ευγνώμων στους δέκα της Δευτέρας γιατί επιμένουν να με παίρνουν μαζί τους στο ταξίδι της επιστροφής στην παιδική ηλικία, γιατί φροντίζουν να μου υπενθυμίζουν τους κανόνες και την ηθική τους διάσταση, γιατί παρά τις εγχειρήσεις τους και τα ταλαιπωρημένα γόνατά τους κατεβαίνουν στο γήπεδο, γιατί κρατούν ζωντανή τη χαρά του παιχνιδιού και την ευτυχία που μπορεί να περικλείει ένα απλό αντικείμενο: μια μπάλα. Ραντεβού αύριο, αλήτες.