Στις 29 Οκτωβρίου εγκαινιάστηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων μια έκθεση
αφιερωμένη στους αγνοούμενους της Κύπρου. Η έκθεση αποτελούνταν από δύο ταμπλό
όπου είχαν αναρτηθεί φωτογραφίες και αφίσες των τελευταίων δεκαετιών. Οι
περισσότερες ήταν γνωστές εικόνες: συγγενείς με φωτογραφίες στα χέρια, μητέρες
σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από πρεσβείες, πολιτικοί και ιερείς να μιλούν σε
μεγάλα ακροατήρια, κάτω από μεγάλα πανό που ζητούσαν επιτακτικά την
απελευθέρωση ή τη διαλεύκανση της τύχης των αγνοουμένων. Οι αριθμοί στις αφίσες
διαφέρουν: άλλοτε 2000, άλλοτε το πασίγνωστο και στοιχειωμένο 1619, ίσως και
μια με 1618. Οι διαφορές εξηγούνται εν μέρει από τη σταδιακή επιστροφή
αιχμαλώτων, αλλά δεν μπορεί να παραγνωριστεί από την άλλη ότι οι αριθμοί
κρατήθηκαν ψηλά λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων, που χαρακτήρισαν τον πολιτικό
χειρισμό του θέματος και από τις δύο πλευρές. Όταν δηλώθηκαν οι Ελληνοκύπριοι
αγνοούμενοι στη ΔΕΑ, ο αριθμός έπεσε στους 1493...
Αν και η έκθεση είχε κάποιες καλές προθέσεις εντούτοις της έλειπε κάτι
σημαντικό. Κατ’ ακρίβεια, μαζί με την προαναφερθείσα διαφορά στους αριθμούς,
ήταν πασιφανές ότι έλειπαν ούτε λίγο ούτε πολύ 502 αγνοούμενοι. Κι αυτοί δεν
ήταν άλλοι από τους Τουρκοκύπριους αγνοούμενους. Η έκθεση ήταν επίσης λειψή κατά
δύο χρόνια: ενώ το φάντασμα του 1974 πλανιόταν
πάνω από τις εικόνες, το 1963 και το 1964 ήταν εκκωφαντικά και περιέργως
απόντα. Η επιλεκτική μνήμη και η μισή αλήθεια πόζαραν με το απαιτούμενο αιδήμον
πένθος, την ώρα που ο πόνος άλλων ανθρώπων, που υπέφεραν από την ίδια αιτία,
υποβιβαζόταν στο αθέατο.
Τι μπορεί να μας βγάλει από αυτή την κατάσταση εθελοτυφλίας; Τις προάλλες,
ο δικηγόρος Αχιλλέας Δημητριάδης σε μια δημόσια παρέμβασή του ξαναέβαλε στο
τραπέζι την ιδέα για τη δημιουργία μιας επιτροπής αλήθειας για το ζήτημα των
αγνοουμένων. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη δημιουργία ενός νέου οργάνου είτε
με τη διεύρυνση των όρων εντολής και δράσης της ΔΕΑ. Αντίστοιχες επιτροπές
έχουν δημιουργηθεί την τελευταία τριακονταετία σε χώρες που βγαίνουν από
εμφύλιες διαμάχες ή από την καταπίεση και τη συστηματική παραβίαση ανθρωπίνων
δικαιωμάτων διαφόρων απολυταρχικών καθεστώτων. Η διαδικασία δημιουργίας και
λειτουργίας τέτοιων επιτροπών δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση, αφού ο παλιός κόσμος
αντιστεκόταν σθεναρά στο ξεσκέπασμα των απάνθρωπων πράξεών του και τα
συμφέροντα των μελών των ελίτ της εξουσίας είχαν βαθιές ρίζες στους κρατικούς
και παρακρατικούς οργανισμούς. Υποψιάζομαι ότι αντίστοιχης φύσης ζητήματα
τυραννούν και τη δική μας πατρίδα, από τη συλλογική ενοχή μέχρι την
προσωπική/οικογενειακή εμπλοκή των ανθρώπων που βρίσκονται ή βρέθηκαν σε θέσεις
εξουσίας. Όποια και αν είναι η αιτία της συγκροτημένης και ισοπεδωτικής σιωπής,
το ζήτημα των αγνοουμένων παραμένει η πιο φρικτή αδικία αυτών που αποκαλούμε
«πτυχές του κυπριακού προβλήματος» και το πέρασμα του καιρού εξασφαλίζει, κάθε
μέρα και λίγο περισσότερο, την ατιμωρησία και τη λήθη. Και για αυτόν το λόγο
ακριβώς, τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την επανάληψη του εγκλήματος.
Θυμηθείτε τον Πρίμο Λέβι, όταν μιλούσε για τη ναζιστική κτηνωδία: «It happened, therefore it can happen again».
Πολλοί θεωρούν ότι με τα σημερινά δεδομένα η ιδέα μιας επιτροπής αλήθειας
είναι ουτοπική, ανέφικτη, αλυσιτελής,
αδιανόητη. Ίσως οι κυνικοί ρεαλιστές ή οι δικαιολογημένα απαισιόδοξοι που
ασπάζονται τη θέση αυτή να έχουν δίκιο. Με παρηγορεί όμως η σκέψη ότι με τον
ίδιο κυνισμό και απαισιοδοξία είχε αντιμετωπιστεί το εγχείρημα της προσφυγής
της κ. Λοϊζίδου στο ΕΔΑΔ το 1989. Μερικά χρόνια μετά την κατάθεση της προσφυγής
της, η ίδια είχε στα χέρια της μια καταδικαστική απόφαση εναντίον της Τουρκίας
και ένα γενναίο ποσό αποζημιώσεων. Κάποιοι θα θυμάστε τον δικηγόρο της, αυτό
που όμως ίσως θα ξεχάσατε ήδη είναι την επιβεβαίωση της ρήσης του Λέβι με
θετικό πρόσημο: ότι το αδιανόητο συνέβη. Γι’ αυτό μπορεί να γίνει ξανά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου