29 Απριλίου 2012

In memoriam σχεδίου Ανάν






Στημόνι: Αν είχαμε μια κόρη οκτώ χρονών θα μπορούσε ίσως να μιλά δυο γλώσσες, θα διάβαζε τα μαθήματά της για το σχολείο και θα είχε διαλέξει ποιους από τους παππούδες της αγαπά περισσότερο.

Υφάδι: Ναι, κι αν το πρόβλημα ήταν κι αυτό άνθρωπος, θα ήταν η πεντηκονταετής μαμά του, που θα μισούσε τα πεθερικά, θα είχε πλακωθεί με τον σύζυγο και θα έβγαζε, άλλοτε ηθελημένα άλλοτε όχι, τα σύνδρομά της στο παιδί! Τι θα άλλαζε νομίζεις;

Στημόνι: Θα είχαμε σίγουρα απαλλαγεί από όσους κάνουν καριέρα με τον πόνο μας και χτίζουν πάνω στον φόβο και την άρνηση. Θα έλειπαν όσοι οχυρώνονται πίσω από τα όχι, θα είχαμε να απαντούμε καθημερινά ένα σωρό ερωτήσεις, άλλες δικαιολογημένες και άλλες αποτέλεσμα πολύχρονων εμμονών που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά. Θα είχε καταργηθεί η έννοια του προαιώνιου εχθρού, θα έπρεπε να αναζητούμε αυριανούς συμμάχους. Θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε νέες ισορροπίες και νέες συμμαχίες, με πρώτη τη συνεργασία των κακοποιών στοιχείων και δεύτερη τη σύσταση μιας νέας ομάδας που θα επιδίωκε να μπει στα πράγματα και να συμμετέχει στη διαχείριση, δίκην «αστικής τάξης» από λαμόγια νέας κοπής.

Υφάδι: Ζορίζομαι να φανταστώ όλα μου λες. Είναι σαν να ζητάς από κάποιον να σβήσει όλη την προηγούμενη ζωή του και να του δίνεις τη δυνατότητα να μηδενίσει το κοντέρ και να καθορίσει όπως θέλει αυτός το μέλλον. Πέρα από τον ρομαντισμό της ιστορικής υπόθεσης, πιστεύω ότι πολλοί θα ήταν αμήχανοι μπροστά στη νέα άγραφη σελίδα της ζωής τους. Λες να μην είμαστε ως κοινότητα για ξεβολέματα;

Στημόνι: Κάποιος είπε ότι οι λαοί που παραμένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν και τα επιτεύγματά του είναι σαν τις πατάτες, ό,τι αξίζει το έχουν κάτω από το χώμα. Κάπως έτσι την πατήσαμε κι εμείς και μείναμε με τις πατάτες μας στο χώμα.

Πώς θα ήταν άραγε οι νέοι συνασπισμοί; Αν υποθέσουμε ότι θα υπήρχε μια συνεργασία των δυνάμεων της οικοδόμησης, με Χριστόφια, Ταλάτ, Αναστασιάδη και Ακιντζί, θα υπήρχε και μια αντίστοιχη συνεργασία αποικοδόμησης με Έρογλου, Συλλούρη, Ντενκτάς και Ομήρου;

Υφάδι: Τι φης; Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι; Δηλαδή θα υπήρχε δελτίο ειδήσεων που δεν θα είχε είδηση για τον ΟΗΕ, κάποιον ειδικό απεσταλμένο, προκλητικές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων και καβγάδες στο Εθνικό Συμβούλιο; [Συνέχεια στη σελ. 12]

[Συνέχεια από τη σελ. 2] Βέβαια, εύλογα θα μου πεις ότι αντ’ αυτών θα είχαμε αντεγκλήσεις στα δικοινοτικά νομοθετικά σώματα, κάποιον δραγουμάνο από την ΕΕ πάνω από το κεφάλι μας και έναν νέο γουμά πολιτικών αρχηγών. Άρα, όλα θα αλλάζανε, αλλά κι όλα θα μένανε ίδια...

Στημόνι: Δεν θα κινδυνεύαμε από το άνοιγμα του Βαρωσιού, αντίθετα θα το απολαμβάναμε εδώ και χρόνια, και δεν θα είχαμε τις παράλληλες γεωτρήσεις και κάθε λογής απειλητικές πορδές.

Υφάδι: Άσε που για πιεις και μια παγωμένη μπίρα όπου θέλεις στη Λευκωσία δεν θα έδειχνες δύο φορές ταυτότητα (αν θυμάσαι πού την έχεις βάλει) και το να πας στον τόπο σου δεν θα ήταν φορτωμένο με τόσες ενοχές, αμφιβολίες και θυμό.

Στημόνι: Όσοι υποστηρίξαμε το σχέδιο θα χωρούσαμε περίπου μέσα στο Μπερναμπέου.

Υφάδι: Έχεις ένα δίκιο, αλλά πριν πάμε στο Μπερναμπέου, σκέψου τι θα γινόταν στο ΓΣΠ όταν θα έπαιζε το ΑΠΟΕΛ με την Τσετίν Καγιά. Μισό μπλε, μισό κόκκινο και στη μέση είκοσι δύο Βραζιλιάνοι, Σέρβοι, Πορτογάλοι, Αγκολέζοι και λοιποί, να κυνηγάνε το τόπι για να ξεθυμαίνουν τα παιδιά στην κερκίδα. Το λες και σουρεάλ...

Στημόνι: Το σχέδιο ήταν βέβαια δοτό, και ίσως σε εκείνη την εποχή, τρία χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, να ήμασταν ένα ιδεώδες πειραματόζωο για τη συμφιλίωση του μουσουλμανικού με τον δυτικό κόσμο αλλά είναι αυτό εξ ορισμού κακό;

Υφάδι: Όχι, δεν νομίζω. Εξάλλου αυτό το επιχείρημα θα αποδείκνυε το δίχως άλλο τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας: δοτή η Ζυρίχη, δοτό και το Μπουρκενιβθιψ...κτλ. Αυτό το μέρος τέλος πάντων που πήγαμε και μας στρίμωξαν.

Πες το αρρώστια, πες το δολιχοδρομία του νου, αλλά μερικές φορές, ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι αν ψηφίζοντας ναι, ψηφίσαμε σωστά και αν στο μέλλον θα έκανα ξανά το ίδιο...

Στημόνι: Για μένα η θετική ψήφος ήταν η αποδοχή της πρόκλησης και η δέσμευση σε μια προσπάθεια για κάτι διαφορετικό. Και σε κάθε ανάλογη περίπτωση ο κάθε συμβαλλόμενος δηλώνει ότι είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί από τα κεκτημένα του για να κατακτήσει άλλα, μόνο που η αφοσίωσή μας στα κεκτημένα φαίνεται να είναι τα βαρίδια μας. Και όπως δεν εγκαταλείπουμε καμία από τις ιστορικές φυσιογνωμίες μας, όσο αμφιλεγόμενες και αν είναι, αλλά τις ωραιοποιούμε και τις στρογγυλεύουμε για να χωρούν στα σχολικά βιβλία μας, δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραιτηθούμε από καμία μικροεξουσία ή να τη μοιραστούμε με κανέναν. Με λίγα λόγια, με τα μυαλά που κουβαλάμε, ήταν κομμένη η ποινή του σχεδίου. Όπως κομμένα είναι και τα πόδια μας μπροστά σε οτιδήποτε νέο.

Και γιατί μας φοβίζει το τέλος της διαδικασίας; Δεν την κηρύξαμε εμείς λήξασα πριν από χρόνια; Ή μήπως έχουμε κάποια ιδιόμορφη σχέση με το χρόνο και τα μεγέθη; Που μπορεί να εκτείνονται στο άπειρο ή να μηδενίζονται κατ’ εκτίμηση;

Υφάδι: Απάντηση δεν έχω, αλλά τώρα που πέφτει η νύχτα, θα ’θελα να μην φωτίζεται ο Πενταδάκτυλος. Αυτό...

21 Απριλίου 2012

Μια επιτροπή αλήθειας για την Κύπρο



Πριν λίγες μέρες βρέθηκα στον φιλόξενο χώρο του Cine Studio για να παρακολουθήσω την ταινία «Σκιές και Πρόσωπα» του Τουρκοκύπριου Dervis Zaim. Η ταινία πραγματεύεται τις δικοινοτικές συγκρούσεις μέσα από την ιστορία μιας έφηβης Τουρκοκύπριας. Παρακολουθώντας την εκδίωξη της ίδιας και του πατέρα της από το χωριό της, τον αγωνιώδη χωρισμό τους και τα τραγικά γεγονότα που ξετυλίγονται γύρω τους, ο Zaim αφηγείται έντιμα και ανθρώπινα μια ιστορία, που αφορά την πιο σκοτεινή περίοδο της μετανεξαρτησιακής περιόδου. Έντιμα επειδή αποφεύγει τον ιστορικό διδακτισμό και τον ηθικισμό που συχνά αρθρώνεται από τον μειοψηφικό και πολλές φορές περιθωριακό mainstream επαναπροσεγγιστικό λόγο. Ανθρώπινα γιατί ξεδιπλώνει στην οθόνη τη δυνατότητα του κάθε ανθρώπου να τελέσει το Κακό, αλλά και να τολμήσει την υπέρβαση πέρα από τις κατασκευασμένες ταυτότητες, μακριά από τις συντριπτικές νόρμες που επιβάλλουν οι συλλογικότητες.
Βλέποντας την ταινία, θυμήθηκα την ομορφιά της κυπριακής γης: χωράφια με κριθάρι, ξερό χώμα, θάλασσα, ξερό φως στις ελιές και τις τερατσιές που επιμένουν πάνω στον ρότσο τους. Καθώς οι ήρωες της ταινίας σύρονταν στη δίνη της σύγκρουσης ή γίνονταν συνειδητά μέρος του προβλήματος, σκέφτηκα ότι ανήκω σε μια γενιά που στα σχολικά της χρόνια διδάχθηκε μόνο τρεις γραμμές για το 1963 και ό,τι το ακολούθησε. Η τρισχιλιετής ελληνική παρουσία στο νησί έχει κενή σελίδα, ή στην καλύτερη περίπτωση, βιαστικά μισόλογα για την περίοδο αυτή. Μια ένοχη σιωπή μας καλύπτει…
Αν και η ταινία έχει πολλαπλές αναγνώσεις, το ζήτημα των αγνοουμένων ήταν αυτό που παίδεψε τη σκέψη μου για ώρα μετά την ταινία. Οι δικαστικές αποφάσεις, οι οργανώσεις των συγγενών, ο μικροπολιτικός χειρισμός του ζητήματος των Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων αγνοουμένων και άλλα που μπορούν να κάνουν την απαρίθμηση μακρά, κατατείνουν στο ότι πρέπει να βρεθεί μια οριστική, ανθρώπινη και έντιμη λύση στο ζήτημα αυτό. Οι κρατικές γραφειοκρατίες, τα προσωπικά συμφέροντα, η κοινοτική υπόληψη και το φορτίο δεκαετιών διαστρεβλωμένης ιστορίας αποτελούν παράγοντες ικανούς να καταστρέψουν την προοπτική της αλήθειας.
Σήμερα, η πιο πρόσφορη και ελπιδοφόρα προοπτική για να ξεπεραστούν τα προβλήματα που τίθενται είναι η συγκρότηση μιας επιτροπής αλήθειας για το ζήτημα των αγνοουμένων κατά τα πρότυπα άλλων χωρών που αντιμετώπισαν ανάλογα προβλήματα στο παρελθόν. Η σύνθεσή της μπορεί να περιλαμβάνει μέλη και των δύο κοινοτήτων, μαζί με προσωπικότητες από το διεθνές στερέωμα που θα έχουν εμπειρία και γνώση σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η επιτροπή θα πρέπει να έχει ευρείες εξουσίες κλήτευσης μαρτύρων, πρόσβασης σε έγγραφα και διεξαγωγής ερευνών με σκοπό να διαλευκάνει όσο το δυνατόν περισσότερες ατομικές περιπτώσεις και από αυτές να συγκροτήσει μια ιστορική αλήθεια. Οι λεπτομέρειες ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν μπορούν να αποτυπωθούν στον λίγο χώρο του άρθρου.
Οι συστημικές λύσεις δεν προσφέρουν πια τίποτα και οι νομικιστικές φοβίες και ενστάσεις δίνουν άλλοθι για το οριστικό θάψιμο κάθε προσδοκίας των συγγενών των αγνοουμένων και των κοινωνιών μας. Απομένει πια να υπάρξει μια σοβαρή πολιτική πρόταση και προσέγγιση στο ζήτημα. Μπορούμε; Σίγουρα ναι. Θέλουμε; Εξαρτάται από το αν μας βολεύει να ζούμε με σκιές ή με πρόσωπα.

8 Απριλίου 2012

Το τέλος της ομοσπονδίας;




Η ιστορική πορεία της ομοσπονδίας ως επιδιωκόμενης πολιτειακής οργάνωσης φαίνεται να φτάνει σε ένα άδοξο τέλος. Παρά το ότι αποτέλεσε την κεντρική έννοια στο μεγάλο λεξικό του Κυπριακού προβλήματος, εντούτοις η αποτυχία να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει μια κυπριακή ομοσπονδία οδηγεί στην ανάγκη κριτικής αναθεώρησής της. Είναι σήμερα η ομοσπονδία ένα μοντέλο λύσης που να δίνει ρεαλιστικές προοπτικές για μια λύση; Πολλοί παράγοντες συνηγορούν στο να δοθεί μια αρνητική απάντηση.

Για ένα μεγάλο μέρος της ελληνοκυπριακής κοινωνίας, μια λύση που θα συνεπαγόταν το διαμοιρασμό εδάφους και εξουσίας με τους Τουρκοκύπριους ήταν και εξακολουθεί να είναι ανάθεμα. Η μετάβαση σε ένα άλλο πολιτειακό μόρφωμα που ευαγγελίστηκαν οι εμπνευστές του σχεδίου Ανάν δεν έγινε δεκτή και για αυτόν το λόγο. Ας μην γελιόμαστε: το όποιο σχέδιο ομοσπονδίας, δεν θα αφίσταται ουσιωδώς από αυτό.

Η πορεία του χρόνου από το 1974 κι έπειτα έχει εμπεδώσει ως δυναμική μορφή πολιτικής έκφρασης τον οριστικό διαχωρισμό είτε μέσω διατήρησης του status quo είτε μέσω της διχοτόμησης (συμφωνημένης ή μη). Χωρίς την αναγκαία κοινωνική υποστήριξη, καμιά λύση δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει τις συνθήκες σύγκλισης, συνεργασίας και καλοπιστίας ανάμεσα στις πολιτικές ελίτ και τα μέλη των δύο κοινωνιών. Περαιτέρω, οι δεκαετίες αυτεξούσιας διαδρομής και αυτοκυβέρνησης για τις δύο κοινότητες έχουν δημιουργήσει ένα πολιτικό κεκτημένο και για τις δυο πλευρές, το οποίο δύσκολα θα μπορέσει να συγκεραστεί σε ένα νέο σχήμα.

Μετά από τόσα χρόνια, ας είμαστε ειλικρινείς και ευθείς απέναντι στους εαυτούς μας: όσο και αν η επίκληση κόκκινων γραμμών μας χαρίζει ρητορικούς πόντους και τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών, οι κόκκινες γραμμές απλούστατα δεν υπάρχουν. Η διευθέτηση του Κυπριακού με μια λύση ομοσπονδίας είναι εξίσου ρεαλιστική προοπτική, όσο και η συνομοσπονδία ή μιας μορφής διχοτόμηση. Οι ίδιες οι συνθήκες του προβλήματος αλλάζουν και, όσο μπανάλ κι αν ακούγεται, ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ της λύσης ομοσπονδίας.

Τι μένει, λοιπόν; Η συνομοσπονδία φαίνεται να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις μιας έντιμης, οριστικής διευθέτησης με λιγότερες πιθανότητες προστριβών. Από τη μια, ως σχήμα πολιτειακής συγκρότησης θα επιβεβαιώσει τις τέσσερις δεκαετίες αυτοτελούς διακυβέρνησης των δύο κοινοτήτων και από την άλλη θα μειώσει τις αναπόφευκτες προστριβές που εμπεριέχει ο διάχυτος δικοινοτικός χαρακτήρας της όποιας ομοσπονδίας. Με τη διασφάλιση κυκλοφορίας ενός νομίσματος (του ευρώ, εν προκειμένω), την εκπροσώπηση με μία οντότητα και μία ψήφο στους διεθνείς οργανισμούς (και ειδικά στην ΕΕ) και τη διευθέτηση του θέματος της ασφάλειας και άμυνας με τρόπο που να ικανοποιεί τις δύο πλευρές (και να επιλύει τα παρόντα προβλήματα στις σχέσεις ΕΕ-ΝΑΤΟ), δύσκολα θα μπορούσε να αντιταχθεί αντεπιχείρημα στη συνομοσπονδία.
Ίσως αυτή να είναι και η λύτρωση από τα απόβλητα της βαριάς βιομηχανίας του Κυπριακού.

6 Απριλίου 2012

Ευγενείς τυφλώσεις, ομαδικές ψυχώσεις




Ο καθηγητής της Νομικής σχολής του ΑΠΘ Ιωάννης Δ. Στεφανίδης καταθέτει στο αναγνωστικό κοινό το νέο του βιβλίο με τον τίτλο: «Εν ονόματι του έθνους – πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945-1967». H σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου βρίσκονται για χρόνια στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος και του συγγραφικού έργου του Ι. Στεφανίδη. Αυτό μαρτυρούν και οι προηγούμενες μονογραφίες του: «Από τον εμφύλιο στον ψυχρό πόλεμο,  Η Ελλάδα και ο συμμαχικός παράγοντας 1949-52», «Ασύμμετροι εταίροι - Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα στον ψυχρό πόλεμο, 1953-1961», «Isle of Discord: Nationalism, Imperialism and the Making of the Cyprus Question». Με το τελευταίο του βιβλίο, ο Ι. Στεφανίδης επιβεβαιώνει τις επιστημονικές καταβολές και τις ερευνητικές προοπτικές του: ανήκει στο ρεύμα εκείνο της νέας γενιάς των ερευνητών της πολιτικής ιστοριογραφίας που εξετάζει νηφάλια τη σύγχρονη ιστορία μακριά από δογματισμούς και προσωπικές ιδεοληψίες. Κι ακόμη, η ποιότητα της πολύχρονης έρευνάς του καθιστά το σύνολο του έργου του σημείο αναφοράς για την περίοδο που αρχίζει με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και εξικνείται έως την επτάχρονη δικτατορία.

Το βιβλίο περιέχει 9 κεφάλαια μέσα από τα οποία ο Ι. Στεφανίδης επιχειρεί να αποτυπώσει τις διασταυρούμενες διαδρομές του εθνικισμού και του αντιαμερικανισμού στην περίοδο 1945-1967. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη μετάλλαξη του περιεχομένου της Μεγάλης Ιδέας από την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» στον άκρατο βερμπαλιστικό αλυτρωτισμό που επικράτησε την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει το σκηνικό είκοσι και πλέον χρόνων, καταβυθιζόμενος σε ένα εντυπωσιακό από πλευράς εύρους και βάθους πρωτογενούς υλικού, που απαρτίζεται από τον ελληνικό Τύπο της εποχής, τα πρακτικά της Βουλής, τα Εθνικά Αρχεία των Ηνωμένων Πολιτειών, τα δημοσιευμένα αρχεία του State Department, τα εθνικά αρχεία του Ηνωμένου Βασιλείου, δημοσιευμένες πηγές από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αδημοσίευτες συλλογές ιδιωτικών αρχείων και τα δημοσιευμένα αρχεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.  Για όσους βιαστούν να πιστέψουν ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα συμπίλημα που σκοπό έχει να αποτυπώσει μια εποχή μέσα από τη συνένωση αρχείων, ας μην προτρέξουν.

Ενώ στο μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό κυριάρχησε αρχικά το αλυτρωτικό δίπολο διεκδίκησης της Β. Ηπείρου και της Κύπρου, ο αγώνας της ΕΟΚΑ και η ικανότητα του Μακαρίου να απευθύνεται αδιαμεσολάβητα στην ελληνική κοινή γνώμη, σύροντας τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις να ακολουθούν τις επιλογές του, οδήγησαν στη μονοπώληση του ενδιαφέροντος από το Κυπριακό. Αναφέρει ο συγγραφέας για το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950: «Σύμφωνα με τον Μακάριο, η ελληνοκυπριακή ελευθερία αποτελούσε απλώς ζήτημα απόλυτης προτεραιότητας για το έθνος ως σύνολο. Με την έννοια αυτή ευθέως αμφισβήτησε το δικαίωμα της ελληνικής κυβέρνησης να ιεραρχεί τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της» [142]. Κατά ένα ενδιαφέροντα τρόπο, μπορεί να παρατηρήσει  κανείς σήμερα τη διπλή μετάλλαξη του προαναφερθέντος διπόλου, προϊόντος του χρόνου. Η φυσιογνωμία του σημερινού διπόλου είναι κατά βάση αμυντική, που επιδιώκει να ανατρέψει τα δεδομένα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και να αναχαιτίσει υπαρκτούς (και μη) «εθνικούς κινδύνους» που αντιμετωπίζει η Θράκη.

Ο ΟΗΕ, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρούνταν υποχρεωμένοι  να παρέμβουν ώστε να υποχρεώσουν την Τουρκία να συμμορφωθεί με τις επιταγές του δικαίου, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβανόταν η ελληνική πλευρά. Ένα ανώνυμο  άρθρο του Ευ. Αβέρωφ στην Καθημερινή στα 1958 αποτυπώνει τις ελληνικές προσδοκίες από τον ΟΗΕ,  τον οποίο θεωρούσε η πολιτική ελίτ «έναν Οικουμενικόν Άρειον Πάγον, όπου οι αδικούμενοι λαοί προσφεύγοντες ευρίσκουν το δίκαιόν των» [206]. Αν η φράση αυτή είναι γνώριμη από την όψη είναι επειδή αποτελεί το μόνο τρόπο δημόσιας έκφρασης από την ελληνική και κυπριακή πλευρά διαχρονικά. Φτάνει στο σημείο να πιστέψει ο αναγνώστης ότι οι ηγεσίες της εποχής ενδεχομένως να πίστευαν ότι αν επαναλάμβαναν χιλιάδες φορές την «υποχρέωση» των ΗΠΑ και του Ην. Βασιλείου να συνδράμουν τον εθνικό σκοπό, οι δύο αυτές χώρες θα έπρατταν τοιουτοτρόπως.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η αποτύπωση της διπλής φύσης του αντιαμερικανισμού στην αριστερά και τη δεξιά του ιδεολογικοπολιτικού φάσματος. Από τη μια, η δεξιά, έχοντας κυριαρχήσει στην άσκηση της κρατικής εξουσίας εμφορούνταν από ένα εθνικισμό στη ρητορική της, ο οποίος μη βρίσκοντας ανταπόκριση στην ιδεολογικά όμορη συμμαχία με τις ΗΠΑ, μεταστρεφόταν εναντίον της. Εξαίρεση αποτέλεσε η μετριοπαθέστερη αντιμετώπιση των κυβερνήσεων Καραμανλή, η οποία ωστόσο πολλές φορές υφίστατο την πίεση των πιο ακραίων στοιχείων, αλλά και την ευκαιριακή κριτική του Κέντρου και της ΕΔΑ. Αναφερόμενη στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, η τελευταία «κατήγγειλε τις συμφωνίες ως αποτέλεσμα αμερικανικών υποσχέσεων και της τυφλής προσήλωσης της κυβέρνησης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ» [174].

Η έκδοση, παρά τα εμφανή της χαρίσματα, αδικείται από τυπογραφικές ατέλειες, που βαρύνουν κυρίως τον διορθωτή. Ο κύριος όγκος των προβλημάτων εντοπίζονται στο έβδομο κεφάλαιο, ενώ ήσσονος σημασίας προβλήματα εντοπίζονται αραιότερα σε άλλα κεφάλαια. Οι αναφορές σε «έλληνεςΕλληνες ηγέτες» [319, 331], η παράλειψη των τελικών ς (στις γενικές που «χάθηκαν») στη φράση «την πιο εντυπωσιακή περίπτωση αντιδυτική, ουδετερόφιλη στροφή» [320], «κκατι» [325], «ειρωνίαειρωνεία», «απολυτωςαπολύτως», «έλληνας Έλληνας πολιτικός» [339, 346], «αμερικανόςΑμερικανός» [339, 346], «βρετανόΒρετανό», «τις στρατηγικής σημασίας της Ελλάδας» [347], ξαφνιάζουν δυσάρεστα τον αναγνώστη.

Στο παράρτημα που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου ο αναγνώστης βρίσκει πίνακες με στατιστικά δεδομένα μετρήσεων της ελληνικής κοινής γνώμης, από τα αρχεία της Υπηρεσίας Ενημέρωσης των ΗΠΑ. Ορισμένα από τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται και αναφέρονται κυρίως στο δεύτερο μισό του βιβλίου. Ο αναγνώστης θα επωφελούνταν ενδεχομένως περισσότερο αν οι σχετικοί πίνακες παρουσιάζονταν μαζί με το κυρίως μέρος της ανάλυσης, αποτρέποντας έτσι το δύσχρηστο του μπρος-πίσω στο εξαιρετικά ενδιαφέρον υλικό.

Το βιβλίο περιέχει, δυστυχώς, μόνο ένα φτωχό ονομαστικό ευρετήριο προσωπικοτήτων της εποχής, ενώ απουσιάζουν περισσότερα λήμματα, όπως, για παράδειγμα, αυτά των κομμάτων και των οργανώσεων που αναφέρονται στο κυρίως σώμα του βιβλίου. Η συμπερίληψή τους θα βοηθούσε τον αναγνώστη, αλλά και τον ενδιαφερόμενο ερευνητή να ανατρέξει αμέσως στη ζητούμενη πληροφορία, χωρίς να χρειάζεται να διεξέλθει το πέραν των 400 σελίδων πόνημα. Κι ακόμη, δείγμα από τις γελοιογραφίες του Φωκίωνα Δημητριάδη με σχετικό προς το βιβλίο αντικείμενο παρουσιάζονται συγκεντρωμένες στο μέσον της έκδοσης. Αν και είναι αναντίρρητα συναφείς, αφήνουν την αίσθηση ότι ο συγγραφέας ήθελε να συμπεριλάβει κάτι παραπάνω, χωρίς σαφή όμως πρόθεση για το πώς να τις παρουσιάσει.

Η αξία του έργου δεν έγκειται μόνο στην ιστορική τεκμηρίωση, ούτε επιδιώκει μια ούτως ή άλλως χιμαιρική «ιστορική αντικειμενικότητα». Το βιβλίο του Ι. Στεφανίδη είναι ένα βιβλίο πολιτικής αιχμής και σημασίας. Φωτίζοντας την περίοδο 1945-67, εξηγεί την ανυπόφορη ηθικολογία και την ασύγγνωστη ευήθεια με την οποία η ελληνική, αλλά κυρίως η κυπριακή πλευρά, αντιλήφθηκαν και χειρίστηκαν το Κυπριακό. Εξηγεί, επίσης, το πώς συμπλέκεται η εσωτερική πολιτική σκηνή στην Ελλάδα με το Κυπριακό. Κι αν στην Ελλάδα εμφανίζεται σήμερα να υποχωρεί η διασύνδεση αυτή, στην Κύπρο παραμένει the name of the game.

Αν και αναφέρθηκε στην αρχή ο εντυπωσιακός πλούτος των πρωτογενών πηγών, το κείμενο και η έρευνα θα επωφελούνταν από τη συμπερίληψη της κυπριακής οπτικής, ειδικά από την ανεξαρτησία και μετά. Ο κυπριακός τύπος και οι προσωπικές μαρτυρίες πρωταγωνιστών της εποχής είναι το κομμάτι που λείπει για να αποδοθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα. Η παρατήρηση αυτή ας μην διαβαστεί ως επίκριση: ο Ι. Στεφανίδης είναι σαφής στον τίτλο και την εισαγωγή του ως προς το πεδίο που φιλοδοξεί να χαρτογραφήσει. Μια αλλαγή οπτικής γωνίας, αυτή τη φορά από την Κύπρο, θα προσέθετε αναμφίβολα στην πολιτική και ιστορική τεκμηρίωση. Άρα, ας αναγνωστεί η σκέψη αυτή ως πρόσκληση προς έρευνα και από την άλλη πλευρά.

Ποια είναι η πολιτική κληρονομιά της εποχής εκείνης; Για την Κύπρο, με βεβαιότητα μπορεί να λεχθεί ότι  η ηθικολογία της εξωτερικής πολιτικής είναι η κληρονομιά της εποχής εκείνης στην κυπριακή ρητορική, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική σκηνή. Η διαρκής επίκληση της «δικαιοσύνης», της «αποκατάστασης», μέσα από μια ατέρμονη ρητορική για τις –νεφελώδεις– υποχρεώσεις της διεθνούς κοινότητας και των εμπλεκόμενων κρατών έναντι της Κύπρου συνθέτουν ακόμα και σήμερα τη μυωπική και αφελή αντιμετώπιση των σημερινών πραγματικοτήτων.

Γενεές Ελλήνων και Κυπρίων «εκπαιδεύτηκαν» στη ρητορική των δικαιωμάτων και των δίκαιων εθνικών σκοπών στα οποία τους εμβάπτιζε ο δημόσιος λόγος των πολιτικών και ο τύπος της εποχής. Όταν τα τουρκικά στρατεύματα αποβιβάζονταν το 1974 στο Πέντε Μίλι, δεν είχε μείνει κανείς πια που να μπορεί να αντιληφθεί γιατί η ιστορική τροπή πήρε τέτοια κατεύθυνση και, φυσικά, κανείς για να αντιμετωπίσει με ρεαλισμό την επόμενη μέρα. Αντίθετα, οι θεωρίες συνωμοσίας που ο ελληνικός τύπος έβλεπε εναντίον των δικαίων της Κύπρου και της Ελλάδας αποτυπώνονται ακόμη και σήμερα στην ειδησεογραφική επικαιρότητα των περισσότερων ΜΜΕ της Κύπρου. Συχνά-πυκνά τα πρωτοσέλιδα των καθημερινών εφημερίδων και οι πρώτες ειδήσεις των ηλεκτρονικών μέσων διατηρούν ακμαίο το αντιαμερικανικό και αντιβρετανικό πνεύμα, βλέποντας μεθοδεύσεις, μαγειρέματα και άλλα τινά στις πολιτικές εξελίξεις. Στον ορίζοντα αυτό εγγράφεται και η παλαιότερη αναφορά του σημερινού Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στον «κακό δαίμονα» της Κύπρου, αναφερόμενος στο Ην. Βασίλειο. Η μανιχαϊστική αντιμετώπιση, λοιπόν, των διεθνώς δρώντων και των διακυβευμάτων αντλεί την ιστορική της καταγωγή από την περίοδο αυτή, συντείνοντας κατά μη αναστρέψιμο τρόπο σε μια πολιτικά επαρχιώτικη αντίληψη της εξωτερικής πολιτικής και του Κυπριακού. Πάνω σε αυτές τις σκέψεις εξ αφορμής των όσων καταγράφει και αναλύει ο Ι. Στεφανίδης εδράζεται και ο τίτλος της παρούσας βιβλιοπαρουσίασης.

Σε μια εποχή που γίνεται μια προσπάθεια να κυριαρχηθεί ο χώρος της έρευνας με ψευδοεπιστημονικές εκδόσεις και συρραφές υποκλαπέντων κειμένων, το συγγραφικό εγχείρημα του Ι. Στεφανίδη είναι πολλαπλά χρήσιμο. Υπενθυμίζει τις αρετές της κριτικής έρευνας μέσα από την άρθρωση ενός έντιμου επιστημονικού λόγου, που δεν υποκύπτει ούτε εξυπηρετεί τη δικαιολόγηση προϋπαρχουσών απόψεων. Θα βρει το δρόμο του το βιβλίο αυτό για τα τμήματα των ελληνόφωνων πανεπιστημίων, τη διπλωματική ακαδημία, τα κομματικά γραφεία και τα υπουργεία εξωτερικών, και προς όσους θέσει λειτουργούν εν ονόματι του Έθνους; Ελπίζω πως ναι.


1 Απριλίου 2012

Σύριοι




Βλάπτουν κι οι τρεις τους τη Συρία το ίδιο

Ας φρόντιζαν…
Κ.Π. Καβάφης

Η φήμη για το άνοιγμα των Βαρωσίων φώτισε ξανά την γύμνια της πολιτικής μας ηγεσίας. Το φτέρνισμα ενός δημοσιογράφου στην Άγκυρα στάθηκε αρκετό για να πάθει πνευμονία όλη η Λευκωσία. Στο άθροισμα και τον μέσο όρο τους οι αντιδράσεις έδειξαν ξανά ότι κανείς στην πλευρά μας δεν είναι έτοιμος για την επόμενη κίνηση της Τουρκίας είτε αυτή όντως αφορά τα Βαρώσια είτε μια εξίσου θεαματική πρωτοβουλία. Τα μυαλά μας είναι καλοκουρδισμένα στο παραμύθι του 1974, στην απαρίθμηση των ψηφισμάτων, στην αδυναμία να σκεφτούμε έξω από το συμβατικό πλαίσιο που επιβάλλει η πνευματική αιμομιξία της Κύπρου.
Πώς θα μπορούσε να ήταν άλλωστε διαφορετικά τα πράγματα, τη στιγμή που μια ματιά στο πολιτικό προσωπικό σε αποκαρδιώνει; Κοιτώντας την Αριστερά και τη Δεξιά (για τους παλιάτσους του «Κέντρου» ούτε λόγος) βγαίνουν στη φόρα οι ανεπάρκειες, οι εμμονές και οι αδυναμίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτικών στελεχών τους.
Από τη μια, η Δεξιά δίκαια κατέχει τα πρωτεία στην ανοησία αφού για χρόνια γαλούχησε τον κόσμο με συνθήματα και εθνικές κορώνες που ακούγονταν ευχάριστα στα αφτιά των πολλών. Το πλήθος έφτανε σε πολλαπλούς οργασμούς στις μαζικές συγκεντρώσεις και αρκούσε το ανέμισμα μερικών ελληνικών σημαιών για να σταματήσει και το τελευταίο εγκεφαλικό κύτταρο να δουλεύει. Η αντίσταση, το προκεχωρημένο φυλάκιο του ελληνισμού, η μαρτυρική μεγαλόνησος και άλλες πολυσύλλαβες βλακείες στάθηκαν αρκετές για να σκεπάσουν κάθε άλλη συζήτηση, μα πιο πολύ τον ορθολογισμό και τη σοβαρότητα. Για δεκαετίες, ουσιαστικά από καταβολής του δόλιου κράτους μας, άλλοτε με πιστόλια, άλλοτε από άμβωνος κι άλλοτε με εγκυκλίους, η μπανάλ ρητορική του μίσους απέναντι στον κομουνισμό και στους Τούρκους του νησιού έστελνε μαζικά στους θαλάμους μιας πνευματικής οκνηρίας τους πολίτες αυτού του τόπου.
Από την άλλη, η αμυδρή ελπίδα που θα μπορούσε να έχει κάποιος από μια φωτισμένη και προοδευτική Αριστερά τσιμεντώθηκε στα στεγανά μιας ασφυκτικής κομματικής ιεραρχίας. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της γρήγορα εξέπεσε σε έναν αφόρητο ιεραποστολισμό και επέλεξε την παθητικότητα και τη θυματοποίηση ως μέσο δικαίωσης. Στη στροφή του 2008, η Κύπρος έγινε το πειραματόζωο ενός βρικολακιασμένου σοβιετισμού, αφού όσοι «μορφώθηκαν» στα Πατρίς Λουμούμπα της άλλης πλευράς του παραπετάσματος κάποια στιγμή των δεκαετιών του 1970 και 1980, βρέθηκαν να ασκούν εξουσία στην Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του φυσικού αερίου και των μεταμοντέρνων μας καιρών. Έτσι, η χώρα μας έγινε ένα παράδοξο ανάγραμμα στην αφήγηση του κόσμου και η εμμονή του ισχυρού, πανταχού παρόντος και ελέγχοντος Κράτους διαχύθηκε στη δημόσια σφαίρα.
Λοβοτομημένοι και εθνικά σκεπτόμενοι, αγαθοί και μονολιθικά κολλημένοι – λίγη διαφορά κάνει. Μόνο που βλάπτουν και οι δύο την πατρίδα το ίδιο.