6 Απριλίου 2012

Ευγενείς τυφλώσεις, ομαδικές ψυχώσεις




Ο καθηγητής της Νομικής σχολής του ΑΠΘ Ιωάννης Δ. Στεφανίδης καταθέτει στο αναγνωστικό κοινό το νέο του βιβλίο με τον τίτλο: «Εν ονόματι του έθνους – πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945-1967». H σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου βρίσκονται για χρόνια στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος και του συγγραφικού έργου του Ι. Στεφανίδη. Αυτό μαρτυρούν και οι προηγούμενες μονογραφίες του: «Από τον εμφύλιο στον ψυχρό πόλεμο,  Η Ελλάδα και ο συμμαχικός παράγοντας 1949-52», «Ασύμμετροι εταίροι - Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα στον ψυχρό πόλεμο, 1953-1961», «Isle of Discord: Nationalism, Imperialism and the Making of the Cyprus Question». Με το τελευταίο του βιβλίο, ο Ι. Στεφανίδης επιβεβαιώνει τις επιστημονικές καταβολές και τις ερευνητικές προοπτικές του: ανήκει στο ρεύμα εκείνο της νέας γενιάς των ερευνητών της πολιτικής ιστοριογραφίας που εξετάζει νηφάλια τη σύγχρονη ιστορία μακριά από δογματισμούς και προσωπικές ιδεοληψίες. Κι ακόμη, η ποιότητα της πολύχρονης έρευνάς του καθιστά το σύνολο του έργου του σημείο αναφοράς για την περίοδο που αρχίζει με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και εξικνείται έως την επτάχρονη δικτατορία.

Το βιβλίο περιέχει 9 κεφάλαια μέσα από τα οποία ο Ι. Στεφανίδης επιχειρεί να αποτυπώσει τις διασταυρούμενες διαδρομές του εθνικισμού και του αντιαμερικανισμού στην περίοδο 1945-1967. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη μετάλλαξη του περιεχομένου της Μεγάλης Ιδέας από την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» στον άκρατο βερμπαλιστικό αλυτρωτισμό που επικράτησε την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει το σκηνικό είκοσι και πλέον χρόνων, καταβυθιζόμενος σε ένα εντυπωσιακό από πλευράς εύρους και βάθους πρωτογενούς υλικού, που απαρτίζεται από τον ελληνικό Τύπο της εποχής, τα πρακτικά της Βουλής, τα Εθνικά Αρχεία των Ηνωμένων Πολιτειών, τα δημοσιευμένα αρχεία του State Department, τα εθνικά αρχεία του Ηνωμένου Βασιλείου, δημοσιευμένες πηγές από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αδημοσίευτες συλλογές ιδιωτικών αρχείων και τα δημοσιευμένα αρχεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.  Για όσους βιαστούν να πιστέψουν ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα συμπίλημα που σκοπό έχει να αποτυπώσει μια εποχή μέσα από τη συνένωση αρχείων, ας μην προτρέξουν.

Ενώ στο μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό κυριάρχησε αρχικά το αλυτρωτικό δίπολο διεκδίκησης της Β. Ηπείρου και της Κύπρου, ο αγώνας της ΕΟΚΑ και η ικανότητα του Μακαρίου να απευθύνεται αδιαμεσολάβητα στην ελληνική κοινή γνώμη, σύροντας τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις να ακολουθούν τις επιλογές του, οδήγησαν στη μονοπώληση του ενδιαφέροντος από το Κυπριακό. Αναφέρει ο συγγραφέας για το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950: «Σύμφωνα με τον Μακάριο, η ελληνοκυπριακή ελευθερία αποτελούσε απλώς ζήτημα απόλυτης προτεραιότητας για το έθνος ως σύνολο. Με την έννοια αυτή ευθέως αμφισβήτησε το δικαίωμα της ελληνικής κυβέρνησης να ιεραρχεί τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της» [142]. Κατά ένα ενδιαφέροντα τρόπο, μπορεί να παρατηρήσει  κανείς σήμερα τη διπλή μετάλλαξη του προαναφερθέντος διπόλου, προϊόντος του χρόνου. Η φυσιογνωμία του σημερινού διπόλου είναι κατά βάση αμυντική, που επιδιώκει να ανατρέψει τα δεδομένα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και να αναχαιτίσει υπαρκτούς (και μη) «εθνικούς κινδύνους» που αντιμετωπίζει η Θράκη.

Ο ΟΗΕ, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρούνταν υποχρεωμένοι  να παρέμβουν ώστε να υποχρεώσουν την Τουρκία να συμμορφωθεί με τις επιταγές του δικαίου, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβανόταν η ελληνική πλευρά. Ένα ανώνυμο  άρθρο του Ευ. Αβέρωφ στην Καθημερινή στα 1958 αποτυπώνει τις ελληνικές προσδοκίες από τον ΟΗΕ,  τον οποίο θεωρούσε η πολιτική ελίτ «έναν Οικουμενικόν Άρειον Πάγον, όπου οι αδικούμενοι λαοί προσφεύγοντες ευρίσκουν το δίκαιόν των» [206]. Αν η φράση αυτή είναι γνώριμη από την όψη είναι επειδή αποτελεί το μόνο τρόπο δημόσιας έκφρασης από την ελληνική και κυπριακή πλευρά διαχρονικά. Φτάνει στο σημείο να πιστέψει ο αναγνώστης ότι οι ηγεσίες της εποχής ενδεχομένως να πίστευαν ότι αν επαναλάμβαναν χιλιάδες φορές την «υποχρέωση» των ΗΠΑ και του Ην. Βασιλείου να συνδράμουν τον εθνικό σκοπό, οι δύο αυτές χώρες θα έπρατταν τοιουτοτρόπως.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η αποτύπωση της διπλής φύσης του αντιαμερικανισμού στην αριστερά και τη δεξιά του ιδεολογικοπολιτικού φάσματος. Από τη μια, η δεξιά, έχοντας κυριαρχήσει στην άσκηση της κρατικής εξουσίας εμφορούνταν από ένα εθνικισμό στη ρητορική της, ο οποίος μη βρίσκοντας ανταπόκριση στην ιδεολογικά όμορη συμμαχία με τις ΗΠΑ, μεταστρεφόταν εναντίον της. Εξαίρεση αποτέλεσε η μετριοπαθέστερη αντιμετώπιση των κυβερνήσεων Καραμανλή, η οποία ωστόσο πολλές φορές υφίστατο την πίεση των πιο ακραίων στοιχείων, αλλά και την ευκαιριακή κριτική του Κέντρου και της ΕΔΑ. Αναφερόμενη στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, η τελευταία «κατήγγειλε τις συμφωνίες ως αποτέλεσμα αμερικανικών υποσχέσεων και της τυφλής προσήλωσης της κυβέρνησης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ» [174].

Η έκδοση, παρά τα εμφανή της χαρίσματα, αδικείται από τυπογραφικές ατέλειες, που βαρύνουν κυρίως τον διορθωτή. Ο κύριος όγκος των προβλημάτων εντοπίζονται στο έβδομο κεφάλαιο, ενώ ήσσονος σημασίας προβλήματα εντοπίζονται αραιότερα σε άλλα κεφάλαια. Οι αναφορές σε «έλληνεςΕλληνες ηγέτες» [319, 331], η παράλειψη των τελικών ς (στις γενικές που «χάθηκαν») στη φράση «την πιο εντυπωσιακή περίπτωση αντιδυτική, ουδετερόφιλη στροφή» [320], «κκατι» [325], «ειρωνίαειρωνεία», «απολυτωςαπολύτως», «έλληνας Έλληνας πολιτικός» [339, 346], «αμερικανόςΑμερικανός» [339, 346], «βρετανόΒρετανό», «τις στρατηγικής σημασίας της Ελλάδας» [347], ξαφνιάζουν δυσάρεστα τον αναγνώστη.

Στο παράρτημα που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου ο αναγνώστης βρίσκει πίνακες με στατιστικά δεδομένα μετρήσεων της ελληνικής κοινής γνώμης, από τα αρχεία της Υπηρεσίας Ενημέρωσης των ΗΠΑ. Ορισμένα από τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται και αναφέρονται κυρίως στο δεύτερο μισό του βιβλίου. Ο αναγνώστης θα επωφελούνταν ενδεχομένως περισσότερο αν οι σχετικοί πίνακες παρουσιάζονταν μαζί με το κυρίως μέρος της ανάλυσης, αποτρέποντας έτσι το δύσχρηστο του μπρος-πίσω στο εξαιρετικά ενδιαφέρον υλικό.

Το βιβλίο περιέχει, δυστυχώς, μόνο ένα φτωχό ονομαστικό ευρετήριο προσωπικοτήτων της εποχής, ενώ απουσιάζουν περισσότερα λήμματα, όπως, για παράδειγμα, αυτά των κομμάτων και των οργανώσεων που αναφέρονται στο κυρίως σώμα του βιβλίου. Η συμπερίληψή τους θα βοηθούσε τον αναγνώστη, αλλά και τον ενδιαφερόμενο ερευνητή να ανατρέξει αμέσως στη ζητούμενη πληροφορία, χωρίς να χρειάζεται να διεξέλθει το πέραν των 400 σελίδων πόνημα. Κι ακόμη, δείγμα από τις γελοιογραφίες του Φωκίωνα Δημητριάδη με σχετικό προς το βιβλίο αντικείμενο παρουσιάζονται συγκεντρωμένες στο μέσον της έκδοσης. Αν και είναι αναντίρρητα συναφείς, αφήνουν την αίσθηση ότι ο συγγραφέας ήθελε να συμπεριλάβει κάτι παραπάνω, χωρίς σαφή όμως πρόθεση για το πώς να τις παρουσιάσει.

Η αξία του έργου δεν έγκειται μόνο στην ιστορική τεκμηρίωση, ούτε επιδιώκει μια ούτως ή άλλως χιμαιρική «ιστορική αντικειμενικότητα». Το βιβλίο του Ι. Στεφανίδη είναι ένα βιβλίο πολιτικής αιχμής και σημασίας. Φωτίζοντας την περίοδο 1945-67, εξηγεί την ανυπόφορη ηθικολογία και την ασύγγνωστη ευήθεια με την οποία η ελληνική, αλλά κυρίως η κυπριακή πλευρά, αντιλήφθηκαν και χειρίστηκαν το Κυπριακό. Εξηγεί, επίσης, το πώς συμπλέκεται η εσωτερική πολιτική σκηνή στην Ελλάδα με το Κυπριακό. Κι αν στην Ελλάδα εμφανίζεται σήμερα να υποχωρεί η διασύνδεση αυτή, στην Κύπρο παραμένει the name of the game.

Αν και αναφέρθηκε στην αρχή ο εντυπωσιακός πλούτος των πρωτογενών πηγών, το κείμενο και η έρευνα θα επωφελούνταν από τη συμπερίληψη της κυπριακής οπτικής, ειδικά από την ανεξαρτησία και μετά. Ο κυπριακός τύπος και οι προσωπικές μαρτυρίες πρωταγωνιστών της εποχής είναι το κομμάτι που λείπει για να αποδοθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα. Η παρατήρηση αυτή ας μην διαβαστεί ως επίκριση: ο Ι. Στεφανίδης είναι σαφής στον τίτλο και την εισαγωγή του ως προς το πεδίο που φιλοδοξεί να χαρτογραφήσει. Μια αλλαγή οπτικής γωνίας, αυτή τη φορά από την Κύπρο, θα προσέθετε αναμφίβολα στην πολιτική και ιστορική τεκμηρίωση. Άρα, ας αναγνωστεί η σκέψη αυτή ως πρόσκληση προς έρευνα και από την άλλη πλευρά.

Ποια είναι η πολιτική κληρονομιά της εποχής εκείνης; Για την Κύπρο, με βεβαιότητα μπορεί να λεχθεί ότι  η ηθικολογία της εξωτερικής πολιτικής είναι η κληρονομιά της εποχής εκείνης στην κυπριακή ρητορική, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική σκηνή. Η διαρκής επίκληση της «δικαιοσύνης», της «αποκατάστασης», μέσα από μια ατέρμονη ρητορική για τις –νεφελώδεις– υποχρεώσεις της διεθνούς κοινότητας και των εμπλεκόμενων κρατών έναντι της Κύπρου συνθέτουν ακόμα και σήμερα τη μυωπική και αφελή αντιμετώπιση των σημερινών πραγματικοτήτων.

Γενεές Ελλήνων και Κυπρίων «εκπαιδεύτηκαν» στη ρητορική των δικαιωμάτων και των δίκαιων εθνικών σκοπών στα οποία τους εμβάπτιζε ο δημόσιος λόγος των πολιτικών και ο τύπος της εποχής. Όταν τα τουρκικά στρατεύματα αποβιβάζονταν το 1974 στο Πέντε Μίλι, δεν είχε μείνει κανείς πια που να μπορεί να αντιληφθεί γιατί η ιστορική τροπή πήρε τέτοια κατεύθυνση και, φυσικά, κανείς για να αντιμετωπίσει με ρεαλισμό την επόμενη μέρα. Αντίθετα, οι θεωρίες συνωμοσίας που ο ελληνικός τύπος έβλεπε εναντίον των δικαίων της Κύπρου και της Ελλάδας αποτυπώνονται ακόμη και σήμερα στην ειδησεογραφική επικαιρότητα των περισσότερων ΜΜΕ της Κύπρου. Συχνά-πυκνά τα πρωτοσέλιδα των καθημερινών εφημερίδων και οι πρώτες ειδήσεις των ηλεκτρονικών μέσων διατηρούν ακμαίο το αντιαμερικανικό και αντιβρετανικό πνεύμα, βλέποντας μεθοδεύσεις, μαγειρέματα και άλλα τινά στις πολιτικές εξελίξεις. Στον ορίζοντα αυτό εγγράφεται και η παλαιότερη αναφορά του σημερινού Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στον «κακό δαίμονα» της Κύπρου, αναφερόμενος στο Ην. Βασίλειο. Η μανιχαϊστική αντιμετώπιση, λοιπόν, των διεθνώς δρώντων και των διακυβευμάτων αντλεί την ιστορική της καταγωγή από την περίοδο αυτή, συντείνοντας κατά μη αναστρέψιμο τρόπο σε μια πολιτικά επαρχιώτικη αντίληψη της εξωτερικής πολιτικής και του Κυπριακού. Πάνω σε αυτές τις σκέψεις εξ αφορμής των όσων καταγράφει και αναλύει ο Ι. Στεφανίδης εδράζεται και ο τίτλος της παρούσας βιβλιοπαρουσίασης.

Σε μια εποχή που γίνεται μια προσπάθεια να κυριαρχηθεί ο χώρος της έρευνας με ψευδοεπιστημονικές εκδόσεις και συρραφές υποκλαπέντων κειμένων, το συγγραφικό εγχείρημα του Ι. Στεφανίδη είναι πολλαπλά χρήσιμο. Υπενθυμίζει τις αρετές της κριτικής έρευνας μέσα από την άρθρωση ενός έντιμου επιστημονικού λόγου, που δεν υποκύπτει ούτε εξυπηρετεί τη δικαιολόγηση προϋπαρχουσών απόψεων. Θα βρει το δρόμο του το βιβλίο αυτό για τα τμήματα των ελληνόφωνων πανεπιστημίων, τη διπλωματική ακαδημία, τα κομματικά γραφεία και τα υπουργεία εξωτερικών, και προς όσους θέσει λειτουργούν εν ονόματι του Έθνους; Ελπίζω πως ναι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: