22 Φεβρουαρίου 2015

Πρώτη φορά αληθινά




Ήταν φθινόπωρο του 1999 κι εγώ περπατούσα, ή μάλλον νόμιζα πως περπατούσα, μα στην πραγματικότητα αιωρούμουν 2-3 εκατοστά πάνω από το έδαφος, καθώς τριγύριζα στη Θεσσαλονίκη. Βλέπετε, είχα ξεμπερδέψει με την Εθνική Φρουρά, ύστερα από 26 μήνες θητεία και 9 ημέρες φυλακή και μπορούσα πια να κάνω τα πάντα. Τώρα που με σκέφτομαι ξανά, εκείνη την περίοδο έμοιαζα με ένα τρελό σκυλί που μόλις το είχαν απελευθερώσει απ’ το κλουβί του.

Μέσα σε όλα τα θαυμαστά που συνέβαιναν μέσα μου κι έξω μου, ήταν και αυτή η μαγική ιστορία που ονομάζεται «ελληνικό πανεπιστήμιο». Ένας θεσμός λοιδορημένος, απαξιωμένος, συκοφαντημένος, υπονομευμένος. Εκεί συνάντησα πολλούς από τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν την κατοπινή πορεία μου, φίλους, συμφοιτητές και καθηγητές. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου στις πανεπιστημιακές παραδόσεις, καθώς άκουγα πρωτόγνωρα πράγματα κι ένιωθα τα γρανάζια του μυαλού να ξανακινούνται μετά από χρόνια απραξία.

Απ’ τα πιο ενδιαφέροντα και σπουδαία μαθήματα ήταν αυτά του ποινικού δικαίου με τον Νίκο Παρασκευόπουλο, σημερινό υπουργό Δικαιοσύνης. Στα δικά του μαθήματα ξανοιχτήκαμε στον κόσμο της ποινικής δικαιοσύνης, στην αναλογία της ποινής, στην απαγόρευση της ποινικής καταστολής του φρονήματος, στην ανάγκη δημιουργίας ενός ανθρωποκεντρικού σωφρονιστικού συστήματος, στην κριτική του συστήματος αντιμετώπισης των χρηστών ναρκωτικών, στην αμφισβήτηση της ορθότητας του νόμου και της αναζήτησης της δικαιοπολιτικής σκοπιμότητας των επιλογών του ποινικού νομοθέτη. Όλα αυτά μας διαμόρφωσαν τη σκέψη μας, την αντίληψή μας. Από εκείνα τα χρόνια βγήκε μια φουρνιά άνθρωποι με ευρείς ορίζοντες, προοδευτικά μυαλά, διψασμένες καρδιές που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο.

Η ίδια η ιδέα της αμφισβήτησης φύτρωσε και στο χώμα των διαλέξεων κι αναπόφευκτα κατευθύνθηκε κι εναντίον του ίδιου του καθηγητή. Ο κόσμος της ποινικής θεωρίας, η κριτική και το εναλλακτικό σύμπαν της προστασίας της αξίας του ατόμου έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας ήταν σαγηνευτικά, πλην όμως μακράν του εφικτού και του πραγματοποιήσιμου. «Πώς θα γίνουν όλα αυτά κ. Παρασκευόπουλε;», αναρωτιόμασταν φωναχτά ή σιωπηρά. Είχαμε διαλέξει πλευρά, ήμασταν μαζί του, αλλά, την ίδια στιγμή, η φωνή του «ρεαλισμού» μας προσγείωνε στον κόσμο των κατασταλτικών ποινικών πολιτικών, των τυφλών απαντήσεων, του τρομονόμου της εποχής.

Τις προάλλες έβλεπα τις προγραμματικές δηλώσεις του παλιού μου καθηγητή, πλέον υπουργού Δικαιοσύνης, στη Βουλή των Ελλήνων, όπου εξαγγέλθηκαν οι κύριοι στόχοι της νέας κυβέρνησης: κατάργηση φυλακών ανηλίκων, πολιτικές επανένταξης, στοχευμένες και συνολικές δράσεις για τα ναρκωτικά, σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια, αποποινικοποίηση ησσόνων παραβάσεων για τους ανήλικους, βελτίωση του αντιρατσιστικού νόμου, αποσυμφόρηση των φυλακών. Τα φοιτητικά μας μαθήματα ακούγονταν μέσα στην αίθουσα του Κοινοβουλίου από έναν άνθρωπο με σοβαρότητα, με μεστό λόγο και με επιστημοσύνη. Ο κόσμος που ακούσαμε, που πιστέψαμε, η ιδέα ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» γινόταν πλέον κρατική πολιτική. Κι αυτό κουβαλά την αίσθηση της δικαίωσης και ένα έντονο συγκινησιακό φορτίο για όσους πίστεψαν, οραματίστηκαν, ή αφέθηκαν έστω για λίγο να φανταστούν πώς θα ήταν αυτός ό άλλος κόσμος.

Την ώρα που σύρονται αυτές οι γραμμές, κανείς δεν ξέρει πού θα βγει η ιστορία του ελληνικού χρέους, των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές και η οικονομική προοπτική του ελληνικού κράτους κρέμεται από μία κλωστή. Μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων, αυτή η διάσταση των νέων πολιτικών στην Ελλάδα έχει χαθεί. Μαζί με τους αυτονόητους λόγους για τους οποίους θα ήθελα να τα καταφέρει η Ελλάδα είναι για να δούμε και την υλοποίηση των πολιτικών της στον τομέα της δικαιοσύνης. Αν γίνει αυτό, τότε όσα αναλογιστήκαμε κάποτε σε αίθουσες διαλέξεων και βιβλιοθήκες θα είναι για πρώτη φορά αληθινά.

8 Φεβρουαρίου 2015

Μολύβι




Κάθε φορά που κάποιος συμμαθητής μας ξεχνούσε να φέρει τα μολύβια του, αντιμετωπιζόταν επιτιμητικά, με μια φράση που έμελλε να γίνει ένα από τα πιο θλιβερά κλισέ στην ιστορία της μαθητικής μας ζωής: «Μα είναι σαν να πηγαίνεις στον πόλεμο χωρίς το όπλο σου». Σηκωμένα φρύδια, επικριτικός τόνος φωνής, επίδειξη εξουσίας και δύναμης απέναντι σε πιτσιρίκια των 8, 9, 10 χρόνων. Γελοία πράγματα, θα μου πείτε, μα αρκετά σημαντικά για να σημαδέψουν τα άγραφα τεφτέρια μέσα μας και για να φθάσουν στο σήμερα, μέσα στις αποσκευές των αναμνήσεων της γενιάς μου. Υπήρξαν και άλλοι παρόμοιοι εξυπνακισμοί, οι οποίοι είχαν άμεση ή έμμεση διασύνδεση με αυτόν τον ανυπόφορο και υφέρποντα μιλιταρισμό, ο οποίος διατρέχει, πολύ φοβάμαι ακόμα και σήμερα, την εκπαίδευση και την κοινωνία μας.
Και μιας και λατρεύω τις παραδοξότητες και τις εναλλακτικές πραγματικότητες, αναρωτιέμαι γιατί δεν μας έλεγαν κάτι στο στυλ: «Μα είναι σαν να θέλεις να παίξεις ποδόσφαιρο χωρίς μπάλα» ή «σαν να θέλεις να φας όλες τις καραμέλες της καντίνας χωρίς να πονέσει το στομάχι σου». Ή κάτι ανάλογο, που να ήταν αστείο, ανέφικτο και χρωματιστό μαζί. Μάταια θα αναζητούσε κανείς κάποια φιγούρα δασκάλου εκείνα τα χρόνια, ίσως και σήμερα, που να σου έλεγε τα πιο χοντροκομμένα ψέματα και τις πιο εξωφρενικά φανταχτερές ιστορίες, από αγάπη, μόνο και μόνο για να γελάς. Κάποιον που να έμοιαζε, ας πούμε, με τον Μπενίνι στο «Η ζωή είναι ωραία».
Θυμήθηκα όμως αυτή τη συγκεκριμένη φράση τις προάλλες όταν, μεσοστρατίς της εργασιακής μου ημέρας, εν μέσω ενός οιονεί πολέμου, φορτωμένος σημειωματάρια, χαρτιά και φακέλους, δηλαδή κάτι σαν τον στρατιωτικό φόρτο εκστρατείας, βρέθηκα άοπλος – πάει να πει χωρίς ένα μολύβι. Κι έτσι, ένα κύτταρο της μνήμης βγήκε από τον λήθαργό του και φανέρωσε ξανά τη μικρή, άχρηστη πληροφορία που του ανατέθηκε να φυλάει. Σταμάτησα την πορεία μου, κοίταξα γύρω μου, πάνω, σαν να είχα μόλις συνέλθει από πολύχρονο κώμα κι έξω ήταν χαρά Θεού, με εκείνες τις εκπληκτικές αλκυονίδες μέρες του χειμώνα, η Κύπρος φορούσε μια ελαφριά στρώση πράσινου και εσύ δεν είχες παρά να κλείσεις τα μάτια κόντρα στον ήλιο και να τον αφήσεις να σου ψήσει γλυκά το πρόσωπο. Δεν θέλω να είμαι στρατιώτης, δεν διάλεξα αυτόν τον πόλεμο. Θα ήθελα μοναχά να περπατούσαμε ξανά μαζί εκείνο το κρυφό συντόμι που βγάζει στη θάλασσα, να γελούσαμε και να σου έγραφα απελπισμένα γράμματα. Αρκεί να μην ξεχνούσα, πάλι, το μολύβι μου...