26 Μαΐου 2013

Τα δημόσια και τα ιδιωτικά




Ήταν Δευτέρα, ήταν και Μάης, ήταν και το σκηνικό, στο δημοτικό κήπο της Λευκωσίας, που είχα να πάω από παιδί. Η νύχτα υποσχόταν, όπως ακριβώς και το χέρι που με τράβηξε εκεί. Φωνές χαμηλές, πρόσωπα οικεία της πόλης μου, ένα θρόϊσμα από τις φυλλωσιές (ή μήπως ήταν το ρίγος από τη συγκίνηση της ψυχής για όλα τα θαυμαστά που ζύγωναν;). Σιωπή κι ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη, να έρχεται σε μας, τελευταία σειρά, πίσω-πίσω, όπως ορμήνεψε εκείνη. Ο λόγος του ποιητή, λοιπόν, αδιαμεσολάβητος, χωρίς σχόλια, χωρίς ερμηνείες, ακκισμούς και τοποθετήσεις. Με νεύρο, πείσμα και αυθεντικότητα, ένας ομότεχνος του ποιητή, ανέγνωσε “Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά”. Ένα δοκίμιο του Ελύτη, που παραμένει άγνωστο στους πολλούς, σίγουρα μέχρι πρότινος στον υπογράφοντα, θαμμένο κάτω από τον καθωσπρεπισμό που μας επιβάλει η εκφορά τέτοιων ονομάτων και η εύκολη ανάκληση των πιο γνωστών του έργων.

Όλα αυτά τα σπείραμε και τα θερίσαμε σε μισή περίπου ώρα, που φάνηκε σαν αιωνιότητα, στο Φυτώριο Εικαστικής Καλλιέργειας - το παλιό φυτώριο του δημοτικού κήπου, που παραμένει παραδόξως terra incognita, σαν καρδιά αγαπημένου παππού στην παλιά Λευκωσία, σαν ένας μικρός παράδεισος στο κέντρο μιας πληγωμένης πόλης. Για το κείμενο, ας μου επιτραπεί να συνταχθώ με αυτούς που θέλησαν μόνο την ανάγνωσή του, δίχως θεωρητικές προσεγγίσεις ή ελλειματική προσοχή. Γιατί όπως αναφέρεται και στο σύντομο σημείωμα της εκδήλωσης “το να “εξηγούμε” ή να “μεταφράζουμε” το λόγο του Ποιητή είναι η συνήθεια που μας οδηγεί στη μίζερη εγκαθίδρυση της απομάκρυνσης από το ανθρώπινο ή θεϊκό στοιχείο της ύπαρξης μας και συνέχειας του είδους σε εξελιγμένη μορφή”. Νά, όμως, τι ξεχώρισα για τους δικούς μας καιρούς, με την ευχή να ανακαλύψουν κι άλλοι το δοκίμιο:

«Ω, να μπορούσανε, λέει και τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν μια δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες τών συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς. Να έπαιρνε πότε πότε η συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις προεκτάσεις που παίρνει ενα δάκρυ όταν διαθλά τις αθλιότητες όλες κι απομένει να λάμπει σαν μονόπετρο. Κοντολογίς, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά άπ' το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιό ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων. Τί σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ' ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα; Όπου το κοινόν αίσθημα να συμπίπτει με κείνο τών αρίστων. Τι έγινε η φύση που μαντεύουμε αλλά δεν τη βλέπουμε; Ο αέρας που ακούμε αλλά δεν τον εισπνέουμε;».



Ο Νικόλας Κυριάκου έχει μια παλάμη διάφανη κι ορθή καρδιά.

19 Μαΐου 2013

Tell her today


Μνήμη



Χρειάζομαι έναν πολυτεχνίτη. Για να μου εξηγήσει την αρχιτεκτονική της μνήμης. Κάποιον που μελετάει τις ψυχές των ανθρώπων. Και ξέρει τη διαδρομή της αποτύπωσης των εμπειριών, των σκέψεων, των βιωμάτων στο μυαλό και την καρδιά του καθενός μας. Και έναν hacker να μου πει πού στο καλό φυλάγεται όλη η ψηφιακή μου παρουσία, τα λόγια και τα μηνύματα που έχω ανταλλάξει με τόσο κόσμο τα τελευταία 13 χρόνια.

Δύσκολη υπόθεση η μνήμη – για λόγους που θα υποψιάζεστε ή θα έχετε βεβαιωθεί κι εσείς από χίλιες αφορμές. Μέχρι πρότινος, ανακαλούσες κατά το δοκούν. Κατά τη φύση ή το χάρισμα διανοίας σου. Αν σε άφηναν τα τραύματα ή η μεγαλοποίηση των διαστάσεων που ερχόταν με τη χαρά. Αν ήσουν τυχερός, θα θυμόσουν εύκολα και με ακρίβεια (ή τουλάχιστον έτσι θα πίστευες). Αν πάλι είσαι τύπος οργανωτικός, μεθοδικός, συστηματικός, τύπος που δύσκολα αποχωρίζεται ακόμα και το παραμικρό χαρτάκι, που φυλάει σημειώσεις, γράμματα, καρτ-ποστάλ σε συρτάρια και φακέλους, μπορείς να έχεις μια αξιόπιστη, αλλά πάντα μερική, αποτύπωση του παρελθόντος.

Κι ύστερα, έρχεται το ίντερνετ, το ψηφιακό ατελείωτο σύμπαν, όπου όλα όσα έγραψες και έστειλες πάνω σε ένα εικονικό φτερό πατώντας send είναι ζωντανά κάπου σε έναν απίθανο server στο μέσο μιας ερήμου, ή στην πολύβουη καρδιά μιας μεγαλούπολης. Δεν μπορείς να ξεχάσεις, δεν έχεις δικαίωμα να ξεχαστείς. Με μια απλή αναζήτηση, κάθε διαγραμμένο μήνυμα, κάθε σβησμένη φωτογραφία και κάθε ψηφιακό αποτύπωμα σου επιστρέφει σε χρόνο παροντικό, μια νεκρανάσταση, μια ολική επαναφορά. Κι όσο και αν φαίνεται αυτό να διευκολύνει τη ζωή στο κάθε μέρα της (αναλογιστείτε πόσες φορές είπατε στη δουλειά: «πού έσωσα το αρχείο», «πού έβαλα το μέιλ» κλπ), άλλο τόσο δυσχεραίνει την κατάταξη των συμβάντων μέσα σου, το οριστικό κλείσιμο των δεφτεριών, την οργάνωση του χρόνου στο πριν, στο τώρα, το μετά.

Αναρωτιέμαι πόσο αυτό το χαρακτηριστικό της νέας εποχής θα οδηγήσει στη σταδιακή αλλαγή του τρόπου με τον οποίο θυμόμαστε, του τρόπου με τον οποίο καταχωρίζουμε τους ανθρώπους, τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις μυρωδιές και τόσα άλλα μέσα μας. Θα γίνουν όλα φάκελοι όπου θα μπαίνουν αναλόγως θέματος και ημέρας καταχώρισης; Ή θα κρατήσουμε τη δυνατότητα να ανακατεύουμε, λίγο αυθαίρετα, λίγο αναρχικά, τις αναμνήσεις μας; Τις γεύσεις από τα καλοκαίρια, τις αισθήσεις του χειμώνα, να είναι όλα αυτά μαζί μέσα μας, με τον τρόπο που βιώθηκαν, ερμηνεύθηκαν και τελικά αναπαύτηκαν εντός μας; Προς το παρόν, έχω μόνο πολλές ερωτήσεις. Ίσως σε ένα, δύο ή περισσότερα χρόνια, ξαναβλέποντας το κείμενο αυτό στον υπολογιστή μου, όπου φυλάω τα κυριακάτικα κείμενά μου, να θυμηθώ να προσθέσω μερικές καλές και πειστικές απαντήσεις στο τέλος.


Ο Νικόλας Κυριάκου μαθαίνει δύσκολα, επίπονα και χρονοβόρα. Ό,τι μένει όμως...

12 Μαΐου 2013

Έξω οι τρέντυ από την (παλιά) Λευκωσία



 
 
Η αλλαγή στην ανθρωπογεωγραφία, το τοπίο και τον επιχειρηματικό προσανατολισμό της εντός των τειχών Λευκωσίας συντελείται με γοργούς ρυθμούς τον τελευταίο ένα με ενάμιση χρόνο. Ο συνωστισμός που παρατηρείται τα βράδια και τις μέρες αργίας στην παλιά Λευκωσία σε διάφορους χώρους διασκέδασης, οι οποίοι έχουν πολλαπλασιασθεί, είναι δηλωτικός της αλλαγής αυτής. Η νέα τάξη πραγμάτων φαίνεται να απορροφά πολύ από τον κόσμο που μέχρι πρόσφατα κινούνταν στην εκτός των τειχών πόλη. Με τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης, το γεωγραφικό σύνορο των τειχών χώριζε, μέχρι πρόσφατα, τους τρέντυ της Μακαρίου από την decadence των καμπαρέ και τους λίγους καφενέδες. Σήμερα, αφεντικά και δούλοι, ένα πράμα γίναμε ούλοι: πολλές φορές η απόπειρα να κινηθείς στην πέριξ της Φανερωμένης περιοχή είναι μια δοκιμασία και μπορεί να καταστήσει αγοραφοβικό ακόμα και τον πιο εξωστρεφή κοινωνικά άνθρωπο. Μαζί με τα λεφούσια, έρχεται και η γαϊδουρινή οδηγική ασυνειδησία, η οχληρία, οι διαπληκτισμοί για έναν χώρο που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως χώρος στάθμευσης.

Πέρα από τη μικρή καθημερινή κόλαση και τη ριζική μεταβολή του ιστορικού κέντρου σε lifestyle προορισμό για όσους ανακαλύπτουν τώρα την πόλη τους, έρχονται και τα σοβαρότερα ερωτήματα και θέματα. Είναι αυτού του είδους την ανάπτυξη που θέλουμε για την παλιά Λευκωσία; Αποτελεί η αναζωογόνηση από μόνη της προτεραιότητα, ή πρέπει να σκεφτούμε τώρα την ικανότητα απορρόφησης και συντήρησης των νέων αριθμών και δεδομένων; Η αίσθησή μου είναι ότι στην περίοδο που διανύουμε επικρατεί η λογική του Ελ Ντοράντο: τα μικρά καφέ ανοίγουν με την ίδια ταχύτητα που παλαιότερα άνοιγαν περίπτερα και συνοικιακά βίντεοκλαμπ, με σκοπό το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Μοιραία, και η παρακμή τους προϊόντος του χρόνου. Έτσι και τώρα το άπλωμα των τραπεζιών στους πεζοδρόμους της Λευκωσίας γίνεται χωρίς προοπτική, χωρίς σεβασμό στην πρωταρχική τους χρήση και με αμφιβόλου προθέσεων και αποτελεσμάτων αισθητική.

Μαζί με αυτά έρχονται και άλλα, όπως για παράδειγμα οι όλο και πυκνότερες συζητήσεις για την ασφάλεια σε αυτό το κομμάτι της πόλης. Κατά έναν ενδιαφέροντα τρόπο, η δημόσια συζήτηση για το θέμα περιλαμβάνει μόνο τους θεσμικούς εκπροσώπους της πολιτείας και δεν έχει σαφές αντικείμενο. Αιωρείται, αντίθετα, μια εντύπωση ότι κάτι πρέπει να γίνει για το θέμα της ασφάλειας κι ότι δεν θα γίνει Εξάρχεια η Φανερωμένη. Η μετάφραση των κωδικοποιημένων μηνυμάτων λέει ότι οι μυστήριοι τύποι και τα φρικιά που μαζεύονται στα πέριξ θα πρέπει να φύγουν κι ότι κάτι πρέπει να γίνει με τους ξένους που έχουν ευθύνη για την εγκληματικότητα, τη βρομιά και την ανασφάλεια.

Στα δικά μου αφτιά, όλα αυτά ακούγονται παραπλανητικά και υποκριτικά. Υποκριτικά αφού την ώρα που πίνεις υπερτιμημένους καπουτσίνους και βέλγικες μπίρες, δίπλα σου στοιβάζονται ξένοι σε ασυντήρητα σπίτια. Παραπλανητικά επειδή επιχειρούν να εστιάσουν σε ένα πρόβλημα που ενδεχομένως να μην υπάρχει. Η δημιουργία του αισθήματος ασφάλειας έρχεται να ανταποκριθεί στην «ανάπτυξη» των τελευταίων μηνών και να αλληλοτροφοδοτηθεί με αυτήν. Περισσότερη ανάπτυξη – περισσότερη ασφάλεια, και το ανάποδο. Όσο περισσότερο έχουμε την προσοχή μας σε αυτό το θέμα, τόσο απέχουμε από τη συζήτηση για την ορθολογική και ήπια οικονομική, αισθητική και προς το ανθρώπινο βελτίωση της παλιάς πόλης, τα αίτια του κράματος ανάπτυξης και παρακμής της και τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης όσων κατοικούν σε αυτήν.


5 Μαΐου 2013

Πάσχα σημαίνει διάβαση

(ένα κείμενο του 2009)

Πάει κι ετούτη η γιορτή. Κάποια στιγμή σταματάς να μετράς τις χαρακιές του χρόνου κι αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι περισσότερο τα όσα λέγονται στην εκκλησία. Κάπου εκεί καταλαβαίνεις ότι μάλλον έχεις μεγαλώσει. Τα ρούχα σου προδίδουν μια επίκτητη σοβαρότητα και η διάθεση σου δεν υποπίπτει ταχέως στη βαριεστημάρα. Στην εκκλησία του Αγίου Ιακώβου του αδελφόθεου (να μια από τις παραξενιές της πίστης μας) στη Φλωρεντία, των Ελλήνων οι κοινότητες σμίγουν για δύο ώρες. Παρατηρώ την εκκλησία με το δυτικότροπο διάκοσμό της, την έλλειψη τέμπλου, τα καθίσματα αίθουσας αναμονής ιατρείου. Πιο παράταιρο σκηνικό δεν θα μπορούσα να σκαρφιστώ.


Από κοντά και τα συνήθη κακά του ρωμαιϊκου – ψίθυροι, ανούσιες κουβέντες, μάνες που κοιτάνε βλοσυρά τα υπερκινητικά βλαστάρια τους, ο επίτροπος της εκκλησίας που παραγοντίζεται, προσηλωμένες θεούσες. Στις δώδεκα παρά βγαίνουμε έξω για να κάνουμε ανάσταση. Μοιάζουμε μ’ ένα αλλόκοτο λεφούσι που καταλαμβάνει το στενό για λίγη ώρα. Βρισκόμαστε στη θρησκευτική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μας ενημερώνει ο νεαρός ιερέας, με ελληνικά που γλιστράνε εύκολα σε σολοικισμούς και λάθη. «Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος, ελέω Θεού...». Ας είναι.


Στο «Χριστός Ανέστη» ξεχνάω την ελλειπή θρησκευτική μου κατήχηση και την κατάτι πιο ενημερωμένη αθεϊα μου και ψέλνω τρις και ψυχωμένα, μαζί με τους υπόλοιπους «θανάτω θάνατον πατήσας», σε μια συναλληλία που νιώθω σπάνια τα τελευταία χρόνια. Τα φιλιά της αγάπης δίνονται αφειδώλευτα, μάτια που λαμπυρίζουν κάτω από τα κίτρινα φώτα και τα χαμόγελα αψηφούν το συννεφιασμένο ουρανό της Τοσκάνης. Με τη νοερή σκηνοθετική μου δεινότητα, η κάμερα απομακρύνεται κάθετα και προς τα πάνω, καθώς απομένω μόνος στη μέση του αλληλοασπαζόμενου πλήθους ακίνητος και σιωπηλός, με τη σκέψη μου να γίνεται δρόμωνας για άλλα μέρη. Αυτή την ώρα, επιστρέφω μετά από αιώνες από την εσωτερική μου εξορία και βλέπω τον εαυτό μου να είναι ικανός για την αγάπη και τη συγχώρεση – να δώσει και να πάρει. «Ου τοι συνέχθην, αλλά συμφιλείν έφυν», η Αντιγόνη αιώνες τώρα κραυγάζει την προοικονομία της: δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για να αγαπώ. Θέλω να κρατήσω αυτή την αίσθηση ανά(σ)τασης όσο μπορώ.



Φεύγω με γοργό βήμα. Δυο τετράγωνα πιο κάτω, κοριτσόπουλα από την Αμερική, με τις κλασσικές μεσοδυτικές τους φάτσες και τα πλαδαρά τους κορμιά στριμώχνονται σε μπαρ της κακιάς ώρας, νομίζοντας ότι ζουν το ευρωπαϊκό τους όνειρο: ελεύθερη πρόσβαση στο αλκοόλ και μια προσδοκία to get laid. Στρίβοντας στο τελευταίο στενό πριν το σπίτι, μια παρέα κάνει κύκλο. Καθώς τους προσπερνώ, ρίχνω μια κλεφτή ματιά στα ναρκωτικά που ανταλλάζουν και την ίδια στιγμή ένα χαμογελαστό ζευγάρι περνά αμέριμνο με το ποδήλατο του ξυστά. Θάνατος και ζωή αξεδιάλυτα μαζί.



Νιώθω ευγνώμων που το κινητό μου δεν κατακλύζεται από μηνύματα με προκάτ ευχές. Πριν το τέλος της σκέψης μου, η δόνησή του με διαψεύδει. «Πάσχα σημαίνει διάβαση», διαβάζω. Όντως – αρκεί να ξέρεις το όνομα της γης που θες να φτάσεις.