30 Ιουνίου 2013

Παρενθετικά





Κάποτε, στο εγγύς μέλλον, θα τελειώσουν (ίσως) τα ψέματα και θα μας μείνουν (μάλλον) μόνο τα θραύσματα της αλήθειας του καθενός. (Έτσι), ανάλαφροι και αποενοχοποιημένοι, χωρίς (ενδεχομένως) πρόθεση να καταλογίσουμε ευθύνες, ούτε και να αυτομαστιγωθούμε για πράξεις και για παραλείψεις αιώνων, θα μπορέσουμε (ελπίζω) να πετάξουμε σαν χρωματιστά μπαλόνια στον ουρανό – χωρίς σκοπό ή προοπτική, προθεσμίες ή υποχρεώσεις. Θα είμαστε (λέω) μια τρυφερή σκέψη, μια γνώριμη σιωπή που δένει τις ζωές μας, μια ταυτόχρονη αναζήτηση των χεριών: (πολύ) απλά, θα υπακούμε σε αυτό που μας τάχτηκε ως πεπρωμένο. Δεν θα λείπει κανένας, αυτό μπορώ να το υποσχεθώ, μα κι όποιος σημειώσει απουσία, θα του κρατήσουμε (σίγουρα) ένα κομμάτι αγάπης για να δέσει φυλαχτό στο χέρι. Κι ονειρεύομαι (ακόμα) πως ό,τι μας πόνεσε, ό,τι μας ζόρισε, ό,τι μας κράτησε καθηλωμένους, θα γράφεται πια σε χρόνο παρελθοντικό (κατά προτίμηση υπεσυντέλικο, γίνεται;) για να είναι τετελεσμένο, στιγμιαίο, χωρίς βάθος και διάρκεια και η σκιά του να μην γέρνει πάνω στις μέρες μας. Ύστερα, η Λευκωσία τις νύχτες θα μυρίζει γιασεμί (θα δεις), και θα γιατρευτούν για πάντα όσοι δεν μπορούσαν να οσμίζονται κι όσοι δεν μπορούσαν να αγαπούν. Κι επίσης, όσοι δεν μπορούσαν (προηγουμένως) να δοθούν, θα είναι πια χείμαρροι ασταμάτητοι και θα ενδίδουν σε κάθε είδους παρόρμησή τους, χωρίς ντροπή, χωρίς λύπη και (κυρίως) χωρίς ενοχή. Αυτό θα το ονομάσουμε «ελευθερία», εσύ θα γελάς γιατί θα ξέρεις ότι θα είναι (φτυστή) η δικαιοσύνη για την οποία πάλεψες, κι εν πάση περιπτώσει, όπως και αν το βαφτίσουμε, θα αποδίδεται (αυτοδικαίως) στον καθένα. Κι ύστερα, όπως ήδη ειπώθηκε, από (άλλους) ικανότερους από μένα, θα κλείσουμε τον διάβολο στην τρύπα του. Και θα τον κλείσουμε καλά. Και δεν θα ξαναβγεί (ποτέ). Και δεν θα μας λείψουν οι εξάψεις που μας πρόσφερε. Γιατί δεν ήταν εξάψεις αλλά παραχαράξεις. Αυτό θα είναι όμοιο με αυτό που στη δημοσιογραφική αργκό λένε “η τελευταία πράξη του δράματος”. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, μα εγώ θα σου πω “κλείσε”, κι αυτό θα είναι το συνθηματικό για να κυλήσει η πέτρα μπροστά στην τρύπα του διαβόλου, όπως σου έλεγα τρεις αράδες πιο πάνω. (Ξέρω,) όλα αυτά μπορεί να σου ακούγονται σοφιστείες ενός βραχνού προφήτη, αλλά όταν θα έρθει η μέρα που μια προς μια θα πραγματοποιούνται, όταν το παραπέτασμα θα σκίζεται και το σύμπαν θα ραγίζει (ανεπαισθήτως) καθώς θα διαστέλλεται (έστω και) ελάχιστα, εγώ θα σιωπώ και θα κοιτώ μπροστά, βέβαιος (πλέον), αφού θα έχω ζήσει το τέλος της αγωνίας. Γιατί το θέμα, δεν είναι η (τελική) δικαίωση, αλλά οι ιστορίες που θα έχουμε να λέμε στους επόμενους για τον αγώνα του καθενός μας που μας έφερε μέχρι εκεί.







Ο Νικόλας Κυριάκου επιμένει (χρόνια τώρα) να ζει με τα ίδια δεδομένα.


23 Ιουνίου 2013

Αδιέξοδο




Ζούμε στους καιρούς της υπερβολής, στους χρόνους της ανάδειξης της ματαιοδοξίας και της ανόδου της ασημαντότητας. Κοιτάξτε γύρω σας, στις εφημερίδες που ανταγωνίζονται στην έκδοση lifestyle περιοδικών, στην πόζα των δημοσίων προσώπων και στον αέρα των φραγκάτων ψώνιων. Σπάνια είδη κουφιοκεφαλάκηδων περιφέρουν τις μούρες τους στους τηλεοπτικούς μας δέκτες και εκφέρουν άποψη επί παντός επιστητού. Περιμένεις μάταια να ακούσεις μια σοβαρή κουβέντα από έναν πολιτικό πρώτης γραμμής και πέφτεις πάνω σε έναν τοίχο ανοησίας, ημιμάθειας, διαπλοκής και αδιαφάνειας. Υπάρχει σωτηρία σε και για αυτόν τον τόπο; Μεγαλώνω και αρχίζω να ενδίδω στην ιδέα ότι ο βρόχος γύρω από τον λαιμό μας δεν θα λυθεί – κάποιες φορές φλερτάρω με την ιδέα να μην μπω καν στον κόπο να θυμώσω. Έτσι πρέπει να μοιάζει, μάλλον, η ωριμότητα.
Μέχρι την πλήρη συνειδητοποίηση και την ενδεχόμενη αλλαγή μυαλών, το συλλογικό μας θυμικό ικανοποιείται με τη δημοσιοποίηση διαφόρων καταλόγων. Πηχυαίοι τίτλοι, θαυμαστικά, ακραίες εκφράσεις και άλλα επικοινωνιακά αστειάκια έρχονται να μας πληροφορήσουν για τα μεγάλα φαγοπότια που στήθηκαν για χρόνια στις πλάτες μας. Λιμουζίνες, επιδόματα, προνόμια, αντεγκλήσεις ανάμεσα στα εξέχοντα ονόματα που βρίσκονται στο libro doro της κοινωνίας μας, αλληλοκαρφώματα και μακιαβελικές συμμαχίες, με ορίζοντα έναν διορισμό. Οικτίρω όσους πριν εννέα χρόνια λοιδορούσαν την αντίθετη άποψη και τώρα βρίσκονται στο ίδιο χαράκωμα με όσους επιτιμούσαν. Νά, ο τροχός που γυρίζει και τώρα άλλοι τραβάνε για την αυλή του Αρταξέρξη...
Κι αυτά όμως είναι στάχτη στα μάτια, πρόσκαιρες λύσεις και ικανοποίηση ενός ασαφούς περί δικαίου αισθήματος μιας απροσδιόριστης πλειοψηφίας της κοινωνίας μας. Μιας κοινωνίας που στα τελευταία είκοσι χρόνια είδε να τρυπώνουν στις τσέπες της όλοι οι απατεωνίσκοι της ανατολικής Μεσογείου και ξύπνησε ένα πρωί χρωστώντας σε όποιον μιλά ελληνικά. Το πολιτικό μας σύστημα, το κομματικό τοπίο, η προεδρική μας δημοκρατία, η πολυαγαπημένη μας ΕΔΥ και χίλια δυο άλλα πρόθυμα βαμπίρ μάς έφαγαν αργά, από μέσα, αφήνοντας πια ένα κουφάρι να περιφέρεται, ένα κέλυφος, άδειο,  κενό περιεχομένου και ουσίας.
Απέναντι σε αυτό το τσουνάμι δεν ξέρει κανείς τι να αντιτάξει, πώς να αντισταθεί. Να αποσυρθεί στον μικρόκοσμό του, αφήνοντας τα μεγάλα παιχνίδια στους μεγάλους παίχτες; Να αγανακτήσει και να εξοργιστεί τυφλά, απαξιώνοντας οτιδήποτε συλλογικό και θεσμικό; Να τηρήσει ευλαβικά τις υποχρεώσεις του ως πολίτη, ψηφίζοντας σταθερά, συμμετέχοντας αδιάλειπτα, έστω και με το κριτήριο «το μη χείρον βέλτιστον»; Να αποπειραθεί να αναμειχθεί στις κομματικές διεργασίες για να αλλάξει τα πράγματα από μέσα; Να βολευτεί μέσα στους θύλακες του συστήματος, δημιουργώντας έναν μυστικό και προσωπικό χώρο, ενώ έξω ο κόσμος καίγεται; Έχω την αίσθηση ότι έχουμε μείνει χωρίς επιλογές – και ίσως, αύριο, αυτό να είναι και το πιο επικίνδυνο...

 Ο Νικόλας Κυριάκου μένει στο βασίλειο των ανέμων του πέμπτου ορόφου.

16 Ιουνίου 2013

Λαϊκισμός




Ο λαϊκισμός που απαντάται σε πολλές αστικές δημοκρατίες έχει υποστεί σημαντικές μεταλλαγές τα τελευταία χρόνια. Η ίδια η έννοια του λαϊκισμού εμφανίζεται όλο και συχνότερα στον δημόσιο λόγο και εκτοξεύεται και από τις δύο πλευρές του διπόλου της αριστεράς και της δεξιάς, συχνά χωρίς να έχει σαφές περιεχόμενο.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των λαϊκιστών πολιτικών ηγετών ή κομμάτων είναι ότι εμφανίζονται στα δημόσια πράγματα προβάλλοντας ένα και μοναδικό διακύβευμα. Στα μέτρα της Κύπρου, αυτό θα ήταν η σωτηρία του νησιού, η διαφύλαξη της αξιοπρέπειας του κυπριακού ελληνισμού ή κάτι παρεμφερές εντός της σφαίρας αυτής.
Η αυταπάτη που καλλιεργείται από τον λαϊκισμό έχει δύο θελκτικές για το κοινό όψεις: η μία είναι η προσδοκία της τέλειας ενότητας του λαού, όπου με μία βούληση και κοινούς στόχους, μπορούν να επιτευχθούν οι πολιτικές στοχεύσεις και να πραγματωθούν οι εθνικοί πόθοι. Μαζί με την προσδοκία αυτή, έρχεται και η καθαρή ταυτότητα του εθνικού σώματος, όπου μόνο οι γνήσιοι μέτοχοί του έχουν δικαίωμα να ακούγονται, να συμμετέχουν και να αποφασίζουν. Στα μέτρα της Ελλάδας, μια τέτοια λαϊκιστική έκφανση συμπυκνώνεται στο παλιό πασοκικό σύνθημα: “Η Ελλάδα στους Έλληνες” και φτάνει μέχρι τις μέρες μας με τις χρυσαυγίτικες τερατογενέσεις.
Η άλλη όψη είναι η δαιμονοποίηση της τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας, όπου σύμπαν το πολιτικό σύστημα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και οι θεσμοί της, οι πολιτικοί και τα κόμματα αποτελούν τη ρίζα της κακοδαιμονίας και της παθογένειας του τόπου. Τίποτα δεν συμπυκνώνει πιο καλά τη στάση αυτή από την αγανακτισμένη φράση: “Όλοι ίδιοι είναι”. Στα κυπριακά μέτρα, υπενθυμίζεται η πρόσφατη αυτοανάδειξη ενός προεδρικού υποψηφίου ως αντι-συστημικού, απαλλαγμένου από κομματικές εξαρτήσεις και λοιπά χαριτωμένα. Μέσα από τη ρητορική αυτού του είδους αναδύεται ως φυσικό επακόλουθο το παράδοξο της αποχής από τις εκλογικές διαδικασίες και το ταυτόχρονο αίτημα της άμεσης δημοκρατίας, μέσω διεξαγωγής διαρκών δημοψηφισμάτων. Τα τελευταία δεν είναι παρά ένας κεκαλυμμένος, και πολλές φορές, αισχρός πλειοψηφισμός.
Ο λαϊκισμός δίνει επίσης τις απολύτως απραγματοποίητες υποσχέσεις, τελώντας σε ένα διαρκές διαζύγιο με την πραγματικότητα και το εφικτό. Εδώ θα μπορούσαμε να θυμηθούμε τις εύκολες λύσεις που προτάθηκαν για την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου στην Κύπρο, μέσα από ανεδαφικές προτάσεις για την προπώλησή του. Η στάση αυτή είναι δηλωτική ενός ακόμη χαρακτηριστικού: ο λαϊκισμός ορέγεται την εξουσία, χωρίς να θέλει όμως να αναλάβει και την ευθύνη που αυτή συνεπάγεται. Μαζί με αυτή τη διαβρωτική δράση, ο λαϊκισμός έρχεται να υποσκάψει επιπρόσθετα μια βασική συναίνεση στις πλουραλιστικές δημοκρατίες: γίνεται επίκληση του ελεύθερου διαλόγου, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που επιδιώκεται είναι να εμφυτευθούν εσφαλμένες ιδέες στη δημόσια αντιπαράθεση και να οδηγηθούν οι πολιτικές συζητήσεις στη διαστρέβλωση και στη διαστροφή. Το μείγμα γίνεται εκρηκτικό αν αυτός ο λαϊκισμός επενδύσει στην αγανάκτηση και την οργή των μαζών μέσα από μια ηθικιστική και απολιτική παρουσία του καταγγελτικού, και μόνον, λόγου.
Ένα βασικό ερώτημα που θα πρέπει να απασχολήσει δεν είναι η αφετηρία και οι ρίζες του φαινομένου, αλλά πού οδεύει και τι μπορεί να γίνει για να αποτραπεί η γιγάντωση των δυνάμεών του και η καταβαράθρωση της χώρας. Το καίριο είναι να βρεθούν αποδεκτές λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα που τίθενται κατά δημαγωγικό και ευκαιριακό τρόπο, να επιδιωχθούν ουσιαστικές, συναινετικές και δίκαιες λύσεις στα βασικά ζητήματα που απασχολούν τον κόσμο και να ξεριζωθεί η κουλτούρα της ατιμωρησίας και της έλλειψης δικαιοσύνης.
Αν διασφαλιστούν τα ζητούμενα αυτά, δεν θα υπάρχει λόγος ανησυχίας από τη δημιουργία νεοπαγών κομματικών σχηματισμών με παλιά υλικά, που τζογάρουν στις δύσκολες συνθήκες των καιρών μας. Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης αυτής βρίσκεται αναπόφευκτα στα χέρια της κυβέρνησης…


Ο Νικόλας Κυριάκου θέλει να επινοήσει εκείνη, τη μία λέξη.

9 Ιουνίου 2013

Θάνατος στη Λευκωσία




Μιχάλης Μιχαήλ, εκ Τύμπου, ετών 78. Μαρία Ευαγόρου, εκ Μύρτου, ετών 89. Αντρέας Χριστοδούλου, εκ Λύσης, ετών 67. Τα μάρμαρα στραφτάλιζαν στο φως του δειλινού και τα ονόματα όσων άφησαν τα εγκόσμια φαίνονταν σαν σκιές πάνω τους. Ο διάδρομος μέχρι την εκκλησία μου φάνηκε να έχει μήκος χιλιομέτρων. Κοιτώντας δυτικά, τα ονόματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Οικογενειακοί τάφοι, προσεγμένοι τάφοι, ξεχασμένοι τάφοι. Έκανε μια ύπουλη ζέστη και το μαύρο πουκάμισό μου έμοιαζε βουτηγμένο στο αίμα του Νέσσου. Ένας παλιός πόνος έβρισκε τον δρόμο για να επιστρέψει κι ένιωθα κάτι απρόοπτο να με ζυγώνει, αλλά δεν ήξερα τι.
Οι σκέψεις μου έτρεχαν σε ιστορίες που έφτιαχνα για το κάθε όνομα. Προσπαθούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, αν μπορούσε να θυμηθεί τη γεωγραφία των κατεχομένων, αν ήξερε πού βρισκόταν το κάθε χωριό, με ποιο γειτόνευε. Προσπαθούσα να φανταστώ τις ζωές αυτών των ανθρώπων. Τις μέρες της καταστροφής, τις μέρες που ορθοπόδησαν. Ξαφνικά θυμήθηκα τη συζήτηση που άκουσα τυχαία ανάμεσα σε δύο μεσήλικες, λίγες μέρες πριν, καθώς αντάλλαζαν πληροφορίες για τους τόπους καταγωγής τους, τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Μου φάνηκε σαν να μιλούσαν για μέρη μίλια μακριά. Μα η πιο μεγάλη απόσταση που τους χώριζε από τα μέρη ήταν ο χρόνος. Ο πανδαμάτωρ έφερνε τις λύσεις σε όλα: τις ζωές, τις αγωνίες, τις προσδοκίες και τις προσμονές. Μα πιο πολύ, έφερνε ένα τέλος.
Για λίγα δευτερόλεπτα με έζωσε η απογοήτευση που πρέπει να ένιωθαν διαρκώς, ότι θα μπορούσαν να γυρίσουν, η ψευδαίσθηση που ακολουθεί το Κυπριακό σαν σκιά, ότι θα μπορούσαν να γυρίσουν όχι μόνο στον τόπο τους, αλλά και στον χρόνο, ότι η ζωή θα ξημέρωνε 21 Ιουλίου 1974 και θα ήταν απλά καλοκαίρι, ότι το Κακό που μας βρήκε κάπως θα έσβηνε, θα ξεχνιόταν, θα συναντούσε μια τελεσίδικη επανόρθωση. Το Κυπριακό πάει πια για να σαρανταρίσει. Αν θεωρήσουμε ως αφετηρία τις διακοινοτικές, είναι ήδη πενήντα. Μοιάζει με δύστροπο άνθρωπο, που δεν του παίρνεις κουβέντα, γεμάτο ιδιοτροπίες και απαιτήσεις ειδικής μεταχείρισης. Σήμερα, έχει γίνει ένα θέμα που κατατρώει τη δυναμική και το μέλλον του τόπου, απαιτεί τη διαρκή εμπλοκή ανθρώπων, ωρών, ενέργειας, πνευματικής προσπάθειας, επιμέρους λύσεων σε έναν απροσδιόριστο αριθμό παρεπόμενων προβλημάτων, απασχολεί μια κάστα εξειδικευμένων (και ίσως junkies) του προβλήματος, τροφοδοτεί την πολιτική καριέρα του κάθε θεομπαίχτη, είναι καταγεγραμμένο σε εκατομμύρια κόλλες χαρτιού και κάθε απόπειρα να το αποτυπώσεις μοιάζει με απόπειρα να αδειάσεις τη θάλασσα με έναν κουβά.
Μα όλα αυτά, ισοπεδώνονται από την αναπότρεπτη δύναμη του θανάτου και την πεπερασμένη φύση της ύπαρξής μας. Μια μέρα αυτή η γη θα μας δεχτεί μέσα της κι όλες οι σκοτεινές σκέψεις θα παραδοθούν στη ματαιότητα. Πριν γίνει αυτό όμως, ίσως έχουμε μια τελευταία ευκαιρία να αλλάξουμε τον κόσμο. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους…


Ο Νικόλας Κυριάκου ξαναβρήκε την πηγή με τα καλά νερά.

2 Ιουνίου 2013

Ο κόσμος της Κύπρου




Στην καρδιά της Λευκωσίας, πολιορκημένο από φτηνά σουβενίρ, καρέκλες και νεοπαγή μαγαζιά με frozen yoghurt, το Λεβέντειο Μουσείο φιλοξενεί το έργο του Αδαμάντιου Διαμαντή "Ο κόσμος της Κύπρου", που έχει χαρακτηριστεί ως η ειρηνική και κυπριακή εκδοχή της Γκουέρνικα. Βρέθηκα στον δεύτερο όροφο του μουσείου την περασμένη Κυριακή το πρωί, μόνος, μπροστά και μέσα στο υποβλητικό "Π" που σχηματίζει το έργο. Με τύλιξε μια βαθιά συγκίνηση, σαν να συναντούσα επιτέλους έναν χαμένο συγγενή. Για χρόνια, “Ο κόσμος της Κύπρου” ήταν μια εικόνα στα βιβλία ή αντίγραφα σε ιλουστρασιόν αφίσες, παρόλο που, όπως ανακάλυψα, το έργο ήταν για χρόνια στη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μου χρόνων: δύο, λοιπόν, τα θαύματα που υπήρξαν μια δρασκελιά μακριά μου τότε, αλλά όλο και δεν συναπαντούσα... Όμως τώρα, οι άνθρωποι, το τοπίο και η αίσθησή του ήταν μπροστά μου. Κι η αλήθεια είναι ότι μπροστά του, ένιωσα μέρος και θεατής του ταυτόχρονα. Για λίγο, πίστεψα ότι άκουσα κι ένα μακρινό βουητό, τα μπερδεμένα λόγια των μορφών του, μια ιδέα κυπριακής λαλιάς που σβήνει από γενιά σε γενιά και διατηρεί σήμερα μόνο τα σκληρά της σύμφωνα και τους τραχείς της ήχους.

“Ο κόσμος της Κύπρου” είναι μια υπενθύμιση μιας Κύπρου κι ενός τοπικού σύμπαντος, που η γενιά μου έζησε πιο πολύ ως απόηχο και που οριακά πρόλαβε μερικές από τις αρχετυπικές της μορφές: τον παπά, τα πρόσωπα ενός καφενέ, την πρωτιά των ανδρών, μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων που καθόριζε απαράλλακτα τη ζωή για αιώνες. Ας μην παρεξηγηθώ: δεν νοσταλγώ ένα ρομαντικό παρελθόν, μια παλαιική αγνότητα. Ο Διαμαντής μας αφηγείται ένα "όλον", τον κόσμο όπως ο ίδιος τον προσέλαβε ως ενότητα ανθρώπου και περιβάλλοντος στο νησί μας, με συγκεκριμένες πολιτιστικές αναφορές, χωρίς να ρωτά "γιατί;" ούτε να επικυρώνει μια άποψη. Κι αν στην πρώτη σειρά βρίσκει κανείς τους μελαμψούς, σαν από χώμα φτιαγμένους, άντρες, στις πίσω θα δει τις γυναίκες και τα παιδιά σαν σκιές. Φωτεινή εξαίρεση, ντυμένη ολόλευκα, το κορίτσι από τη Μύρτου. Και στην προοπτική, πίσω από τις φιγούρες, το κυπριακό τοπίο, χαμηλοί λόφοι, καμάρες, ένα καμπαναριό, λιγοστή φύση, μια υπόνοια ύπαρξης μέτρου, δίχως όμως να εκβιάζεται ο θεατής να ακολουθήσει μια ερμηνεία.

Μάζεψα το κουράγιο μου και βγήκα στον πολύβουο δρόμο. Έβαλα πλώρη για ένα καφενείο της Λευκωσίας, ήπια έναν σκέτο κυπριακό, μιας και ένιωσα ότι μόνο αυτή η γεύση ταίριαζε εκείνη την ώρα μετά από όσα είδα κι ένιωσα, και κουβέντιασα για τη σημερινή Κύπρο. Για τις πολιτικές μυθοπλασίες, τον εκμαυλισμό της αισθητικής συνείδησής μας, τις συνωμοσίες και τους τόνους βλακείας και ομφαλοσκόπησης που κατατρύχουν τον δημόσιο βίο μας. Ένιωσα ότι από τον τότε κόσμο, με χώριζαν αιώνες, ότι το μερτικό μου είναι να ζήσω τη διάρρηξη με ό,τι μπορεί να θεωρηθεί πως συμπυκνώνει ο πίνακας του Διαμαντή. Κι αυτό, παρά το ότι έβρισκα τον εαυτό μου να κάθεται ανάμεσα σε άλλους, όπως ακριβώς και οι μορφές του πίνακα. "Πώς θα μας ζωγράφιζε σήμερα ο Διαμαντής;", αναρωτήθηκα. Πλήρωσα κι έφυγα, χωρίς να ζορίσω πολύ τον εαυτό μου για απαντήσεις.


Ο Νικόλας Κυριάκου θα ‘θελε να ‘ναι άγγελος με τους αγγέλους, σκυλί με τα σκυλιά.