9 Ιουνίου 2013

Θάνατος στη Λευκωσία




Μιχάλης Μιχαήλ, εκ Τύμπου, ετών 78. Μαρία Ευαγόρου, εκ Μύρτου, ετών 89. Αντρέας Χριστοδούλου, εκ Λύσης, ετών 67. Τα μάρμαρα στραφτάλιζαν στο φως του δειλινού και τα ονόματα όσων άφησαν τα εγκόσμια φαίνονταν σαν σκιές πάνω τους. Ο διάδρομος μέχρι την εκκλησία μου φάνηκε να έχει μήκος χιλιομέτρων. Κοιτώντας δυτικά, τα ονόματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Οικογενειακοί τάφοι, προσεγμένοι τάφοι, ξεχασμένοι τάφοι. Έκανε μια ύπουλη ζέστη και το μαύρο πουκάμισό μου έμοιαζε βουτηγμένο στο αίμα του Νέσσου. Ένας παλιός πόνος έβρισκε τον δρόμο για να επιστρέψει κι ένιωθα κάτι απρόοπτο να με ζυγώνει, αλλά δεν ήξερα τι.
Οι σκέψεις μου έτρεχαν σε ιστορίες που έφτιαχνα για το κάθε όνομα. Προσπαθούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, αν μπορούσε να θυμηθεί τη γεωγραφία των κατεχομένων, αν ήξερε πού βρισκόταν το κάθε χωριό, με ποιο γειτόνευε. Προσπαθούσα να φανταστώ τις ζωές αυτών των ανθρώπων. Τις μέρες της καταστροφής, τις μέρες που ορθοπόδησαν. Ξαφνικά θυμήθηκα τη συζήτηση που άκουσα τυχαία ανάμεσα σε δύο μεσήλικες, λίγες μέρες πριν, καθώς αντάλλαζαν πληροφορίες για τους τόπους καταγωγής τους, τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Μου φάνηκε σαν να μιλούσαν για μέρη μίλια μακριά. Μα η πιο μεγάλη απόσταση που τους χώριζε από τα μέρη ήταν ο χρόνος. Ο πανδαμάτωρ έφερνε τις λύσεις σε όλα: τις ζωές, τις αγωνίες, τις προσδοκίες και τις προσμονές. Μα πιο πολύ, έφερνε ένα τέλος.
Για λίγα δευτερόλεπτα με έζωσε η απογοήτευση που πρέπει να ένιωθαν διαρκώς, ότι θα μπορούσαν να γυρίσουν, η ψευδαίσθηση που ακολουθεί το Κυπριακό σαν σκιά, ότι θα μπορούσαν να γυρίσουν όχι μόνο στον τόπο τους, αλλά και στον χρόνο, ότι η ζωή θα ξημέρωνε 21 Ιουλίου 1974 και θα ήταν απλά καλοκαίρι, ότι το Κακό που μας βρήκε κάπως θα έσβηνε, θα ξεχνιόταν, θα συναντούσε μια τελεσίδικη επανόρθωση. Το Κυπριακό πάει πια για να σαρανταρίσει. Αν θεωρήσουμε ως αφετηρία τις διακοινοτικές, είναι ήδη πενήντα. Μοιάζει με δύστροπο άνθρωπο, που δεν του παίρνεις κουβέντα, γεμάτο ιδιοτροπίες και απαιτήσεις ειδικής μεταχείρισης. Σήμερα, έχει γίνει ένα θέμα που κατατρώει τη δυναμική και το μέλλον του τόπου, απαιτεί τη διαρκή εμπλοκή ανθρώπων, ωρών, ενέργειας, πνευματικής προσπάθειας, επιμέρους λύσεων σε έναν απροσδιόριστο αριθμό παρεπόμενων προβλημάτων, απασχολεί μια κάστα εξειδικευμένων (και ίσως junkies) του προβλήματος, τροφοδοτεί την πολιτική καριέρα του κάθε θεομπαίχτη, είναι καταγεγραμμένο σε εκατομμύρια κόλλες χαρτιού και κάθε απόπειρα να το αποτυπώσεις μοιάζει με απόπειρα να αδειάσεις τη θάλασσα με έναν κουβά.
Μα όλα αυτά, ισοπεδώνονται από την αναπότρεπτη δύναμη του θανάτου και την πεπερασμένη φύση της ύπαρξής μας. Μια μέρα αυτή η γη θα μας δεχτεί μέσα της κι όλες οι σκοτεινές σκέψεις θα παραδοθούν στη ματαιότητα. Πριν γίνει αυτό όμως, ίσως έχουμε μια τελευταία ευκαιρία να αλλάξουμε τον κόσμο. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους…


Ο Νικόλας Κυριάκου ξαναβρήκε την πηγή με τα καλά νερά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: