Στην καρδιά της Λευκωσίας, πολιορκημένο από φτηνά σουβενίρ, καρέκλες και
νεοπαγή μαγαζιά με frozen yoghurt, το Λεβέντειο Μουσείο φιλοξενεί το έργο του Αδαμάντιου Διαμαντή "Ο
κόσμος της Κύπρου", που έχει χαρακτηριστεί ως η ειρηνική και κυπριακή
εκδοχή της Γκουέρνικα. Βρέθηκα στον δεύτερο όροφο του μουσείου την περασμένη
Κυριακή το πρωί, μόνος, μπροστά και μέσα στο υποβλητικό "Π" που
σχηματίζει το έργο. Με τύλιξε μια βαθιά συγκίνηση, σαν να συναντούσα επιτέλους
έναν χαμένο συγγενή. Για χρόνια, “Ο κόσμος της Κύπρου” ήταν μια εικόνα στα βιβλία
ή αντίγραφα σε ιλουστρασιόν αφίσες, παρόλο που, όπως ανακάλυψα, το έργο ήταν
για χρόνια στη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μου χρόνων: δύο, λοιπόν, τα θαύματα
που υπήρξαν μια δρασκελιά μακριά μου τότε, αλλά όλο και δεν συναπαντούσα... Όμως
τώρα, οι άνθρωποι, το τοπίο και η αίσθησή του ήταν μπροστά μου. Κι η αλήθεια
είναι ότι μπροστά του, ένιωσα μέρος και θεατής του ταυτόχρονα. Για λίγο,
πίστεψα ότι άκουσα κι ένα μακρινό βουητό, τα μπερδεμένα λόγια των μορφών του,
μια ιδέα κυπριακής λαλιάς που σβήνει από γενιά σε γενιά και διατηρεί σήμερα μόνο
τα σκληρά της σύμφωνα και τους τραχείς της ήχους.
“Ο κόσμος της Κύπρου” είναι μια υπενθύμιση μιας Κύπρου κι ενός τοπικού
σύμπαντος, που η γενιά μου έζησε πιο πολύ ως απόηχο και που οριακά πρόλαβε
μερικές από τις αρχετυπικές της μορφές: τον παπά, τα πρόσωπα ενός καφενέ, την
πρωτιά των ανδρών, μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων που καθόριζε απαράλλακτα τη
ζωή για αιώνες. Ας μην παρεξηγηθώ: δεν νοσταλγώ ένα ρομαντικό παρελθόν, μια
παλαιική αγνότητα. Ο Διαμαντής μας αφηγείται ένα "όλον", τον κόσμο
όπως ο ίδιος τον προσέλαβε ως ενότητα ανθρώπου και περιβάλλοντος στο νησί μας,
με συγκεκριμένες πολιτιστικές αναφορές, χωρίς να ρωτά "γιατί;" ούτε
να επικυρώνει μια άποψη. Κι αν στην πρώτη σειρά βρίσκει κανείς τους μελαμψούς,
σαν από χώμα φτιαγμένους, άντρες, στις πίσω θα δει τις γυναίκες και τα παιδιά
σαν σκιές. Φωτεινή εξαίρεση, ντυμένη ολόλευκα, το κορίτσι από τη Μύρτου. Και
στην προοπτική, πίσω από τις φιγούρες, το κυπριακό τοπίο, χαμηλοί λόφοι,
καμάρες, ένα καμπαναριό, λιγοστή φύση, μια υπόνοια ύπαρξης μέτρου, δίχως όμως
να εκβιάζεται ο θεατής να ακολουθήσει μια ερμηνεία.
Μάζεψα το κουράγιο μου και βγήκα στον πολύβουο δρόμο. Έβαλα πλώρη για ένα
καφενείο της Λευκωσίας, ήπια έναν σκέτο κυπριακό, μιας και ένιωσα ότι μόνο αυτή
η γεύση ταίριαζε εκείνη την ώρα μετά από όσα είδα κι ένιωσα, και κουβέντιασα
για τη σημερινή Κύπρο. Για τις πολιτικές μυθοπλασίες, τον εκμαυλισμό της
αισθητικής συνείδησής μας, τις συνωμοσίες και τους τόνους βλακείας και
ομφαλοσκόπησης που κατατρύχουν τον δημόσιο βίο μας. Ένιωσα ότι από τον τότε
κόσμο, με χώριζαν αιώνες, ότι το μερτικό μου είναι να ζήσω τη διάρρηξη με ό,τι
μπορεί να θεωρηθεί πως συμπυκνώνει ο πίνακας του Διαμαντή. Κι αυτό, παρά το ότι
έβρισκα τον εαυτό μου να κάθεται ανάμεσα σε άλλους, όπως ακριβώς και οι μορφές
του πίνακα. "Πώς θα μας ζωγράφιζε σήμερα ο Διαμαντής;", αναρωτήθηκα.
Πλήρωσα κι έφυγα, χωρίς να ζορίσω πολύ τον εαυτό μου για απαντήσεις.
Ο Νικόλας Κυριάκου θα ‘θελε να ‘ναι άγγελος με
τους αγγέλους, σκυλί με τα σκυλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου