30 Νοεμβρίου 2014

Βροχή




Βρέχει τα βράδια στη Λευκωσία. Την ώρα που όλοι, πλην ενός, κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, έρχεται η βροχούλα. Είναι μια ψιλή βροχή, που πέφτει αθόρυβα, διακριτικά, έτσι που θα έλεγες ότι σχεδόν ντρέπεται για την επίσκεψή της. Θυμίζει κάτι βροχές στις βόρειες χώρες με το ασταμάτητό τους ψιλόβροχο, αυτό που υγραίνει το σώμα, που φτιάχνει μικρές λίμνες για να μουλιάζουν οι ψυχές. Αργά-αργά μαλακώνεις, αποσυντίθεσαι από τη διαρκή έκθεση στο υγρό στοιχείο. Γίνεσαι ο ίδιος νερό – είσαι ήδη κατά εβδομήντα τοις εκατό άλλωστε. Ένας ελαφρύς πόνος στο γόνατο, μια ανάμνηση από ένα βράδυ στη Φλωρεντία, κάνα δυο καλές κουβέντες πάνω από φτηνό chianti. Αυτές και άλλες επισκέψεις δέχομαι, καθώς παίρνει να βραδιάζει πιο νωρίς όσο προχωράμε προς τη σκοτεινή καρδιά του χειμώνα. Αυτό ισχύει ακόμα και τώρα, ακόμα κι εδώ, στο χρυσοπράσινο φύλλο, με τη σταθερή ηλιοφάνεια, το ήπιο κλίμα. Μαζί κι οι σκέψεις...

Όλα αυτά ίσως και να μην φαίνονται ενδιαφέροντα ή σχετικά με κάτι. Αλλά, η εναλλακτική είναι η επικαιρότητα κι ο υπολογιστής μου δεν χάνει ευκαιρία να αναδεύει το σκατό στον βούρκο όπου κολυμπάμε. Απ’ την οθόνη του ξεχύνεται ένα σκληρό φως και χιλιάδες pixels με κοιτάνε ασάλευτα. Σκάνδαλα, συλλήψεις, προσωρινές κρατήσεις, ΣΑΠΑ και σάπιοι, κάτι ψελλίσματα για το Κυπριακό που αργοπεθαίνει (κι εμείς μαζί του), η διοικήτρια, το τσάμπιονς λιγκ, τα δάνεια απ’ τις τράπεζες. Αλλά αυτά τα διαβάζουμε κάθε μέρα, τ’ ακούμε το πρωί στο ραδιόφωνο, πολιορκούμαστε κάθε στιγμή από ρεπορτάζ, ενημέρωση, διάφορους μεσσίες που θέλουν να πατάξουν, να διορθώσουν και να μας αποκαθάρουν από αυτό το κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει.

We are all in the gutter, αγαπητοί συμπολίτες, but some of us are looking at the stars. Νομίζω. Ελπίζω. Εύχομαι. Γι’ αυτό κι από δω, σχεδόν κάθε Κυριακή, αν και τελευταία σημειώνω συχνά απουσίες, προτιμώ να γράφω για κάτι διαφορετικό. Όχι τόσο για αυτά που με θυμώνουν (αυτά είναι κουσούρια του παλιού καιρού), αλλά για άλλες σκέψεις. Προτιμώ να αποφεύγω όλες τις λέξεις που κούρασαν τα μάτια μας: εκσυγχρονισμός, ευρωπαϊκό κράτος, αλλαγή, διαδικασία επίλυσης, υδρογονάνθρακες, Barbaros, Κεντρική, ο διεθνής παράγων. Αυτά είναι ο θάνατος της γλώσσας. Κι ο θάνατος της νόησης. Κάτι μέσα μας χάνει τη λάμψη του, καθώς αλλοτριώνεται η έσω ικανότητα να κατανοούμε και να συναισθανόμαστε τα πράγματα. Νιώθω μπουχτισμένος – και νομίζω και πολύς κόσμος το ίδιο. Αρκετά με όλα αυτά. Υπάρχει, ακόμη, ομορφιά εκεί έξω. Καλές παραστάσεις, ειλικρινείς απόπειρες καλαισθησίας, η ρυθμική ανάσα της φύσης, στιγμές ή τόποι γαλήνης, ένα τρυφερό χέρι. Δεν μας χαρίζονται, δεν έχουν διάρκεια και δεν υπόσχονται ότι θα είναι διαθέσιμα για πάντα. Ας είναι. Υπάρχει, όμως, κι ομορφιά και στο μέσα μας, στον τρόπο που όλα αυτά μπορούν να χωνευτούν με τον υπόλοιπο βίο μας. Δεν είναι τρέλα να μιλάς γι’ αυτά. Τρέλα είναι να καμώνεσαι πως δεν υπάρχουν.

23 Νοεμβρίου 2014

Μισές αλήθειες




“όμως εδώ μπορεί να πέφτω έξω
όπως πέφτουν έξω από τα πράγματα
όσοι μιλάνε ή σκέφτονται με στίχους”

Βασίλης Στεριάδης, Ο κ. Ίβο


Μπορεί να είναι κι έτσι. Τι τα θες, μην τα ρωτάς. «Όποιος ρωτάει, να είναι έτοιμος και για το τρομερό το άχθος της γνώσης», ακούστηκε μια φωνή απ’ το βάθος του μυαλού. Η απειλή αντήχησε για ώρα στο κενό. Αντέχεις; «Φόρτωσε κι άλλο, με παίρνει», απάντησε η ίδια φωνή. Ίσως από περηφάνια, ίσως από περιέργεια να δόθηκε τούτη η απάντηση. Ποιος ξέρει; Καθαρή αποκοτιά όμως, μην το αναλύεις περισσότερο. Κι αν τα πράγματα δεν ήταν όπως τα ξέρεις, ή όπως κάποτε τα ήξερες, πάει να πει πως ό,τι έγινε μέχρι σήμερα ήταν ένα λάθος, μια μοιραία τρέλα κι ένα χάραγμα στην επιφάνεια της άμμου. Και κάπως έτσι σου ξημερώνει κάθε μέρα λάθος. Θα μας αιφνιδιάσει ο αέρας, ακόμα κι ένα μικρό αεράκι μπορεί να μας χαλάσει το κάθε σχέδιο.

Είναι η εποχή των χαμηλών προσδοκιών, των χαμηλότερων επιθυμιών και των χαμηλότατων προοπτικών. Παραθετικά και αντικειμενικά ομιλούντες, δεν πρέπει να ζητάμε πολλά – για όποιο θέμα κι αν μιλάμε. Δεν είναι καιρός για αλλαγές στις ζωές κανενός, μας κοπανάει στο κεφάλι ο στέρεος ορθολογισμός. Βέβαια, με τη λογική μου, όλο αυτό το καταλαβαίνω. Νομίζω, δηλαδή. Αλλά απ’ την άλλη, διάολε, έχω μια ανησυχία ότι ο χρόνος μου τελειώνει. Και κάπως έτσι βρίσκομαι να βαδίζω ήδη στους πρόποδες του όρους της αμφιβολίας και του δισταγμού. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα μια ελπίδα, μια προσπάθεια, έστω μία υπόνοια, βρε αδερφέ, ότι η πόρτα ίσως και να μην έχει κλείσει. Αλλά είναι φορές που ούτε κι αυτή δεν βρίσκεται.
Χωρίς χάρτη ή πυξίδα, το μόνο που με κάποια ασφάλεια ή με άλμα πίστεως να μας απομένει, είναι ο άλλος. Αλλά κι αυτός, με χίλια δυο μπαγκάζια απ’ τα παλιά, παλεύει να ξανασταθεί όρθιος, να συμμαζέψει την ψυχή του, να προλάβει την ώρα, να βρει το μερτικό του απ’ τη χαρά, πριν του το κλέψουν άλλοι. Με ποια νομίσματα να συναλλαχθείς σ’ αυτή την αγορά, τώρα που οι κίβδηλοι μιλάνε για κάτι που πάει να μοιάσει με αλήθειες; Μισές αλήθειες ίσον ολόκληρα ψέματα. Μα, τι σου λέω τώρα. Εσύ δεν ήσουν ποτέ καλή στα μαθηματικά.

16 Νοεμβρίου 2014

βαθύ.κυπριακό.κράτος.

“Οι χειρότεροι είναι οι άλλοι, οι μεταπράτες,
οι κολλυβιστές κάθε τίμιας λέξης και ιδέας,
έτοιμοι ν’ αλλάξουν πορνεύοντας τα πάντα”
Γ. Σεφέρης, Μέρες Γ’



Αυτούς τους απεχθάνομαι περισσότερο. Αυτούς που λέει ο Σεφέρης. Αυτούς που σήμερα αποτελούν το βαθύ κυπριακό κράτος. Όσο πιο πολύ μένω εδώ, όσο πιο καλά τους γνωρίζω, τόσο πιο πολύ τους σιχαίνομαι. Αν τύχει και κάνω χειραψία μαζί τους, κοιτάω να πλυθώ με την πρώτη ευκαιρία. Φαντάζομαι ότι μου αφήνουν μια γλίτσα στην παλάμη, μια βαθιά βρωμιά που θέλει τρίψιμο για ώρα για να φύγει. Ας όψονται οι υποχρεώσεις της δουλειάς, οι τόσες συναντήσεις κι ο βιοπορισμός. Αναγούλα. Αν τους μιλήσεις, είναι σαν να απευθύνεσαι σε ομιλούσες γραβάτες. Σε κενά κοστούμια που περιφέρονται σε γραφεία. Ανδρείκελα. Πάει να πει ότι είναι κάτι σαν άνθρωποι, αλλά όχι άνθρωποι. Συνεννοείσαι μαζί τους συνθηματικά: άρθρο, υποχρέωση, έγγραφα, αποφάσεις. Η γλώσσα που καταλαβαίνουν είναι της εξουσίας, της ιεραρχίας και του χρήματος. Εκμαυλισμός σκέτος, σου λέω. Σε κάνουν θεό και μετά σε ποδοπατούν στο δευτερόλεπτο. Όσο δεν είσαι στον δρόμο τους, όσο τους βολεύεις και τους δουλεύεις, δεν ασχολούνται μαζί σου. Μετά, δεν προλαβαίνεις καν να αρθρώσεις την αντίρρησή σου ή έστω μια αμφιβολία. Έχεις φύγει, κι αν δεν έχεις φύγει ήδη σύντομα θα έρθει κι η σειρά σου. Σαδδουκαίοι, Φιλισταίοι, πραίτορες, αυλικοί, κολαούζοι. Με κάτι τέτοιους λειτουργούσε πάντα το σύστημα. Απαραίτητοι ο ένας για τον άλλο. Καρκινάκια που πολλαπλασιάζονταν και αρρώσταιναν την κοινωνία τους. Έτσι και σήμερα. Μπόχα, να σου κόβεται η ανάσα. Κι όλα αυτά με ένα επίχρισμα σοβαρότητας, στομφώδεις λόγοι, φανφαρόνικες πόζες, βερμπαλισμοί της καθαρεύουσας. Εμετός. Δεν ξέρεις σε ποιον να μιλήσεις πια. Κι έτσι τα λες με τον εαυτό σου, τα πουλιά και τα δέντρα. Ή πιάνεις στασίδι στη σελίδα 14. Ίσως έτσι να ξεκινάει η τρέλα, ή απλά η αποχώρηση, η εσωτερική απόσυρση. Ή παίρνεις τα όρη και τα βουνά, τις θάλασσες και τα ποτάμια. Επιστροφή στη φύση για να ακούσεις ήχους αληθινούς, ρυθμικούς, την ανάσα της γης την ώρα που σουρουπώνει και όλα σιωπούν. Αν σταθείς τυχερός, βρίσκεις κανέναν φυσιολογικό άνθρωπο και λες δυο κουβέντες απλές, χωρίς να χρειάζεται να ψάχνεις πού σου έχει χώσει το μαχαίρι. Πείτε και σε μένα τον «περιθωριακό»: πώς τους αντέχετε;
 

9 Νοεμβρίου 2014

Σήψη, κυνισμός, δυσπιστία



«Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, 
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
 

που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
 

αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
 

υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
 

τους έχω βαρεθεί.»

Δεν με φοβίζει η προοπτική της οικονομικής κατάστασης. (Παραδέχομαι άγνοια ακόμα και για βασικές γνώσεις στον τομέα). Δεν ανησυχώ για όσους ξέρουν ή θα μάθουν, εύκολα ή δύσκολα, να επιβιώνουν μέσα στην αντάρα. Αυτό που φοβάμαι είναι την αλλοίωση του μέσα μας, την παραμόρφωση των σχέσεων μας και την εκπαίδευση μας σε νέα συναλλακτικά ήθη. Πριν ενάμιση χρόνο ξυπνήσαμε ένα πρωί με τα συντρίμμια της πρόσκρουσης μας στην πραγματικότητα παντού: στα σπίτια, τις ζωές, τις δουλειές μας. Η κρίση μας στέρησε την επίπλαστη ευμάρεια, που πια φαντάζει σαν να υπήρξε κάπου αλλού, για κάποιους άλλους, ένας χαμένος παράδεισος κι εμείς πια οι έκπτωτοι και καταραμένοι με το στίγμα του αμαρτήματος να περιφερόμαστε με αγωνία στον νέο κόσμο. Ίσως να ακουστεί παράδοξο, αλλά η κρίση δημιούργησε συνθήκες κι έφερε νέα υλικά που  το συνταίριασμά τους θα μπορούσε να μας δώσει ένα διαφορετικό εαυτό, μια νέα πατρίδα. Είναι όμως έτσι;
Μέχρι σήμερα, η δική μου διαπίστωση είναι ότι τα κύρια προϊόντα της είναι η επίταση της σήψης, η άνοδος του κυνισμού και η δημιουργία μιας μη αναστρέψιμης δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς και στους συνανθρώπους μας. Η σήψη της πολιτικής και πολιτειακής μας ζωής αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα εξώφυλλα των εφημερίδων. Οι φορείς των αξιωμάτων που κλήθηκαν να λειτουργήσουν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης αποδείχθηκαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ανεπαρκείς ή ιδιοτελείς ή και τα δύο, μεριμνώντας πρώτιστα για το προσωπικό, οικογενειακό ή κομματικό συμφέρον. Η στάση αυτή προδίδει την business as usual αντίληψή τους. «Έτσι ήταν πάντα, έτσι θα συνεχίσει να είναι», μοιάζουν να μας λένε πίσω από τα βαριά γραφεία, τους τίτλους και τις πολλές προσφωνήσεις.
Μαζί με αυτά που δεν αλλάζουν, έρχεται και η αλλοίωση της ψυχής μας και των σχέσεων μας, μέσα από την άνοδο του κυνισμού. Το σύμπαν γύρω μας καίγεται, αλλά ο μέσος κύπριος πολίτης (τον οποίο κανείς δεν ξέρει, αλλά όλοι αναφέρουν) φοβάται μόνο για τη δική του προσωπική επικράτεια. Ας καεί το σπίτι του διπλανού, τώρα που ήρθε το θέρος ας σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι, ας σωθεί ο δικός μου μόνο μικρόκοσμος. Με όποιο κόστος, με κάθε τίμημα. Η κρίση φανερώνει ή δημιουργεί ένα νέο εαυτό: οι άνθρωποι γίνονται στατιστικές και αριθμοί σε πίνακες που παρουσιάζονται ενώπιον συναισθηματικών ανάπηρων εμπειρογνωμόνων σε κλειστές αίθουσες ή άρθρα σε μνημονιακά νομοσχέδια τα οποία κανείς δεν διαβάζει αλλά όλοι ψηφίζουν. Οι ζωές μας υπολογίζονται με το λερωμένο κομπιουτεράκι ενός χαρτογιακά. Και οι συνθήκες αλληλοφαγώματος δημιουργούνται εύκολα, με τις διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες να στρέφονται η μια εναντίον της άλλης, αφού όλοι είναι πεπεισμένοι ότι ο γείτονας είναι που μας τρώει το φαί.
Κι ο κυνισμός γεννάει με τη σειρά του δυσπιστία, ή μάλλον έλλειψη πίστης σε ο,τιδήποτε. Κι αυτό φέρνει τη συνολική ψυχική κατάρρευση μας κατάρρευση: η αδυναμία μας να πιστέψουμε και να στηριχθούμε στο συνάνθρωπό μας, να λειτουργήσουμε με μία ελάχιστη αίσθηση ευθύνης στην καθημερινότητα μας για ό,τι περνάει από το χέρι μας. Κοιτιέσαι στον καθρέφτη και δεν εμπιστεύεσαι ούτε την εικόνα που σου επιστρέφει ο καθρέφτης. Αντίθετα η επικρατούσα άποψη συμπυκνώνεται στην απόδραση από την πραγματικότητα, αφού κάποιοι άλλοι πρέπει να λύσουν το πρόβλημα κι αφού ο «Κυπραίος εν αλλάσσει φίλε μου» ή στην αναλγησία του «ίντα εγώ είμαι παλαβός να μεν φάω» ή  στο «ευτυχώς που ήρθε η τρόικα για να μας βάλει σε τάξη».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, αναρωτιέμαι τι απομένει για τους ανθρώπους της δικής μου γενιάς, που οι βασικές επιλογές που τους προσφέρονται είναι να ζήσουν ως είλωτες ή να παίξουν με τους όρους του παιγνιδιού ή να πάρουν την άγουσα στο εξωτερικό. Λοιπόν, κι εγώ τους έχω βαρεθεί.