16 Νοεμβρίου 2014

βαθύ.κυπριακό.κράτος.

“Οι χειρότεροι είναι οι άλλοι, οι μεταπράτες,
οι κολλυβιστές κάθε τίμιας λέξης και ιδέας,
έτοιμοι ν’ αλλάξουν πορνεύοντας τα πάντα”
Γ. Σεφέρης, Μέρες Γ’



Αυτούς τους απεχθάνομαι περισσότερο. Αυτούς που λέει ο Σεφέρης. Αυτούς που σήμερα αποτελούν το βαθύ κυπριακό κράτος. Όσο πιο πολύ μένω εδώ, όσο πιο καλά τους γνωρίζω, τόσο πιο πολύ τους σιχαίνομαι. Αν τύχει και κάνω χειραψία μαζί τους, κοιτάω να πλυθώ με την πρώτη ευκαιρία. Φαντάζομαι ότι μου αφήνουν μια γλίτσα στην παλάμη, μια βαθιά βρωμιά που θέλει τρίψιμο για ώρα για να φύγει. Ας όψονται οι υποχρεώσεις της δουλειάς, οι τόσες συναντήσεις κι ο βιοπορισμός. Αναγούλα. Αν τους μιλήσεις, είναι σαν να απευθύνεσαι σε ομιλούσες γραβάτες. Σε κενά κοστούμια που περιφέρονται σε γραφεία. Ανδρείκελα. Πάει να πει ότι είναι κάτι σαν άνθρωποι, αλλά όχι άνθρωποι. Συνεννοείσαι μαζί τους συνθηματικά: άρθρο, υποχρέωση, έγγραφα, αποφάσεις. Η γλώσσα που καταλαβαίνουν είναι της εξουσίας, της ιεραρχίας και του χρήματος. Εκμαυλισμός σκέτος, σου λέω. Σε κάνουν θεό και μετά σε ποδοπατούν στο δευτερόλεπτο. Όσο δεν είσαι στον δρόμο τους, όσο τους βολεύεις και τους δουλεύεις, δεν ασχολούνται μαζί σου. Μετά, δεν προλαβαίνεις καν να αρθρώσεις την αντίρρησή σου ή έστω μια αμφιβολία. Έχεις φύγει, κι αν δεν έχεις φύγει ήδη σύντομα θα έρθει κι η σειρά σου. Σαδδουκαίοι, Φιλισταίοι, πραίτορες, αυλικοί, κολαούζοι. Με κάτι τέτοιους λειτουργούσε πάντα το σύστημα. Απαραίτητοι ο ένας για τον άλλο. Καρκινάκια που πολλαπλασιάζονταν και αρρώσταιναν την κοινωνία τους. Έτσι και σήμερα. Μπόχα, να σου κόβεται η ανάσα. Κι όλα αυτά με ένα επίχρισμα σοβαρότητας, στομφώδεις λόγοι, φανφαρόνικες πόζες, βερμπαλισμοί της καθαρεύουσας. Εμετός. Δεν ξέρεις σε ποιον να μιλήσεις πια. Κι έτσι τα λες με τον εαυτό σου, τα πουλιά και τα δέντρα. Ή πιάνεις στασίδι στη σελίδα 14. Ίσως έτσι να ξεκινάει η τρέλα, ή απλά η αποχώρηση, η εσωτερική απόσυρση. Ή παίρνεις τα όρη και τα βουνά, τις θάλασσες και τα ποτάμια. Επιστροφή στη φύση για να ακούσεις ήχους αληθινούς, ρυθμικούς, την ανάσα της γης την ώρα που σουρουπώνει και όλα σιωπούν. Αν σταθείς τυχερός, βρίσκεις κανέναν φυσιολογικό άνθρωπο και λες δυο κουβέντες απλές, χωρίς να χρειάζεται να ψάχνεις πού σου έχει χώσει το μαχαίρι. Πείτε και σε μένα τον «περιθωριακό»: πώς τους αντέχετε;
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: