9 Νοεμβρίου 2014

Σήψη, κυνισμός, δυσπιστία



«Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, 
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
 

που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
 

αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
 

υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
 

τους έχω βαρεθεί.»

Δεν με φοβίζει η προοπτική της οικονομικής κατάστασης. (Παραδέχομαι άγνοια ακόμα και για βασικές γνώσεις στον τομέα). Δεν ανησυχώ για όσους ξέρουν ή θα μάθουν, εύκολα ή δύσκολα, να επιβιώνουν μέσα στην αντάρα. Αυτό που φοβάμαι είναι την αλλοίωση του μέσα μας, την παραμόρφωση των σχέσεων μας και την εκπαίδευση μας σε νέα συναλλακτικά ήθη. Πριν ενάμιση χρόνο ξυπνήσαμε ένα πρωί με τα συντρίμμια της πρόσκρουσης μας στην πραγματικότητα παντού: στα σπίτια, τις ζωές, τις δουλειές μας. Η κρίση μας στέρησε την επίπλαστη ευμάρεια, που πια φαντάζει σαν να υπήρξε κάπου αλλού, για κάποιους άλλους, ένας χαμένος παράδεισος κι εμείς πια οι έκπτωτοι και καταραμένοι με το στίγμα του αμαρτήματος να περιφερόμαστε με αγωνία στον νέο κόσμο. Ίσως να ακουστεί παράδοξο, αλλά η κρίση δημιούργησε συνθήκες κι έφερε νέα υλικά που  το συνταίριασμά τους θα μπορούσε να μας δώσει ένα διαφορετικό εαυτό, μια νέα πατρίδα. Είναι όμως έτσι;
Μέχρι σήμερα, η δική μου διαπίστωση είναι ότι τα κύρια προϊόντα της είναι η επίταση της σήψης, η άνοδος του κυνισμού και η δημιουργία μιας μη αναστρέψιμης δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς και στους συνανθρώπους μας. Η σήψη της πολιτικής και πολιτειακής μας ζωής αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα εξώφυλλα των εφημερίδων. Οι φορείς των αξιωμάτων που κλήθηκαν να λειτουργήσουν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης αποδείχθηκαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ανεπαρκείς ή ιδιοτελείς ή και τα δύο, μεριμνώντας πρώτιστα για το προσωπικό, οικογενειακό ή κομματικό συμφέρον. Η στάση αυτή προδίδει την business as usual αντίληψή τους. «Έτσι ήταν πάντα, έτσι θα συνεχίσει να είναι», μοιάζουν να μας λένε πίσω από τα βαριά γραφεία, τους τίτλους και τις πολλές προσφωνήσεις.
Μαζί με αυτά που δεν αλλάζουν, έρχεται και η αλλοίωση της ψυχής μας και των σχέσεων μας, μέσα από την άνοδο του κυνισμού. Το σύμπαν γύρω μας καίγεται, αλλά ο μέσος κύπριος πολίτης (τον οποίο κανείς δεν ξέρει, αλλά όλοι αναφέρουν) φοβάται μόνο για τη δική του προσωπική επικράτεια. Ας καεί το σπίτι του διπλανού, τώρα που ήρθε το θέρος ας σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι, ας σωθεί ο δικός μου μόνο μικρόκοσμος. Με όποιο κόστος, με κάθε τίμημα. Η κρίση φανερώνει ή δημιουργεί ένα νέο εαυτό: οι άνθρωποι γίνονται στατιστικές και αριθμοί σε πίνακες που παρουσιάζονται ενώπιον συναισθηματικών ανάπηρων εμπειρογνωμόνων σε κλειστές αίθουσες ή άρθρα σε μνημονιακά νομοσχέδια τα οποία κανείς δεν διαβάζει αλλά όλοι ψηφίζουν. Οι ζωές μας υπολογίζονται με το λερωμένο κομπιουτεράκι ενός χαρτογιακά. Και οι συνθήκες αλληλοφαγώματος δημιουργούνται εύκολα, με τις διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες να στρέφονται η μια εναντίον της άλλης, αφού όλοι είναι πεπεισμένοι ότι ο γείτονας είναι που μας τρώει το φαί.
Κι ο κυνισμός γεννάει με τη σειρά του δυσπιστία, ή μάλλον έλλειψη πίστης σε ο,τιδήποτε. Κι αυτό φέρνει τη συνολική ψυχική κατάρρευση μας κατάρρευση: η αδυναμία μας να πιστέψουμε και να στηριχθούμε στο συνάνθρωπό μας, να λειτουργήσουμε με μία ελάχιστη αίσθηση ευθύνης στην καθημερινότητα μας για ό,τι περνάει από το χέρι μας. Κοιτιέσαι στον καθρέφτη και δεν εμπιστεύεσαι ούτε την εικόνα που σου επιστρέφει ο καθρέφτης. Αντίθετα η επικρατούσα άποψη συμπυκνώνεται στην απόδραση από την πραγματικότητα, αφού κάποιοι άλλοι πρέπει να λύσουν το πρόβλημα κι αφού ο «Κυπραίος εν αλλάσσει φίλε μου» ή στην αναλγησία του «ίντα εγώ είμαι παλαβός να μεν φάω» ή  στο «ευτυχώς που ήρθε η τρόικα για να μας βάλει σε τάξη».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, αναρωτιέμαι τι απομένει για τους ανθρώπους της δικής μου γενιάς, που οι βασικές επιλογές που τους προσφέρονται είναι να ζήσουν ως είλωτες ή να παίξουν με τους όρους του παιγνιδιού ή να πάρουν την άγουσα στο εξωτερικό. Λοιπόν, κι εγώ τους έχω βαρεθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: