15 Μαρτίου 2015

Αυτή η "Δημοκρατία" πρέπει να πεθάνει



“Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες”
Μάνος Ελευθερίου
Μας έχει πνίξει ο βόθρος. Η δημόσια σφαίρα είναι ένα απέραντο και γελοίο reality show. Ή ίσως μια κακοπαιγμένη παρωδία κουτσομπολίστικης εκπομπής. Από κάτω, οι χάννοι, εγώ, εσύ, εμείς παρακολουθούμε καταγκαστικά, αφού όποιο κανάλι κι αν διαλέξεις, το ίδιο σκηνικό βλέπεις. Ύστερα από την ροπαλιά του Μαρτίου 2013, ήθελα να πιστέψω ότι ένα μέρος των συμπεριφορών που μας έφεραν ως εκεί και η μόνιμη έλλειψη σοβαρότητας θα υποχωρούσαν έναντι της σημασίας του διακυβεύματος. Ήταν μια χρυσή ευκαιρία να αλλάξουμε μυαλά, νοοτροπία και να αποφασίσουμε να παίξουμε, επιτέλους, σύμφωνα με τους κανόνες.
Μόνο που όταν έχεις να κάνεις με τη μαφία και τη μετριότητα, η επιμονή στην τήρηση των κανόνων καθίσταται καθαρή βλακεία, με μοναδικό θύμα τον εαυτό σου. Αν μάλιστα είσαι φορέας δημόσιου αξιώματος, ο κύκλος των θυμάτων μεγαλώνει: το κύρος του θεσμού, το λειτούργημα που υπηρετείς και η κοινωνία στην οποία απευθύνεσαι. Η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην αδυναμία αντιμετώπισης των φαινομένων παρακμής και τη ζημιά που προκαλείται στους πολίτες μοιάζει με ένα μακρύ αυτοκινητόδρομο. Μακρύς μεν, αλλά δεν παύει από το να ενώνει τα δύο σημεία.
Μια από τις όψεις της σαθρότητας αποτυπώνεται γλαφυρά στη σημερινή σύνθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία είναι μία από τις χειρότερες από καταβολής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για όσους είχαν την ατυχία να παρακολουθήσουν τις εργασίες των επιτροπών ή της ολομέλειας της οι λέξεις ανεπάρκεια, ημιμάθεια, λαϊκισμός, ανοησία, μικροπολιτική, αμορφωσιά κ.ό.κ. δεν θα αποτελούν έκπληξη. Δυστυχώς, η ποιότητα του κοινοβουλευτικού έργου συναγωνίζεται το επίπεδο καφενειακών συζητήσεων σε επαρχιακό σωματείο. Κι αυτό έχει την επίπτωση του στο είδος του ελέγχου που ασκεί επί της εκτελεστικής εξουσίας και στο επίπεδο του πολιτικού λόγου και των ιδεών που (δεν) εκφέρονται. Τρέμω στην ιδέα ότι ενδεχομένως να είμαστε αντιμέτωποι με την προβολή του μέσου Κύπριου στην πολιτική ζωή.
Το πολιτειακό μας σύστημα, όπως έχει εθιμικά διαμορφωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά, δίνει ευρείες εξουσίες στον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που φτάνουν στα όρια του απόλυτου. Αν ο Πρόεδρος ασκεί συνετά και συνεπώς τα καθήκοντα του, επιλέγοντας άξιους συνεργάτες και φορείς αξιωμάτων, τότε οι ευρείες εξουσίες μπορούν να λειτουργήσουν επιταχυντικά και παραγωγικά για την κρατική λειτουργία. Αν, από την άλλη, ο εκάστοτε Πρόεδρος κουβαλά μαζί του τη λίστα της κομματικής επετηρίδας και της εξυπηρέτησης μικρόφθαλμων συμφερόντων, τότε η δυσλειτουργία εξαπλώνεται σε όλο το φάσμα της πολιτειακής και πολτικής λειτουργίας, που απολήγει σε κρίσεις: χρηματιστήριο, Μαρί και πάει λέγοντας.
Η ειδησεογραφία των ημερών αναφέρει ότι ο Πρόεδρος τηρείται διαρκώς ενήμερος για τα τεκταινόμενα της περιόδου και ότι θα επιληφθεί της κατάστασης όταν επιστρέψει. Το πρόβλημα είναι ότι η προσέγγιση αυτή παρουσιάζει τον Πρόεδρο ως θυμωμένο γυμνασιάρχη που θα τραβήξει τα αυτιά των γκρουπούσκουλων που παραφέρθηκαν. Αν αυτή θα είναι η αντιμέτωπιση της κατάστασης, τότε δεν χρειάζεται καν να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των γεγονότων.
Ο πρώτος με τον οποίο θα πρέπει να έρθει σε ρήξη ο Πρόεδρος είναι με τον εαυτό του και τις επιλογές του. Έχει μια εξαιρετική, και μάλλον τελευταία, ευκαιρία να σώσει την υστεροφημία του και τον τόπο, σκοτώνοντας τη σάπια καρδιά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μαζί με αυτό, θα μπορέσει να σταθεί συνεπής απέναντι στις βασικές του προεκλογικές δεσμεύσεις περί επιλογής των αρίστων και του ηγέτη που θα αντιμετωπίσει την κρίση. Μπορεί; Είμαι βέβαιος. Θέλει; Ομολογώ ότι δεν είμαι σίγουρος και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αποκαρδιωτικό.

8 Μαρτίου 2015

Τα πρωτοφανέρωτα της Άνοιξης



“Ωραία είσαι Άνοιξη
γιατί δεν μας λυπάσαι”
Θοδωρής Κοτονιάς

Κι έπειτα, σε βρίσκει η Άνοιξη. Καθισμένος πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου σου, νιώθεις μια γλυκιά ζέστη να σε τυλίγει και έναν καταρράκτη φωτός να σε λούζει. Έτσι, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς συναγερμό, η ζωή εισβάλλει από χίλιες μπάντες και σε τραντάζει ασταμάτητα. Ανοίγεις λίγο το παράθυρο. Κι ακόμα λίγο. Κι άλλο. Το παίρνεις απόφαση, δεν χρειάζεται δισταγμός: το κατεβάζεις μέχρι κάτω, βάζεις αγκώνα και είσαι αρκετά τυχερός για να μπεις στο στενό μιας παλιάς γειτονιάς. Σπίτια από πουρόπετρα, γλάστρες με γεράνια, ασπρόρουχα απλωμένα στον ήλιο. Κανονικοί άνθρωποι που περνούν τις κανονικές ζωές τους. Η ζωή συμβαίνει κάπου αλλού, με τις προσθέσεις των μικρών πράξεων της καθημερινότητας. Δώστε μου το σιωπηλό άθροισμά τους και χάρισμά σας τα υπόλοιπα. Γίνεται;

Σκέφτεσαι τον μακρύ χειμώνα που διάνυσες και ήδη οι σκοτεινιασμένοι ουρανοί είναι μια απωθημένη ανάμνηση. Η μέρα μεγαλώνει, τα πρωινά αφήνεις τον ήλιο να σου ψήσει το πρόσωπο και απ’ το στενό βλέπεις να επιστρέφει, σαν παλιά φίλη, η Περσεφόνη. Φέτος, αυτή η επιστροφή θα σε αφορά. Δεν γίνεται αλλιώς. Ίσως γιατί πάνω στο χώμα που φυτεύτηκαν μερικά λόγια, ξεμύτισαν επιτέλους οι άκρες τους. Και το μπουμπούκι τους, ετοιμάζεται να ανοίξει στον κόσμο. Γι’ αυτό σε λένε Άνοιξη, νομίζω.

Αφήνεις πίσω την παλιά ζωή, τις εμμονές και τα αδιέξοδα. Και πιο πολύ την απολυτότητα, εκείνη τη διάκριση άσπρο-μαύρο. Που, δεν λέω, ήταν βολική. Μερικές φορές. Μα και δύσκολη ταυτόχρονα. Τις περισσότερες φορές. Γιατί σε αναγκάζει να χωρέσεις σε άκαμπτα σχήματα. Ή αναγκάζει τους άλλους να χωρέσουν σε αυτά. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν γίνεται δουλειά έτσι, αφού οι άνθρωποι είναι περίεργα δημιουργήματα. Είναι μαλακοί σαν το χόρτο, μα και σκληροί σαν την πέτρα. Προσαρμόζονται εύκολα και σπάνε απρόσμενα. Τέλος, λοιπόν, με αυτή την ιστορία. Γιατί εκτός από το ναι και το όχι, το άσπρο και το μαύρο, τη βεβαιότητα και την απόρριψη, υπάρχει και το ανάμεσο των πραγμάτων. Και το πιο αιφνιδιαστικό για μένα ήταν η ανακάλυψη πως αυτό το ενδιάμεσο είναι γεμάτο χρώματα. Κι όλα αυτά μου φαίνονται τόσο καινούργια. Τόσο όσο για να θυμηθώ εκείνη τη συγκεκριμένη αίσθηση του πρωτοφανέρωτου που βιώνεις ως παιδί. Και τη συγκίνηση και τη χαρά απ’ την επιστροφή της κάθε χρόνο, βαθιά μπλεγμένες με τον μίτο της εξέλιξής μας.

Φτάνω στον προορισμό μου και χαμογελάω για μια στιγμή μόνος. Θέλω να σταματήσω κάθε περαστικό που ανταμώνω και να του ευχηθώ να έχει μια συναρπαστική Άνοιξη. Αλλά επειδή δεν κάναμε μαζί αυτό το ταξίδι, του το λέω από μέσα μου τρεις φορές.

1 Μαρτίου 2015

Μετακόμιση




Το σκεφτόμουν για καιρό, αλλά διάλεγα πάντα την εύκολη λύση, αυτή με το μικρότερο κόστος και την υπέροχη ακινησία της: αναβολή, ας το κάνω αργότερα, όταν θα είναι λίγο πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Τα «πράγματα» ήταν, όπως λέγαμε και στα πρώτα πανεπιστημιακά μαθήματα, μια αόριστη νομική έννοια, την οποία ο εφαρμοστής του δικαίου μπορούσε να προσαρμόσει στις περιστάσεις της εποχής του και τα δεδομένα τής υπό κρίση περίπτωσης. Με άλλα λόγια, αφού δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε εξαντλητικά κάθε ενδεχόμενη περίπτωση, νομιμοποιούσαμε κάθε εύλογη ερμηνεία και απόφαση. Βολικό και στην περίπτωσή μου, σκέφτηκα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μετέθετα τη λήψη απόφασης για τη μετακόμιση για μερικούς μήνες αργότερα. Μου φαινόταν απίστευτος μπελάς, που συνεπαγόταν μια αχρείαστη κούραση. «Μείνε εδώ που είσαι», σκεφτόμουν, με συγκαταβατικά πατ-πατ στην πλάτη του εαυτού μου.
Λίγο αργότερα όμως, τα μέσα μου δαιμόνια ανακάλυπταν τα μειονεκτήματα, τις ανεπάρκειες και τα προβλήματα του διαμερίσματος, που είχε αρχίσει πια να αποκτά θέση πραγματικού προσώπου μέσα μου. Του πρόσαπτα προβλήματα λόγω παλαιότητας, το μεμφόμουν για την ανημποριά του να αντιμετωπίσει μια δυνατή βροχή ή την ευκολία με την οποία έμπαζε κουφόβραση από όλες τις πλευρές. Το μάλωνα και το αποδεχόμουν ταυτόχρονα, όπως έκανα και με άλλα πράγματα στη ζωή μου. Εξάλλου, όταν μαλώνεις με ντουβάρια, δεν έχεις ποτέ άδικο. Τελικά, ένα ξετύλιγμα του εαυτού, που ξεκίνησε λίγους μήνες πριν, με έφερε στο κλείσιμο διαφόρων μικρών κύκλων. Εκείνο το μικρό ξεκαθάρισμα που έλεγα στην αρχή. Χαρτί, μολύβι, διαδίκτυο και βουτιά στον μαγικό κόσμο των κτηματομεσιτικών ιστοσελίδων...
            Από τον νέο ορίζοντα που έχω σήμερα, σκέφτομαι ότι κάθε μετακόμιση είναι ένα μικρό τέλος, το τέλος μιας πράξης στο έργο της ζωής του καθενός. Κι ένας αποχαιρετισμός μαζί. Μετά από τρία χρόνια και κάτι διαμονή σε ένα διαμέρισμα που μου θύμισε Φλωρεντία από την πρώτη στιγμή που το είδα, άφησα τον πέμπτο όροφο, με τους αέρηδές του, τη θέα του και τα ηλιοβασιλέματα με μπίρες και βαθιά φιλιά στη μικρή βεράντα. Πακέταρα βιβλία, πέταξα (πολλή) σαβούρα που μαζεύτηκε και τακτοποίησα τις αναμνήσεις μου. Το μόνο που άφησα πίσω ήταν μια μεγάλη γλάστρα με δύο βουκεμβίλιες. Από μια άποψη, και εξαιρώντας την μπελαλίδικη πλευρά, όλη αυτή η διαδικασία λειτούργησε καθαρτικά.
Στην τελευταία μου διαδρομή για να κουβαλήσω τα εναπομείναντα, κοντοστάθηκα στην πόρτα και το κοίταξα για λίγο. Έτσι άδειο και απογυμνωμένο όπως το είδα, μου φάνηκε σαν λεηλατημένο παλάτι τριτοκοσμικού δικτάτορα ή σαν εγκαταλελειμμένο συνεδριακό κέντρο κομουνιστικού καθεστώτος. Σκέφτηκα πως θα μου λείψουν το πανοραμικό άνοιγμα απ’ την ξύλινη προέκτασή του στη Λευκωσία και τα εξομολογητικά μεθύσια με τους φίλους στον πάγκο της κουζίνας. Κι ύστερα, άλλη μια σκέψη ή ανάγκη: άιντε, φέτος, λέω ρε αδερφέ, να απλώσω κι εγώ επιτέλους ρίζα – λίγο πιο βαθιά, αν γίνεται. Και μια μικρή εξομολόγηση, ίσως όχι άσχετη με τα της μετακόμισης: όλο και πιο συχνά τελευταία, νιώθω πως λιγοστεύει ο χρόνος κι ότι μια πρωτόγνωρη αίσθηση μη αναστρέψιμου μπαίνει από τις ρωγμές. Αλλά ίσως, πάλι, να με έχουν κάνει μελοδραματικό εκείνα τα μεθύσια...