Το σκεφτόμουν για καιρό, αλλά διάλεγα πάντα την εύκολη λύση, αυτή με το
μικρότερο κόστος και την υπέροχη ακινησία της: αναβολή, ας το κάνω αργότερα,
όταν θα είναι λίγο πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Τα «πράγματα» ήταν, όπως λέγαμε
και στα πρώτα πανεπιστημιακά μαθήματα, μια αόριστη νομική έννοια, την οποία ο
εφαρμοστής του δικαίου μπορούσε να προσαρμόσει στις περιστάσεις της εποχής του
και τα δεδομένα τής υπό κρίση περίπτωσης. Με άλλα λόγια, αφού δεν μπορούσαμε να
προβλέψουμε εξαντλητικά κάθε ενδεχόμενη περίπτωση, νομιμοποιούσαμε κάθε εύλογη
ερμηνεία και απόφαση. Βολικό και στην περίπτωσή μου, σκέφτηκα. Μ’ αυτά και μ’
αυτά, μετέθετα τη λήψη απόφασης για τη μετακόμιση για μερικούς μήνες αργότερα.
Μου φαινόταν απίστευτος μπελάς, που συνεπαγόταν μια αχρείαστη κούραση. «Μείνε
εδώ που είσαι», σκεφτόμουν, με συγκαταβατικά πατ-πατ στην πλάτη του εαυτού μου.
Λίγο αργότερα όμως, τα μέσα μου δαιμόνια ανακάλυπταν τα μειονεκτήματα, τις
ανεπάρκειες και τα προβλήματα του διαμερίσματος, που είχε αρχίσει πια να αποκτά
θέση πραγματικού προσώπου μέσα μου. Του πρόσαπτα προβλήματα λόγω παλαιότητας,
το μεμφόμουν για την ανημποριά του να αντιμετωπίσει μια δυνατή βροχή ή την
ευκολία με την οποία έμπαζε κουφόβραση από όλες τις πλευρές. Το μάλωνα και το
αποδεχόμουν ταυτόχρονα, όπως έκανα και με άλλα πράγματα στη ζωή μου. Εξάλλου,
όταν μαλώνεις με ντουβάρια, δεν έχεις ποτέ άδικο. Τελικά, ένα ξετύλιγμα του
εαυτού, που ξεκίνησε λίγους μήνες πριν, με έφερε στο κλείσιμο διαφόρων μικρών
κύκλων. Εκείνο το μικρό ξεκαθάρισμα που έλεγα στην αρχή. Χαρτί, μολύβι,
διαδίκτυο και βουτιά στον μαγικό κόσμο των κτηματομεσιτικών ιστοσελίδων...
Από
τον νέο ορίζοντα που έχω σήμερα, σκέφτομαι ότι κάθε μετακόμιση είναι ένα μικρό
τέλος, το τέλος μιας πράξης στο έργο της ζωής του καθενός. Κι ένας
αποχαιρετισμός μαζί. Μετά από τρία χρόνια και κάτι διαμονή σε ένα διαμέρισμα
που μου θύμισε Φλωρεντία από την πρώτη στιγμή που το είδα, άφησα τον πέμπτο
όροφο, με τους αέρηδές του, τη θέα του και τα ηλιοβασιλέματα με μπίρες και
βαθιά φιλιά στη μικρή βεράντα. Πακέταρα βιβλία, πέταξα (πολλή) σαβούρα που
μαζεύτηκε και τακτοποίησα τις αναμνήσεις μου. Το μόνο που άφησα πίσω ήταν μια
μεγάλη γλάστρα με δύο βουκεμβίλιες. Από μια άποψη, και εξαιρώντας την
μπελαλίδικη πλευρά, όλη αυτή η διαδικασία λειτούργησε καθαρτικά.
Στην τελευταία μου διαδρομή για να κουβαλήσω τα εναπομείναντα, κοντοστάθηκα
στην πόρτα και το κοίταξα για λίγο. Έτσι άδειο και απογυμνωμένο όπως το είδα,
μου φάνηκε σαν λεηλατημένο παλάτι τριτοκοσμικού δικτάτορα ή σαν
εγκαταλελειμμένο συνεδριακό κέντρο κομουνιστικού καθεστώτος. Σκέφτηκα πως θα
μου λείψουν το πανοραμικό άνοιγμα απ’ την ξύλινη προέκτασή του στη Λευκωσία και
τα εξομολογητικά μεθύσια με τους φίλους στον πάγκο της κουζίνας. Κι ύστερα,
άλλη μια σκέψη ή ανάγκη: άιντε, φέτος, λέω ρε αδερφέ, να απλώσω κι εγώ επιτέλους
ρίζα – λίγο πιο βαθιά, αν γίνεται. Και μια μικρή εξομολόγηση, ίσως όχι άσχετη
με τα της μετακόμισης: όλο και πιο συχνά τελευταία, νιώθω πως λιγοστεύει ο
χρόνος κι ότι μια πρωτόγνωρη αίσθηση μη αναστρέψιμου μπαίνει από τις ρωγμές.
Αλλά ίσως, πάλι, να με έχουν κάνει μελοδραματικό εκείνα τα μεθύσια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου