26 Φεβρουαρίου 2012

Μεσσίες




Δεν προλαβαίνω να μετρώ υποψηφίους και υποψήφιους υποψηφίους κάθε Κυριακή που διαβάζω τις εφημερίδες. Οι επίδοξοι Πρόεδροι συνωστίζονται στις πρώτες σελίδες, στις συνεντεύξεις και τα παραπολιτικά των εντύπων σε μια προσπάθεια να στείλουν μηνύματα, χωρίς να λένε ευθέως αυτό που σκέφτονται ή αυτό που σχεδιάζουν. Αναρωτιέμαι αν σε ένα χρόνο από σήμερα θα έχει μείνει κάποιος στο κοινό που να αντέχει να ακούσει ακόμα ένα λόγο, ακόμα μία τοποθέτηση ή αν θα έχουμε παραδώσει πνεύμα έως τότε.

Ένα από τα χαρακτηριστικά των υποψήφιων Προέδρων είναι ο μεσσιανισμός. “Τα μηνύματα που λαμβάνω”, “Ο κόσμος μού το ζητά”, “Οι πολίτες με καλούν”, “Νιώθω έτοιμος”. Είμαι βέβαιος ότι όποιος έχει λίγο περισσότερη υπομονή από εμένα για να σκαλίσει τα αρχεία των εφημερίδων θα μπορέσει να βρει πολύ περισσότερες φράσεις που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Προσωπικά, μου φαίνεται εξόφθαλμη κοροϊδία να γίνεται αυτή η προσπάθεια να πλασαριστούν κάποιες υποψηφιότητες ως λαϊκή απαίτηση ή να καλούνται οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν μέρος σε κομματικές διαδικασίες με προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Κι αν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καινούργιο ή να προτείνουμε μια νέα ιδέα, ας είμαστε επιτέλους ειλικρινείς μεταξύ μας και ας τελειώνουμε με αυτόν τον αφόρητο ηθικισμό που σκεπάζει τον δημόσιο λόγο.

Το παιχνίδι προς το παρόν φαίνεται να παίζεται στο πότε και πώς θα ξεσπάσει ο καβγάς στους κόλπους της εθνικώς σκεπτόμενης παράταξης. Πολύ φοβάμαι ότι στους επόμενους μήνες θα υπάρξει πλειοδοσία εθνοπρεπών συνθημάτων και δράσεων που θα εξαπλωθούν και σε χώρους πέρα από την παραδοσιακή Δεξιά. Συντηρείται έτσι το ίδιο πολιτικό κλίμα και τα στερεότυπα βρίσκουν τρόπο να αναπαράγονται από τον ίδιο τον εαυτό τους. Για πόσο καιρό αντέχουμε, όμως, να συμπεριφερόμαστε ως αμοιβάδες;

Η εξίσωση των εκλογών δεν είναι τόσο δύσκολη, όσο ιδιόμορφη. Αρχιεπίσκοπος, κανάλια, προσωπικές φιλοδοξίες, ηγέτες με υπερτροφικό εγώ και ικανότητα νάνου, κομματικοί υπολογισμοί και άλλοι διάολοι ψάχνουν τη θέση τους δίπλα σε πρόσημα και προσθαφαιρέσεις. Την ίδια στιγμή, τα πράγματα φαίνεται να έχουν μπει στον αυτόματο πιλότο, την ώρα που τουλάχιστον τρία σημαντικά σχέδια μας περιμένουν στο μέλλον: φυσικό αέριο, Προεδρία της ΕΕ και Κυπριακό. Η αίσθηση που παίρνω είναι ότι πάλι οι λίγοι, οι ευσυνείδητοι και οι πρόθυμοι εθελοντές θα κάνουν τον επιπλέον κόπο για να σώσουν την παρτίδα και την πατρίδα. Ο πατριωτισμός των Κυπρίων μπορεί να έχει κάνει πολλά μέχρι σήμερα, αλλά ενδεχομένως κάποια στιγμή να στερέψει και αυτή η πηγή. Μετά; Όσο παρατηρώ αυτόν τον τόπο, τόσο πιο πολύ πείθομαι ότι καταφέρνει να επιζεί από θαύμα. Αν αυτό είναι το θαύμα κάποιου Μεσσία, πολύ αμφιβάλλω...


19 Φεβρουαρίου 2012

Ένα κάποιο τέλος




«Όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα»
Δ. Σαββόπουλος

Ταξίδι για Βρυξέλλες, ενδιάμεσος σταθμός Αθήνα. Μέσα Φεβρουαρίου, ένας διφορούμενος καιρός. Στο ενδιάμεσο των πτήσεων, κατεβαίνω στο κέντρο. Ραντεβού με μια παλιά συμφοιτήτρια. Δύο μέρες μόνο μετά το χαλασμό. Στο μετρό, μια κυρία μπαίνει ύστερα από δύο στάσεις. Πατημένα 50, αλλά φαίνεται να κουβαλά ακόμα καμιά δεκαριά χρόνια πάνω της. Μαύρη ρίζα, ξεβαμμένο μαλλί. Ξεκινάει να βάφεται μέσα στο βαγόνι. Την παρατηρώ με την άκρη του ματιού, σχεδόν συγγραφικά. Το πάστωμά της με make up δεν της αλλάζει την όψη – μέσα στο έντονο ροζ της μεταμορφώνεται περισσότερο σε καρικατούρα.  Στεγνή, φτιασιδωμένη, ντυμένη με την κιτς αισθητική της ανάγκης. Δεν τα γράφω υποτιμητικά – η αλληγορία είναι που τρίβεται στα μούτρα μου αφόρητα.
Λίγα χρόνια πίσω, η ισχυρή Ελλάδα, ο απόηχος των Ολυμπιακών, η ένταξη στο ευρώ, η δυναμική στην ΕΕ, η ευμάρεια που αποδείχθηκε πλασματική και η χαμένη προοπτική της χώρας. Σήμερα μια Ελλάδα ταπεινωμένη, αναξιοπρεπής, σε αναζήτηση δανειστή και παράτασης της οικονομικής της ύπαρξης. Απέναντι χάσκει η άβυσσος του φαλιμέντου. Γύρω-γύρω περιμένουν άλλοι με αγωνία, άλλοι με προσμονή να βαρέσει κανόνι. Κανένα σχέδιο, καμιά έξοδος κινδύνου. Ο τόπος βουλιάζει και μαζί του απειλεί να πάρει και όσους είναι αγκιστρωμένοι πάνω του – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Να μην ξεχνάμε ότι μέσα σ’ αυτούς είμαστε κι εμείς.
Τι έχει μείνει από τον τόπο; Οι άστεγοι και πένητες του άστεως βγάζουν μάτι, η εξαθλίωση είναι πανταχού παρούσα και τα πάντα απορροφούσα. Δεν είναι ότι δεν υπήρχε προηγουμένως – είναι που τώρα είναι κυρίαρχη εικόνα. Η πόλη συνεχίζει να ζει λαβωμένη, με χίλιες δύο αντιφάσεις και την οσμή της παρηκμασμένης μητρόπολης. Τα τρέντι κορίτσια και τα μετροσέξουαλ αγόρια περπατούν αναιδώς στην καρακοσμάρα τους, δίπλα στους ξεπεσμένους, τους κυνηγημένους, τους απόκληρους, αυτούς που πέπρωνται να γίνουν σκόνη της γης. Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν – κι ας μην το λέμε φωναχτά.
Στη διαδρομή για το Σύνταγμα, ο συρμός γεμίζει. Ωστόσο μια αλλόκοτη ησυχία κυριαρχεί. Δεκάδες άτομα σαν σαρδέλες δεν ανταλλάζουν κουβέντα – μόνο από μακριά έρχεται ο ήχος από ένα death metal τραγούδι. Καμιά ομιλία, κατήφεια, αγέλαστα πρόσωπα, μια μαζική κατατονία. Τα λίγα που ήξερα για την Αθήνα φαντάζουν διηγήσεις μιας μπελ επόκ που θάφτηκε ανεπιστρεπτί από τον μεγάλο πόλεμο. Κάποια στιγμή επικρατεί εκνευρισμός στην είσοδο – ο κόσμος μοιάζει να είναι βουτηγμένος στην κηροζίνη κι οι κουβέντες ανάβουν.
Μιλώντας με φίλους, παίρνω την αίσθηση ότι ο κόσμος προσδοκά μια κατάληξη, να τελειώνει αυτή η ιστορία. Πώς όμως; Και προς τα πού  θα κινηθούν τα πράγματα; Με ποιους όρους; Θα αλλάξουμε κι εμείς μυαλά; Ο φλύαρος αριστερισμός και ο μπετόν αρμέ κρατισμός που έφερε την Ελλάδα μέχρι εδώ δεν έχει τελειώσει ακόμα το έργο του. Κάθε φορά που κάποιος λέει: «Πού είναι το κράτος; Πού είναι η Πολιτεία;» η αλλαγή απομακρύνεται ένα βήμα ακόμη. Φοβάμαι να ομολογήσω τη σκέψη μου πως μία τουλάχιστον γενιά, σε ορίζοντα τριακονταετίας, τα όνειρα, οι προσδοκίες, τα σχέδια θα πρέπει να λάβουν αναβολή – με ή χωρίς χρεοκοπία, με ή χωρίς νέους επαχθείς όρους δανεισμού. Η Ελλάδα μπαίνει σε μια τρύπα του χρόνου. Κι από εκεί, θα αργήσει να βγει.


13 Φεβρουαρίου 2012

Κάγκουρες


Η πρόσφατη πολιτική ιστορία του τόπου μας παραδίδει την έκδοση ενός ψηφίσματος από τη Βουλή των Αντιπροσώπων το μακρινό 1967. Το ψήφισμα διακήρυσσε την αποφασιστικότητα για την επίτευξη του στόχου της Ένωσης με τη μητέρα πατρίδα. Ποιες ήταν όμως οι συνθήκες της εποχής; Εφτά χρόνια μετά την ανεξαρτησία, η ελληνοκυπριακή πολιτική ελίτ ένιωθε ότι μπορούσε να ελέγχει το παιχνίδι: ο Μακάριος βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του, οι Τουρκοκύπριοι είχαν αποχωρήσει ή εκδιωχθεί από την άσκηση των καθηκόντων τους στις κρατικές και δημόσιες θέσεις, το δόγμα του δικαίου της ανάγκης και το ψήφισμα 186/64 είχαν ουσιαστικά χρησιμοποιηθεί για την εκχώρηση του κράτους στους Ελληνοκύπριους και χιλιάδες Τουρκοκύπριοι έπαιζαν τους ελεύθερους πολιορκημένους σε θύλακες που καταλάμβαναν το 3% της επικράτειας του νησιού. Το ψήφισμα είναι μια εμβληματική πράξη ιστορικής αλαζονείας, αφού η πραγματική πολιτική ατζέντα της πολιτικής ηγεσίας βγήκε από το ντουλάπι και έβγαλε αυθάδικα τη γλώσσα σε όποιον συνάντησε. Λίγα χρόνια μετά, η ελληνοκυπριακή πλευρά περπατούσε πάνω στα ερείπια των μεγαλομανών της επιδιώξεων.




Πριν μερικές εβδομάδες, άλλο ένα ψήφισμα από την κυπριακή Βουλή προστέθηκε στον κατάλογο της ιστορικής αλαζονείας και καταγράφηκε ως μια ερασιτεχνική προσπάθεια κοινοβουλευτικής διπλωματίας. Με το «καταδικαστικό» για τον Αλ. Ντάουνερ ψήφισμα, η Βουλή μας έδειξε για άλλη μία φορά ότι ενεργεί χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Στη δική μου αντίληψη δύο τινά μπορεί να εξηγούν αυτή τη στάση: είτε πραγματικά δεν γνωρίζει και δεν μπορεί να προσμετρήσει το τι μπορεί να συμβεί, διεκδικώντας έτσι το πολιτικό ακαταλόγιστο, είτε γνωρίζει πολύ καλά και επιλέγει συνειδητά το ρίσκο. Αν μάλιστα προστεθεί σε αυτά και η σκέψη ότι κάποια από τα μέλη της βρέθηκαν εκεί μέσα από τις αδιαφανείς κομματικές προαγωγές και τις δεύτερες και τρίτες κατανομές, τότε το τοπίο καθίσταται έτι μελαγχολικότερον.



Το ψήφισμα αυτό λοιπόν είναι ένα εξαιρετικό δείγμα πολιτικής αυτοχειρίας. Είτε από άγνοια είτε από πολιτική ιδιοτέλεια, η Βουλή έσπρωξε ακόμα λίγο την παραπαίουσα διαδικασία συνομιλιών στο γκρεμό, ετοιμάζοντας παράλληλα την κοινή γνώμη για μία ακόμα ηρωική αντίσταση, για περισσότερους αγώνες στις επάλξεις και άλλα φληναφήματα που ακούγονται τόσο υποκριτικά και ανόητα πλέον. Φαίνεται να διαμορφώνεται έτσι μια άδηλη συμφωνία στην εκτίμηση όλων ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι συνομιλίες θα λήξουν χωρίς αποτέλεσμα και ότι το Κυπριακό θα λάβει αναβολή για την επόμενη πενταετία. Κανείς όμως δεν κάνει μια εκτίμηση για το ποιοι θα είναι οι όροι συζήτησης και οι προοπτικές σε εκείνη την περίοδο. Χωρίς χάρτη, χωρίς πυξίδα πορευόμαστε με οδηγούς τους μικροδιαχειριστές της διαρκούς κρίσης μας. Αναρωτιέμαι όμως σε ποια αποκαΐδια θα μας οδηγήσουν ξανά ασυλλόγιστες ενέργειες όπως αυτές.













6 Φεβρουαρίου 2012

Μίλα μου βρόμικα



Όσο διασχίζω τους πηγμένους δρόμους της Λευκωσίας με τις εξοργισμένες μητέρες να επιπλήττουν τα παιδιά τους, τους πλαδαρούς άντρες να ακούν αθλητικά, με ζώνουν παράδοξες σκέψεις. Από το πηγαινελα στη Νέα Υόρκη, μας έμειναν τα σκληρίσματα του 2004 σε κακοπαιγμένο replay και μερικές μπαλωθιές που έπεσαν από την Πινδάρου για την ανάγκη να είναι άλλος ο διαπραγματευτής της ελληνοκυπριακής πλευράς στις συνομιλίες. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Πριν από όλα αυτά, είχε προηγηθεί ένας ακόμη εθνικός οργασμός με την έκδοση της απόφασης του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Λόρδος. Τα μάτια κάποιων συμπατριωτών μας ευφράνθηκαν (από το Εφραίμ, άραγε;) στην όψη του χρήματος και οι κόρες τους μετατράπηκαν σε μικρά σύμβολα του δολαρίου, όπως εκείνα τα παλιά καρτούν. Bingo! Μάταια προσπάθησαν οι ψυχραιμότεροι να συμμαζέψουν τα υγρά που πλημμύρισαν τα πρωτοσέλιδα, θυμίζοντας ότι αυτή είναι μάλλον η τελευταία υπόθεση «τύπου Λοϊζίδου». Μίλα μου βρώμικα, μίλα μου σε ευρώ. Και τα δύο ισχύουν στην περίπτωση του φυσικού αερίου, μιας και φαίνεται να είναι διάχυτη η εντύπωση πλέον ότι την επόμενη φορά που θα ανοίξουμε τις βρύσες μας, θα τρέξει ο μαύρος χρυσός. Μαζί σε όλα αυτά, θα πρέπει να προστεθούν και οι ατέρμονες συζητήσεις για τις ποδοσφαιρικές μεταγραφές, το κατεστημένο της ΚΟΠ, την εύνοια της διαιτησίας. Παντού και πάντα φαντάσματα, θεωρίες συνωμοσίας, διάλογος κωφών, μεγαλοϊδεατισμοί και μικρομεγαλισμοί, κομματικές στρατιές και αυτοκρατορίες ηλιθίων, η αποθέωση της ασημαντότητας οδηγούν και εμπνέουν τη δημόσια ζωή. Τις σοβαρές κουβέντες τις ανταλλάζουμε μεταξύ μας, κάπου στο ενδιάμεσο της καθημερινότητας, μεταξύ μπύρας και εδεσμάτων, καφέδων και επί του καναπέως, με σύντομα email και σαρκαστικά tweets. Στο ενδιάμεσο ρίχνουμε και καμιά κλεφτή ματιά στα lifestyle περιοδικά, που καθορίζουν τις προτιμήσεις της κυριακάτικης εφημερίδας και βλέπουμε στα κρυφά σατιρικές εκπομπές και κυπριακές σειρές που ορίζουν την αισθητική του κιτς και προωθούν με τον πιο αισχρό τρόπο την ομοφοβία. Το να είσαι και να δηλώνεις ευθαρσώς ανόητος, απενοχοποιείται μέσα από τη συλλογική παραδοχή, μιας και το να συνυπάρχεις με τους ομοίους σου έχει από μόνο του κάτι λυτρωτικό. Αναμφίβολα, όλοι οι έξυπνοι μαζευτήκαμε στα social media, στον blogger και στους άλλους δαίμονες της τεχνολογίας και κάνουμε χάζι κοιτώντας στην άλλη, πολυπληθή δυστυχώς, πλευρά. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, εκχωρήθηκε χρόνος ομιλίας, δημόσιος χώρος, βήμα και προβολή σε κάτι γελοίους τύπους που άλλοτε από θέσεις εξουσίας και άλλοτε από την κερκίδα περιλούζουν με τη βλακεία τους, τις ζωές μας. Η μνήμη χρυσόψαρου σβήνει διαρκώς από τα εγκεφαλικά μας κύτταρα την εξωφρενική ολιγοσύνη των άλλων, την ώρα που το πιπίπλισμα της ίδιας καραμέλας, αυτής που λέει ότι κάτι άλλο θα κάνουμε, κάτι θα αλλάξει, εγώ θα φύγω από εδώ, μας κρατά σε μια κάποια απασχόληση, σε ένα παίδεμα του νου. Ο οκνηρός εαυτός μας, μας δίνει έτσι γενναιόδωρες αναβολές, μέχρι που κάποια στιγμή, υποψιάζομαι, έρχεσαι κατάφατσα στον τοίχο του αδιεξόδου και απορείς, ειλικρινά, πως έφτασες ως εκεί. Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Πως η κακοδαιμονία έχει τη ρίζα της εδώ κι η ευθύνη εδώ πρέπει να αναζητηθεί. Θα είχαμε το θάρρος ποτέ να δούμε τους εαυτούς μας στον καθρέφτη ή μήπως έχουμε ακόμα πίστωση στο λογαριασμό της προσωπικής αυταπάτης;