«Όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα»
Δ. Σαββόπουλος
Ταξίδι για Βρυξέλλες, ενδιάμεσος σταθμός Αθήνα. Μέσα Φεβρουαρίου, ένας διφορούμενος καιρός. Στο ενδιάμεσο των πτήσεων, κατεβαίνω στο κέντρο. Ραντεβού με μια παλιά συμφοιτήτρια. Δύο μέρες μόνο μετά το χαλασμό. Στο μετρό, μια κυρία μπαίνει ύστερα από δύο στάσεις. Πατημένα 50, αλλά φαίνεται να κουβαλά ακόμα καμιά δεκαριά χρόνια πάνω της. Μαύρη ρίζα, ξεβαμμένο μαλλί. Ξεκινάει να βάφεται μέσα στο βαγόνι. Την παρατηρώ με την άκρη του ματιού, σχεδόν συγγραφικά. Το πάστωμά της με make up δεν της αλλάζει την όψη – μέσα στο έντονο ροζ της μεταμορφώνεται περισσότερο σε καρικατούρα. Στεγνή, φτιασιδωμένη, ντυμένη με την κιτς αισθητική της ανάγκης. Δεν τα γράφω υποτιμητικά – η αλληγορία είναι που τρίβεται στα μούτρα μου αφόρητα.
Λίγα χρόνια πίσω, η ισχυρή Ελλάδα, ο απόηχος των Ολυμπιακών, η ένταξη στο ευρώ, η δυναμική στην ΕΕ, η ευμάρεια που αποδείχθηκε πλασματική και η χαμένη προοπτική της χώρας. Σήμερα μια Ελλάδα ταπεινωμένη, αναξιοπρεπής, σε αναζήτηση δανειστή και παράτασης της οικονομικής της ύπαρξης. Απέναντι χάσκει η άβυσσος του φαλιμέντου. Γύρω-γύρω περιμένουν άλλοι με αγωνία, άλλοι με προσμονή να βαρέσει κανόνι. Κανένα σχέδιο, καμιά έξοδος κινδύνου. Ο τόπος βουλιάζει και μαζί του απειλεί να πάρει και όσους είναι αγκιστρωμένοι πάνω του – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Να μην ξεχνάμε ότι μέσα σ’ αυτούς είμαστε κι εμείς.
Τι έχει μείνει από τον τόπο; Οι άστεγοι και πένητες του άστεως βγάζουν μάτι, η εξαθλίωση είναι πανταχού παρούσα και τα πάντα απορροφούσα. Δεν είναι ότι δεν υπήρχε προηγουμένως – είναι που τώρα είναι κυρίαρχη εικόνα. Η πόλη συνεχίζει να ζει λαβωμένη, με χίλιες δύο αντιφάσεις και την οσμή της παρηκμασμένης μητρόπολης. Τα τρέντι κορίτσια και τα μετροσέξουαλ αγόρια περπατούν αναιδώς στην καρακοσμάρα τους, δίπλα στους ξεπεσμένους, τους κυνηγημένους, τους απόκληρους, αυτούς που πέπρωνται να γίνουν σκόνη της γης. Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν – κι ας μην το λέμε φωναχτά.
Στη διαδρομή για το Σύνταγμα, ο συρμός γεμίζει. Ωστόσο μια αλλόκοτη ησυχία κυριαρχεί. Δεκάδες άτομα σαν σαρδέλες δεν ανταλλάζουν κουβέντα – μόνο από μακριά έρχεται ο ήχος από ένα death metal τραγούδι. Καμιά ομιλία, κατήφεια, αγέλαστα πρόσωπα, μια μαζική κατατονία. Τα λίγα που ήξερα για την Αθήνα φαντάζουν διηγήσεις μιας μπελ επόκ που θάφτηκε ανεπιστρεπτί από τον μεγάλο πόλεμο. Κάποια στιγμή επικρατεί εκνευρισμός στην είσοδο – ο κόσμος μοιάζει να είναι βουτηγμένος στην κηροζίνη κι οι κουβέντες ανάβουν.
Μιλώντας με φίλους, παίρνω την αίσθηση ότι ο κόσμος προσδοκά μια κατάληξη, να τελειώνει αυτή η ιστορία. Πώς όμως; Και προς τα πού θα κινηθούν τα πράγματα; Με ποιους όρους; Θα αλλάξουμε κι εμείς μυαλά; Ο φλύαρος αριστερισμός και ο μπετόν αρμέ κρατισμός που έφερε την Ελλάδα μέχρι εδώ δεν έχει τελειώσει ακόμα το έργο του. Κάθε φορά που κάποιος λέει: «Πού είναι το κράτος; Πού είναι η Πολιτεία;» η αλλαγή απομακρύνεται ένα βήμα ακόμη. Φοβάμαι να ομολογήσω τη σκέψη μου πως μία τουλάχιστον γενιά, σε ορίζοντα τριακονταετίας, τα όνειρα, οι προσδοκίες, τα σχέδια θα πρέπει να λάβουν αναβολή – με ή χωρίς χρεοκοπία, με ή χωρίς νέους επαχθείς όρους δανεισμού. Η Ελλάδα μπαίνει σε μια τρύπα του χρόνου. Κι από εκεί, θα αργήσει να βγει.
2 σχόλια:
και ενα αίσθημα ενοχής που είμαστε "καλα". Ας ελπίσουμε ότι θα λειτουργήσει το σχήμα του ποιητή, άμα πιάσει πάτο μετά θα αρχίσει να ανεβαίνει
Έχεις δίκιο, Ελένη - το ένιωθα, αλλά δεν μου βγηκε στο χαρτι
Δημοσίευση σχολίου