28 Νοεμβρίου 2011

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ! (άντε πάλι…)



Για αρχάριους: ποια λέξη συνδέει την επέτειο ανακήρυξης του ψευδοκράτους, του Πολυτεχνείου και τους υποψήφιους δημάρχους των κατεχομένων δήμων; Η λύση είναι ο τίτλος του σημερινού άρθρου. Από τα μηνύματα στις σχολικές εκδηλώσεις και από τις αναμενόμενες δηλώσεις των υποψηφίων στις κομ-ιλ-φο τοποθετήσεις, όλα καλύπτονται από την παλιά καλή σεμνότυφη σκουριά του τόπου μας. Η αντίσταση θα μπορούσε να είναι ο υπέρτιτλος στο κενοτάφιο του συλλογικού μας φαντασιακού. Αν υπάρχει μια ιδέα που συνεγείρει το μέσο Έλληνα, είναι αυτή που υποβάλλει ότι κουβαλάμε απείραχτο το ίδιο DNA με τους μαχητές στις Θερμοπύλες μέχρι σήμερα. Η αντίσταση διαμορφώνεται ως δομικό κύτταρο της ελληνικότητας, της ύπαρξης, του “είναι” μας. Μοιάζουμε ταγμένοι από μια κρυφή ειμαρμένη, της οποίας τις βουλές αναγιγνώσκουμε μόνο εμείς στις ώρες της κρίσης, να πολεμάμε, να κρατάμε τον πόντο μας, να περπατάμε προς την αυτοπραγμάτωση μας.
            Πίσω στα τρια γεγονότα που ανέφερα στην αρχή. Η χρονική εγγύτητα τους ήταν η αφορμή να σκεφτώ τη θέση της αντίστασης στο δημόσιο λόγο. Κολλημένος στην κίνηση της Γρίβα Διγενή στις 15:04 της περασμένης Πέμπτης, δεν είχα πολλές εναλλακτικές, καθώς είχα παρατήσει την εναγώνια μου αναζήτηση για ένα ραδιοφωνικό σταθμό που δεν είχε ειδήσεις. Ήμουν δεσμώτης των ερτζιανών και δέσμιος των αυτοματοποιημένων ηλεκτρικών σημάτων ενός κεντρικού συστηματος ελέγχου κυκλοφορίας.
            Αν μπορούσα να γίνω λίγο βέβηλος με την κατεστημένη σκέψη και τις συμβατικές πεποιθήσεις, θα έλεγα ότι το Πολυτεχνείο μαζί με τον ηρωϊκό Παναγούλη αποτελούν το συλλογικό άλλοθι ενός λαού που στο μέσο όρο έμεινε νωθρός και φοβισμένος έναντι των καταπιεστών του για 7 χρόνια. Κι αν είναι να μιλήσει κάποιος για αντίσταση, ας βγάλουμε το σκασμό κι ας ακούσουμε το Βασίλη Ραφαηλίδη, τον Αντρέα Λεντάκη και τους ανώνυμους καταδιωγμένους και βασανισμένους της χούντας. Οι εκφωνητές και οι όψιμοι αγωνιστές ας αρκεστούν στα κέρδη εξαργύρωσης. Ήδη, αυτά έφτασαν τα 40 σχεδόν χρόνια και η λευκή επιταγή της Μεταπολίτευσης έχει εξαντήσει το παρατράβηγμα όλων μας.
            Κι έπειτα, η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, που έπιασε στον ύπνο την αγωνιζόμενη ηγεσία και τον αδούλωτο λαό, είναι κι αυτή μια χειμερινή ευκαιρία να φρεσκάρουμε τα μνημόσυνα του καλοκαιριού: παραξικοπήματι και εισβολή πρόσχωμεν. Από τα δυο αυτά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας, ξεπήδησαν εκατοντάδες αντιστασιακοί, των οποίων την προσμονή και την οργή η Πολιτεία εξαργύρωσε με αναγνώριση, οικονομικής και άλλης φύσης. Ας μην παρεξηγηθώ: το ζήτημα δεν είναι αυτοί που αντιστάθηκαν, αλλά οι υπόλοιποι που κρύφτηκαν πίσω τους την κρίσιμη ώρα, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, καθιστώντας τους σύμβολο αυτού που δεν υπήρξε ποτέ: της δικής τους αντίστασης.
            Και τέλος-τέλος, στα πιο πρόσφατα: ακούγοντας τις δηλώσεις των υποψηφίων δημάρχων της Κερύνειας, που μιλούσαν για την ανάγκη(;) συνέχισης(;) του αγώνα(;) για την πόλη τους, σκέφτηκα ότι η ρητορική της αντίστασης έχει διαποτίσει ακόμα και το ακροτελεύτιο κύτταρο του εγκεφάλου μας. Με αυτή, καθώς και με άλλες λέξεις-κλειδιά, συνεχίζουμε τον υποκριτικό μας διάλογο για δεκαετίες, ενώ οι παραδοχές και οι αποκαλύψεις των πραγματικών μας σκέψεων συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα πίσω από κλειστές πόρτες.
            Τελικά, σκέφτηκα, καθώς άναβε πράσινο επιτέλους, το πρόβλημα μου με την άποψη που υποστηρίζει το “τζεινοι που τζει, τζι εμείς ποδα”, είναι ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα ξεμείνω με κάποιους από εσας στην από εδώ πλευρά του νησιού. Χαμογέλασα πίσω από το τιμόνι του οδηγού, πάτησα γκάζι και ξεχύθηκα στην άσφαλτο. Τι ειρωνεία: εγκατέλειπα την οδική αρτηρία που είχε αφιερωθεί στον Στρατηγό…




20 Νοεμβρίου 2011

Βλαχοδήμαρχοι


Προτού καλά-καλά οσμιστούμε τον αέρα των δημοτικών εκλογών, η κομματική αριθμητική μάς μπάφιασε τα μυαλά. Χ δήμοι, επί Ψ συνεργασίες, μείον οι άλλοι και όλο μαζί εις το Μαρί = 2013. Τις μέρες που ακολούθησαν την έκδοση του πορίσματος Πολυβίου, οι κομματικές ηγεσίες εμφανίζονταν ως μετανοημένες Μαγδαληνές που παπαγάλιζαν όλα αυτά τα πολιτικώς ορθά που σε κάνουν να θες να κοπανάς το κεφάλι σου στον τοίχο: «Λάβαμε τα μηνύματα», «Μια νέα εποχή έρχεται», «Θα γίνουμε δύναμη ευθύνης και αλλαγής». Στα αφτιά όσων παρακολουθούσαν, όλα αυτά ακούγονταν εύηχα και σωστά – πλην όμως διόλου πιστευτά. Όμως η προϊούσα κρίση της πολιτικής δεν είναι κάτι το αφηρημένο. Αντίθετα, είναι πολύ συγκεκριμένο και στην περίπτωσή μας έχει να κάνει με την ακατάσχετη πολυλογία που δεν προσφέρει λύσεις, αλλά μόνο ατάκες των 15’’ για το δελτίο ειδήσεων. Αλήθεια, ποιον νομίζουν ότι εντυπωσιάζουν με την ικανότητα να μιλούν συνέχεια χωρίς να λένε τίποτα;


            Οι δημοτικές εκλογές εξελίσσονται σε ακόμα μία άσκηση άνευ στρατεύματος, όπως ονομάζουν τις ασκήσεις επί χάρτου στο στρατό. Σε πολλούς δήμους οι υποψηφιότητες είναι σάρκα εκ της σαρκός των κομματικών στρατών, άλλες ως λύσεις ανάγκης, άλλες ως εισαγωγικές εξετάσεις νέων αστέρων στο στερέωμα. Το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξή τους, αλλά η αδιαφανής διαδικασία, η μονομερής επιβολή του εκλεκτού που προικοδοτείται αυτόματα με τις κομματικές ψήφους. Στ’ αλήθεια, τι έχει αλλάξει από τις παλαιοκομματικές και συναλλακτικές πρακτικές του παρελθόντος; Και γιατί να νιώσει κάποιος συμμέτοχος σε κάτι στο οποίο δεν λαμβάνει μέρος;


            Από την άλλη πλευρά, δεν ιδρώνει το αφτί κανενός από την  αποχή στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Και γιατί άλλωστε, αφού τα τσιμεντωμένα ποσοστά προσμετρώνται στα έγκυρα ψηφοδέλτια και όχι στον συνολικό αριθμό ψηφισάντων. Η διάχυση της αδιαφορίας απλώνεται σαν τεράστιος λεκές από μελάνι και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Και εδώ είναι το πρόβλημα για το οποίο δεν μιλάμε ποτέ: ακόμα και με τους βέλτιστους υποψήφιους, με τα πιο δουλεμένα προγράμματα και τις καλύτερες των προθέσεων από τους άμεσα εμπλεκόμενους, όσο οι δημότες δεν αγαπούν την πόλη τους, το μικρόκοσμό τους, τότε το εκλογικό εγχείρημα δεν έχει κανένα νόημα. Κι αν οι εκλογές γίνονται για να πιάνουμε τον παλμό της κοινωνίας, ας τις καθιερώσουμε  κάθε χρόνο για να μας φύγει ο καημός! Αναπόφευκτα, φτάνουμε στο σημείο της επικυριαρχίας του «δε βαριέσαι» που συνοδεύεται από την απαίτηση να παραδοθούν όλα στα πόδια μας, χωρίς κόπο ή έγνοια: καλές δημοτικές υπηρεσίες, έργα, χώροι στάθμευσης, αποτελεσματική διαχείριση αποβλήτων κλπ. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, έρχεται η ώρα που τα κακομαθημένα κωλόπαιδα παίρνουν τελικά αυτό που πραγματικά τους αξίζει.


            Δίπλα σε αυτή τη διπολική διαταραχή πολιτικής συμπεριφοράς, θα πρέπει να μιλήσουμε κάποια στιγμή και για αυτή την αστεία ιστορία των δημάρχων των κατεχόμενων δήμων. Αν ισχύει η υποψία μου ότι απολαμβάνουν τα ίδια ωφελήματα με τους ομολόγούς τους των ελεύθερων δήμων, τότε νομίζω θα συμπληρωθεί η πολιτική σχιζοφρένεια. Σύμφωνοι, υπάρχουν πρακτικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν, αλλά, αδέρφια, πιάσαμε 40ετία με αυτή την ιστορία. Με μια αρμόδια υπηρεσία στο υπουργείο Εσωτερικών ή με άμισθους, τιμής ένεκεν, δημάρχους, θα χάναμε σε αγωνιστικότητα και λογική;
           




13 Νοεμβρίου 2011

Νέα, γυναίκα, μόνη ψάχνει




«-Πάμε για ρετσίνα το βράδυ;
-Μπα, έχω ραντεβού με τη νεωτερικότητα.»
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, «Έκαστος Εφ’ Ω Ετάφη»

Ο τίτλος ανήκει νομίζω σε ταινία, αλλά η ουσία φανερώθηκε κρυστάλλινη μπροστά μου το περασμένο Σάββατο. Οι νέες γυναίκες της Κύπρου, τουλάχιστον ένα σημαντικό τους μέρος, για να αποφεύγουμε τις γενικεύσεις, περνούν τον κάβο των 30, όμορφες, μορφωμένες, δικτυωμένες και μόνες. Ίσως να φαίνεται παράδοξο να προσπαθώ να ρίξω ένα διερευνητικό βλέμμα από την άλλη όχθη, αλλά νομίζω η άσκηση έχει νόημα για αυτόν ακριβώς το λόγο.
Ακόμα κι αν η εικόνα που περιέγραψα στην προηγούμενη παράγραφο εδράζεται εν μέρει σε ένα στερεότυπο, εντούτοις περιέχει ένα κομμάτι κοινωνικής πραγματικότητας, που τρίβεται στη μούρη του καθενός μας. Βλέποντάς τες να ξεροσταλιάζουν ανά δυάδες σε καφετέριες και μπαρ και μετά να αποχωρούν χωριστά, αναρωτιέμαι ποιος είναι εκείνος ο συναισθηματικός νευρώνας που βρίσκεται σε διαρκή καταστολή ή ατροφία. Στο ζύγισμα δεν φαίνεται να χάνουν πουθενά: στην κοινωνική παιδεία, στη φροντίδα του εαυτού τους, στο υπόβαθρο της προσωπικότητάς τους. Κι ακόμη, ευτυχήσαμε να ανήκουμε σε μια γενιά που έζησε και ταξίδεψε στο εξωτερικό στα χρόνια της νεότητάς μας. Ο κόσμος μάς ανήκε, ή τουλάχιστον μια τέτοια υπόσχεση είχε γίνει κάποτε πιστευτή.
Με την επιστροφή στην ξηρή πραγματικότητα της Κύπρου, οι παλιές καλές κοινωνικές συμβάσεις επιστρέφουν υπονομευτικές, σαν ηλικιωμένες θείες που ξέρουν ένα και μόνο μονότονο λογύδριο. Οι ψίθυροι πίσω από την πλάτη και οι συγκαταβατικές ματιές λειτουργούν πολλαπλασιαστικά στην αγωνία της αναζήτησης. Μα η αλήθεια είναι ότι κανείς μας δεν ξέρει ποια είναι η τελευταία τους σκέψη το βράδυ πριν κοιμηθούν – ασφαλισμένες σε διαμερίσματα με αισθητική ΙΚΕΑ, έχουν βάλει ένα «τικ» δίπλα σε κάθε κουτάκι του checklist, αλλά η σούμα δεν βγαίνει. Ένα «γιατί» πλανιέται πάνω από τη Λευκωσία…
            Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη, αλλά είναι κάπως διαφορετική. Οι άντρες της ηλικίας μου, ξανά με τον αστερίσκο της γενίκευσης, βρίσκουν καταφύγιο στην πρωτόγονη ασφάλεια της αγέλης. Champions League, μπίρες, futsal μια φορά την εβδομάδα και ομαδικές έξοδοι διαγράφουν έναν αέναο κύκλο κοινωνικής ύπαρξης που παραπλανητικά ποζάρει ως αειφόρος. Μέσα στη σιγουριά της ομάδας ή στη λιτότητα των εθιμικών κανόνων της αντρικής φιλίας, τα μεγέθη μπορούν να σμικρυνθούν και τα αδιέξοδα και η διάνυση μιας συναισθηματικής ερήμου να γίνουν κάπως πιο υποφερτά. Μα η υποψία μου είναι ότι κι αυτές οι λύσεις είναι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, σαν σβήσουν τα φώτα.
            Σαββατιάτικες σκέψεις, πρώτες ώρες Κυριακής, η κούραση και τα τελευταία ποτά μού είχαν θολώσει λίγο το μυαλό και απάντηση δεν βρήκα.

Ο Νικόλας Κυριάκου ψάχνει τους ποιητές μιας σκληρής εποχής.

8 Νοεμβρίου 2011

 
 
Soy,
Soy lo que dejaron,
soy toda la sobra de lo que se robaron.
Un pueblo escondido en la cima,
mi piel es de cuero por eso aguanta cualquier clima.
Soy una fábrica de humo,
mano de obra campesina para tu consumo
Frente de frio en el medio del verano,
el amor en los tiempos del cólera, mi hermano.
El sol que nace y el día que muere,
con los mejores atardeceres.
Soy el desarrollo en carne viva,
un discurso político sin saliva.
Las caras más bonitas que he conocido,
soy la fotografía de un desaparecido.
Soy la sangre dentro de tus venas,
soy un pedazo de tierra que vale la pena.
soy una canasta con frijoles ,
soy Maradona contra Inglaterra anotándote dos goles.
Soy lo que sostiene mi bandera,
la espina dorsal del planeta es mi cordillera.
Soy lo que me enseño mi padre,
el que no quiere a su patria no quiere a su madre.
Soy América latina,
un pueblo sin piernas pero que camina.

Tú no puedes comprar al viento.
Tú no puedes comprar al sol.
Tú no puedes comprar la lluvia.
Tú no puedes comprar el calor.
Tú no puedes comprar las nubes.
Tú no puedes comprar los colores.
Tú no puedes comprar mi alegría.
Tú no puedes comprar mis dolores.

Tengo los lagos, tengo los ríos.
Tengo mis dientes pa` cuando me sonrío.
La nieve que maquilla mis montañas.
Tengo el sol que me seca  y la lluvia que me baña.
Un desierto embriagado con bellos de un trago de pulque.
Para cantar con los coyotes, todo lo que necesito.
Tengo mis pulmones respirando azul clarito.
La altura que sofoca.
Soy las muelas de mi boca mascando coca.
El otoño con sus hojas desmalladas.
Los versos escritos bajo la noche estrellada.
Una viña repleta de uvas.
Un cañaveral bajo el sol en cuba.
Soy el mar Caribe que vigila las casitas,
Haciendo rituales de agua bendita.
El viento que peina mi cabello.
Soy todos los santos que cuelgan de mi cuello.
El jugo de mi lucha no es artificial,
Porque el abono de mi tierra es natural.

Tú no puedes comprar al viento.
Tú no puedes comprar al sol.
Tú no puedes comprar la lluvia.
Tú no puedes comprar el calor.
Tú no puedes comprar las nubes.
Tú no puedes comprar los colores.
Tú no puedes comprar mi alegría.
Tú no puedes comprar mis dolores.

Você não pode comprar o vento
Você não pode comprar o sol
Você não pode comprar chuva
Você não pode comprar o calor
Você não pode comprar as nuvens
Você não pode comprar as cores
Você não pode comprar minha felicidade
Você não pode comprar minha tristeza

Tú no puedes comprar al sol.
Tú no puedes comprar la lluvia.
(Vamos dibujando el camino,
vamos caminando)
No puedes comprar mi vida.
MI TIERRA NO SE VENDE.

Trabajo en bruto pero con orgullo,
Aquí se comparte, lo mío es tuyo.
Este pueblo no se ahoga con marullos,
Y si se derrumba yo lo reconstruyo.
Tampoco pestañeo cuando te miro,
Para q te acuerdes de mi apellido.
La operación cóndor invadiendo mi nido,
¡Perdono pero nunca olvido!

(Vamos caminando)
Aquí se respira lucha.
(Vamos caminando)
Yo canto porque se escucha.

Aquí estamos de pie
¡Que viva Latinoamérica!

No puedes comprar mi vida.
 
(Μπράβο ρε Βερόνικα....) 

6 Νοεμβρίου 2011

Μονότονα κυπριακά





Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες―
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά,
βγαλμένοι ―ω συμφορά!― απ' τον Ελληνισμό.
Κ.Π. Καβάφης, «Ποσειδωνιάται»

Δεν έλειψα πολύ, όμως για κάποιο λόγο ένιωθα ότι μεσολάβησε καιρός. Στη σκάλα του αεροπλάνου, με υποδέχονταν ένα πλάγιο φως, μαζί με τη μυρωδιά θάλασσας που ανακατευόταν γλυκά με αυτή της κηροζίνης. Λίγα βήματα πιο πέρα, στην αίθουσα παραλαβής των αποσκευών με έβρισκαν σαν σφαίρες οι λέξεις των ανθρώπων. Κατάλαβα ότι γυρνούσα σε μια Κύπρο που όσο εγώ άλλαζα, εκείνη παρέμενε πεισματικά κολλημένη στον παλιό κακό εαυτό της.
Μια ματιά στις εφημερίδες της ημέρας με έφερε αντιμέτωπο με το ιδιότυπο λεξιλόγιο, το οποίο δημιουργήθηκε στη διάρκεια δεκαετιών, για το Κυπριακό. Κι όμως, για να συνεννοηθούμε, χρειάζεται ακόμα να κάνουμε χίλιες παρεκβάσεις ρωτώντας: «Τι εννοείς με αυτό;». Αντιμέτωπο, επίσης, με τη σεξουαλική πείνα και τη διαστροφή των κατοίκων της νήσου, βγαλμένη από μεσαιωνικά συγγράμματα – oι παλιοί βισκόντηδες και ρηγάδες ήταν πλέον μυστήριοι γιατροί επιλήψιμων μεθόδων. Κι ακόμη, με το τυφλό οπαδιλίκι που συντηρεί και συντηρείται από την ατιμώρητη βία και που καθιστά σώβρακα και φανέλες μονοπωλιακά ζητήματα συζήτησης. Και με τα ψήγματα μιας ναρκισσιστικής ψευδοεστέτ μειοψηφίας που, μονόφθαλμη και μυωπική, περιφέρει τη μετριότητά της ανάμεσα στους ιθαγενείς. Τις μέρες εκείνες ένας πλημμελής μπάτσος έπαιρνε προαγωγή και δύο φιγούρες, που είχαν επειγόντως ανάγκη μιας επίσκεψης σε κομμωτήριο, πλακώνονταν δημοσίως για το φυσικό αέριο. Κι όμως, το 2011 έφερε μαζί του μύριες αλλαγές και φεύγοντας θα έχει παρασύρει μαζί του δικτάτορες, ερείπια, ανθρώπους, οικονομίες. Εκεί έξω ο κόσμος συγκλονιζόταν από το βόμβο των μηχανών της Ιστορίας, αλλά τίποτα από αυτά δεν φαινόταν να φτάνει εδώ – ούτε στα απόνερα της ιστορίας δεν μπορούμε να εγγράψουμε αξίωση.
Πάλευα να συντονίσω τα συναισθήματά μου και τις σκέψεις μου. Ένιωθα βαθιά δεμένος με αυτό το χώμα, με το χρώμα που ορίζει τον ορίζοντα. Με συγκινούσε, σαν να ’ταν άνθρωπος δικός, ο ήχος της διαλέκτου: χόρταινα πάντα τα διπλά σύμφωνα, τους συριστικούς της ήχους, τις μπασταρδεμένες της λέξεις. Όμως, ταυτόχρονα, ένα κύμα αποστροφής σηκωνόταν κάθε φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με την αμορφωσιά και την αγένεια που πλασάρονται αυτάρεσκα ως νόρμες συμπεριφοράς. Μια ιερή αγανάκτηση με θόλωνε, όσο δεχόμουν το βιασμό της λογικής, του αυτονόητου, της ομορφιάς.
Κι ύστερα, οι σκέψεις. Το θέμα δεν είναι να αποζητάς τη φυγή, την ηρωική έξοδο στην Εσπερία. Όσο κι αν η αυτοεκπλήρωση σε οδηγεί δυτικά, η ρίζα βρίσκει το δρόμο στα τυφλά για να γυρίσει. Γιατί, λοιπόν, δεν στεριώνει εδώ η αλληλεγγύη, η αίσθηση του μέτρου, η ευθύνη, η αγάπη για την ομορφιά; Πόσα βασίλεια εγωισμών χωράνε στο νησί μας; Ξέρω, η πλειοδοσία κριτικής από μόνη της δεν ωφελεί αλλά, διάολε, από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε.