21 Σεπτεμβρίου 2014

Χους



Είναι η ώρα που όλα συναιρούνται. Το πριν, το μετά και το τώρα. Όλα τα «για πάντα» και τα πιο σκληρά «ποτέ». Μαζί και οι ανομολόγητες επιθυμίες, οι ανέκφραστες πίκρες, οι πιο βαθιές χαρές. Ποια σούμα βγάζει άραγε όλο αυτό και τι να μένει πίσω; Ο ήλιος ζυγιάζει στον ορίζοντα. Οι αισθήσεις οξύνονται. Όλα έχουν απόλυτη και αποκλειστική σημασία και ταυτόχρονα δεν έχουν κανένα νόημα. Γύρω βουνά. Μια στιγμή σιωπής. Το άχθος των σκέψεων. Χωράει τόσο παράλογο στην πλάση; Δεν έχεις λόγια. Δεν βρίσκεις λόγια. Κάτι αρθρώνεις. Νιώθεις να μικραίνεις, τόσο όσο να γίνεις ένας κόκκος ή λίγη σκόνη. Ίσως έτσι μπορέσεις να ξεφύγεις. Αλλά το ξέρεις καλά. Μια μέρα θα σε παρασύρει κι εσένα το σάρωθρο της μοίρας. Αγωνία κι ιδρώτας στην πλάτη. Το καλοκαίρι μάς αποχαιρετά, αλλά αυτός ο Σεπτέμβρης έγινε ξαφνικά σκληρός. Το γλυκό του φως ήταν ένα ψέμα. Μετριέσαι με τη φύση σου και μένεις με τη μόνη βεβαιότητα που σου δωρίζεται από την πρώτη μέρα που γεννιέσαι. Ξαναμετράς το μέσα σου. Βγαίνεις λειψός. «Αποκλείεται», λες και ξαναμετράς. Ξανά το ίδιο. Σκέφτεσαι την κανονικότητα, την καθημερινότητα, τις λίστες με τα to-do. Μήπως να το ξαναέπαιρνες απ’ την αρχή; Μα δεν έχεις χρόνο για να τρέξεις πίσω στην αφετηρία με τον πλούτο της γνώσης σου. Αναρωτιέσαι αν θα μπορέσεις να αφήσεις κάτι πίσω. Ποιον, στ’ αλήθεια, πας να ξεγελάσεις; Δεν μπορείς να κρυφτείς. Ανάμεσα στα κυπαρίσσια, τα μάρμαρα και οι γρανίτες, αντανακλούν το λοξό φως. Και σε κοιτάνε. Οι μικρές φωτογραφίες τους. Κι από μέσα σε βλέπουν από την άλλη πλευρά της γραμμής. Το ματάκι από την άλλη όχθη. Μόνο που δεν μπορείς να δεις εσύ. Ήταν κι αυτοί κάποτε. Αγάπησαν, δούλεψαν, πόνεσαν, θύμωσαν, χάρηκαν, απόκαμαν. Οι χρονολογίες μοιάζουν με κλωστές: αρχή, μέση, τέλος. Αν τις τεντώσεις ανάμεσα στα δύο σου χέρια, μια διαδρομή. Η διαρκής διαδοχή του γένους μας στη γη και η κοινή μας μοίρα: και εις χουν απελεύσει. 

7 Σεπτεμβρίου 2014

Υγρασία


Το φθινόπωρο έφτασε με απρόσμενη ακρίβεια. Το βράδυ της τριακοστής πρώτης Αυγούστου προς πρώτη Σεπτεμβρίου, την ώρα που οι δείκτες του ρολογιού έδειξαν δώδεκα ακριβώς, ένας βιαστικός και ήρεμος αέρας σάρωσε την παλιά Λευκωσία, σφάλισε μερικά παραθυρόφυλλα και οι διά την αγάπην σαλοί οσμίστηκαν την υγρασία που έφτανε, σαν παλιός αγγελιαφόρος από τη Δύση. Για αυτούς τους τρελούς δεν μιλούσαμε ποτέ στον τόπο μας. Υπήρχαν, τους βλέπαμε, ανεχόμασταν την παρουσία τους και καταπίναμε όλες τις ιδιορρυθμίες τους. Αλλά δεν μιλούσαμε γι’ αυτούς. Μερικές στιγμές γίνονταν ανυπόφοροι με την επιμονή τους να μας τραβάνε απ’ το μανίκι, όσο εμείς επιμέναμε να συμπληρώνουμε έντυπα, να σφραγίζουμε αιτήσεις και να δίνουμε αριθμούς πρωτοκόλλου. Οι λογιστές συνέχιζαν να καταχωρούν εγγραφές, συν, πλην, απαλλαγή, έκπτωση κι οι δικηγόροι επικαλούνταν υπέρτερης τυπικής ισχύος νομοθετήματα, και ειδικά το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο (γ) ή κάπως έτσι, φανφαρόνικα και αλαζονικά. Από αυτά και άλλα παρόμοια ασήμαντα, αρνούμασταν να σταματήσουμε, μέσα στη διαρκή μας κίνηση ζούσαμε ακίνητοι, αντί να παρατηρήσουμε με σιωπηρό θαυμασμό το θρόισμα, την πτώση ενός φύλλου ή τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος. Τα σώματά μας στέρευαν αργά από χυμό και ζωή, και δινόμασταν μόνο σε εμμονικές ηδονές. Όχι δεν σκέφτομαι ναρκωτικά και τα τοιαύτα, αλλά κάτι διαφορετικό, μόνο που οι λέξεις μού διαφεύγουν με τον ίδιο τρόπο που περνά ο αέρας απ’ τα δάκτυλα καθώς  έχεις το χέρι σου κόντρα στον άνεμο. Ύστερα από τόσο διάβασμα και τόση ομιλία, χαρτάκια, σκονάκια, σημειώσεις, απόπειρες επικοινωνίας, βάλε skype, messenger και όλα τα παραφερνάλια της ψηφιακής επικοινωνίας, αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε πια να αρκούμαστε στη σιωπή. Αναλογιστείτε αυτό, σαν βιβλίο του Σαραμάγκου: για μία ημέρα μόνο, ο καθένας μας σωπαίνει, μουγκαίνεται και διεκπεραιώνει τα της κάθε μέρας του χωρίς εκφορά λόγου. Τα στόματα κλείνουν, οι λέξεις κλειδώνονται και απομένουμε μόνο με τη γραφή και τη νοηματική. Α, και τα μάτια! Θα κοιταζόμαστε βαθιά, θα νιώθουμε μέσα απ’ αυτά. Ο πόνος θα φέρνει την αγωνία, τη διαστολή της ίριδας, η ηδονή το κλείσιμο και βαθιά βλέμματα, σαν καταβύθιση στους άγνωστους ωκεανούς του Άλλου. Κι οι θάλασσες Του θα σμίγουν με τις δικές μας, θα πλημμυρίζουν   τα σαλόνια, οι δρόμοι, οι κήποι. Και τότε θα βρίσκουμε νόημα. «Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων», δεν το ’πα εγώ, το έγραψε ο Λειβαδίτης, και το αντάμωσα σε μια διαδικτυακή μου βόλτα, σαν να συνάντησα ένα αδέσποτο σκυλί, που σ’ ακολουθεί μέχρι το σπίτι. Έξω έχει μαζέψει σύννεφα, μυρίζεσαι κι εσύ την υγρασία;