Είναι Τρίτη βράδυ, παραμονή αργίας και περπατάω στην
παλιά Λευκωσία. Είναι το τέλος μιας μέρας όπου έχω έρθει αντιμέτωπος με ένα από
τα σκοτεινά πρόσωπα της εξουσίας για ένα θέμα που θα ήθελα ώρα και κόπο να
εξιστορήσω. Ακόμα και η ιδέα του να επαναλάβω νοερά τη μέρα με καταβάλλει.
Νιώθω σαν κάτι να με λερώνει, μα δεν ξέρω πώς να αποξέσω την αίσθηση από πάνω
μου. Είναι από τις φορές που θα προτιμούσα να μην ήξερα, να μην συμμετείχα, να
μην με αφορούσε όλο αυτό. Δυστυχώς, συμβαίνει το αντίθετο και δεν μπορώ να
αποδράσω από την πραγματικότητα. Όσα πιστεύεις και όσα νομίζεις ότι είσαι σου
χτυπάνε με το δάκτυλο την πλάτη, σαν ενοχλητική κι επίμονη γριά στην ουρά της
τράπεζας, που ισχυρίζεται ότι της έχεις πάρει τη σειρά. Δεν έχεις τίποτα να
απαντήσεις και προτιμάς να αγοράσεις τον μπελά.
Σε λίγες ώρες θα κλείσω τα 36, οι πρώτες ψύχρες έχουν
αρχίσει και εγώ σκέφτομαι ότι έχω περάσει στους ίδιους δρόμους το μεγαλύτερο
μέρος της ζωής μου. Στο νοητό τρίγωνο που σχηματίζουν το Παγκύπριο, το Ελένειο
και η Φανερωμένη έχει παιχτεί το δικό μου έργο, έχω πει τα λόγια που μου
αναλογούν. Οι διερωτήσεις επιστρέφουν αυτές τις ώρες, σε τέτοια μέρη: τι
έκανες, τι έχασες, τι δεν πρόφτασες, ποια όνειρα δίνουν φωτιά στους χάρτες σου;
Μεγαλώνοντας παρατηρώ τις υπεκφυγές και τους μανιερισμούς του εαυτού μου. Η
δικαιολογία αναδύεται εύκολα στον ουρανίσκο, οι αναβολές δίνουν και παίρνουν
και οι αμφιβολίες ή οι δισταγμοί (ή και τα δυο μαζί) στήνουν χορό εντός μου.
Κουβαλάω, λοιπόν, μέσα μου, αλλά και σ’ αυτό το σταθερό τοπίο της Λευκωσίας όσα
με καθόρισαν για να μπορώ σήμερα να γράφω αυτές τις γραμμές.
Περπατάω αργά, είμαι νωρίς για το ραντεβού με τους πιο
παλιούς φίλους που έχω από το σχολείο. Είμαστε μάλλον οι τελευταίοι μιας γενιάς
ήσυχης και τακτικής, χωρίς εξάρσεις και επαναστάσεις, με λίγο-πολύ
προδιαγεγραμμένο πλάνο ζωής. Στη θέση μας θα μπορούσαν να ήταν άλλοι της ίδιας
φουρνιάς, με τα ίδια χαρακτηριστικά και την ίδια προσπάθεια στην καθημερινότητα
και απόπειρες να βολέψουμε τα γεγονότα στη σειρά. Ταυτόχρονα, υπάρχει κι ένα
περίεργο αίσθημα να πλανιέται. Ίσως να είναι μιας μορφής ματαίωση που δεν
προσδιορίζεται περισσότερο, δεν αναλύεται σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια, αλλά
βρίσκει τον τρόπο της να καθιστά τον εαυτό της σχετικό, αναγκαίο, παρόν. Σε
διάφορες στιγμές μας έχει αγγίξει όλους, άλλους περισσότερο, άλλους λιγότερο.
Μα νομίζω ότι η σιωπή μας τυλίγει όλο και πιο πολύ με τα χρόνια, τα άχθη μας
μένουν ανομολόγητα και τα χρέη συσσωρεύονται μέχρι εξοφλήσεως. Τώρα που ο
δρόμος έπιασε να γέρνει προς τα σαράντα, θα ήθελα να έβρισκα περισσότερες και
πιο πειστικές απαντήσεις και να μπορούσα να διηγηθώ μια ελαφρώς διαφορετική
ιστορία στον εαυτό μου. Γίνεται;
2 σχόλια:
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε
(Κ. Καρυωτάκης)
Που να δεις στα 43...
Δημοσίευση σχολίου