Πριν τριάντα περίπου
καλοκαίρια, στο παλιό μας σπίτι, καθόμουν τις νύχτες και έβλεπα τα φώτα να
λαμπυρίζουν στον βαθύ και σκοτεινό ορίζοντα. Η Μεσαορία απλωνόταν μπροστά μας
αχανής σαν έρημος ή σαν γαλαξίας σε σχήμα χοάνης και τα βράδια οι διαθλάσεις
του φωτός από την απόσταση και την υγρασία έφταναν στα μάτια μου με διάφορα
χρώματα: πράσινα, μπλε, ανάμικτα, μια υποψία κόκκινου κι ό,τι άλλο μπορούσε να
βάλει ο παιδικός νους μου. Η γη προς τον βορρά, στην πλευρά του μεγάλου βουνού
ήταν μια περιοχή άγνωστη κι αχαρτογράφητη. Δεν το ήξερα τότε, αλλά ήδη το μυαλό
μου μάθαινε να κινείται σ’ αυτή την πόλη, σ’ αυτό το νησί από τη δύση προς την
ανατολή και πίσω – ποτέ προς τον βορρά ή τον νότο κι αντίστροφα, αφού μια
πινακίδα ή καμιά δεκαριά βαρέλια με άσπρο και μπλε χρώμα έφραζαν τον δρόμο μου.
Στις απορίες μου για το τι
βρισκόταν εκεί, πιο πέρα, ο πατέρας μου επινοούσε διάφορα μικροψέματα και
ιστορίες. «Λούνα παρκ», «μια άλλη πόλη» κι άλλα παρόμοια, που πια έχουν πέσει
στο βάραθρο των παιδικών αναμνήσεων, ήταν οι συνήθεις αποκρίσεις του. Μ’ αυτά
και μ’ αυτά, είχα μάθει τις απαντήσεις και σταμάτησα να ρωτάω. Κι επίσης, ήταν
και το πέρασμα του χρόνου που με έκανε να προσέχω λίγο περισσότερο. Τις νύχτες
άκουγα μερικές φορές ριπές όπλων, συχνά-πυκνά στρατιώτες έκαναν νυχτερινές
πορείες στην Αθαλάσσα, όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τη Λευκωσία είχαν σε
κάποιο σημείο τους ένα στρατόπεδο κι ο πατέρας μου έλειπε πού και πού για ένα
βράδυ, επιστρέφοντας την επομένη με στρατιωτικά ρούχα.
Και αργότερα άρχισε να με επισκέπτεται
ο μόνος επαναλαμβανόμενος εφιάλτης που έχω όλα αυτά τα χρόνια: είμαστε στο
σπίτι κι απ’ έξω μάς έχει κυκλώσει μια απειλή. Ακούω θυμωμένες φωνές σε ξένη
γλώσσα, ένας παραλυτικός φόβος με κυριεύει κι ενώ καταβάλλω κάθε προσπάθεια δεν
μπορώ να μιλήσω ή να κινηθώ. Είναι η πιο θανάσιμη αγωνία που με έχει ζώσει
ποτέ. Με τα χρόνια, ο εφιάλτης επιστρέφει όλο και πιο αραιά, αλλά πάντα με το
ίδιο μοτίβο και θρέφει τη μαύρη σκιά του φόβου μέσα μου.
Αυτές τις μέρες πιάσαμε ξανά να
μιλάμε για το Κυπριακό, το ανακοινωθέν, τις προοπτικές και την αισιοδοξία. Όμως
είναι και μερικές λέξεις και στάσεις και άνθρωποι που έρχονται να ξυπνήσουν
ξανά τον παλιό φόβο μέσα μου, που λένε πως θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε κι εγώ
κι οι επόμενοι με τους εφιάλτες μας. Κατά μια έννοια, τα μικροψέματα του πατέρα
μου, ως μικροψέματα της προηγούμενης γενιάς προς τη γενιά μου, να μπορούν να
εξηγηθούν από την καλοπροαίρετη έγνοια της προστασίας, την ανάγκη να ξορκίσουν
το κακό και την προστασία από την αχρείαστη τριβή με τις σκληρές γωνίες της
ζωής. Όσο κι αν αυτή η απόπειρα μου φαίνεται μάταιη, την κατανοώ κι ίσως κι εγώ
να έκανα το ίδιο στη θέση του. Μόνο που σε λίγους μήνες, θα είμαστε σαράντα
χρόνια μετά και με τα ίδια μικροψέματα και επινοημένες ιστορίες δεν γίνεται να
ξεγελαστούν οι φόβοι και των δικών μας παιδιών. Τα νέα από το μέτωπο του
Κυπριακού θα δώσουν την ευκαιρία για την πυροδότηση των συνήθων αντιδράσεων
στις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες, αλλά εγώ νιώθω ότι έχω την, τελευταία
ίσως, ευκαιρία να τελειώνω μια και καλή με τον φόβο.