«Ο
πατέρας μου ο Μπάτης
ήρθε
απ’ τη Σμύρνη το ’22
κι
έζησε πενήντα χρόνια
σ’ ένα
κατώι μυστικό»
Η πρόσφατη
απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Βρούντου εναντίον της Κύπρου χαιρετίστηκε στη
δημόσια σφαίρα για τη δικαστική διαπίστωση της διακριτικής μεταχείρισης που
υπέστησαν τα πρόσωπα, που δεν τους αναγνωρίστηκε η ιδιότητα του εκτοπισμένου,
επειδή η μητέρα τους μόνο ήταν εκτοπισμένη. Η απόφαση δημιουργεί εύλογα
ερωτήματα ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει τώρα να κινηθεί η Δημοκρατία
για να συμμορφωθεί με την απόφαση: θα πρέπει να υπάρξει αναδρομική θεραπεία της
διάκρισης; Είναι επαρκής η πρόσφατη νομοθετική τροποποίηση; Ποιοι και πώς
νομιμοποιούνται να διεκδικήσουν την διόρθωση αυτής
της παραβίασης; Και τι συνιστά θεραπεία αυτής της αδικίας;
Οι απαντήσεις σε αυτά, και ενδεχομένως άλλα ερωτήματα, θα
είναι χρήσιμες. Ωστόσο θέτουν σε δεύτερη μοίρα τα πιο σημαντικά ζητήματα, στα
οποία θεμελιώνεται η ίδια η διακριτική μεταχείριση. Η παράγραφος 42 της
απόφασης, όπου το Δικαστήριο συγκεφαλαιώνει τις θέσεις που πρόταξε η
Δημοκρατία, είναι εξόχως διαφωτιστική για το ζήτημα που επιχειρώ να αναδείξω.
Εν συντομία, η επιχειρηματολογία της ήταν ότι η κοινωνικοοικονομική κατάσταση
και οι κοινωνικές αντιλήψεις που επικρατούσαν το 1975 δικαιολογούσαν την
επιλογή του νομοθέτη να παρέχει την ιδιότητα και τα παρεπόμενα οφέλη μόνο στα
τέκνα ανδρών που είχαν εκτοπιστεί. Οι οικονομικές συνέπειες για τα τέκνα των
εκτοπισμένων αντρών ήταν δυσμενέστερες σε μια κοινωνία όπου οι άντρες ήταν
αυτοί που κέρδιζαν το ψωμί. Αντιθέτως, τα τέκνα των γυναικών που είχαν
εκτοπιστεί δεν θα εξαρτιόνταν από τη μητέρα τους, αφού ο μη εκτοπισμένος
πατέρας τους δεν θα είχε υποστεί τις ίδιες οικονομικές συνέπειες σε σύγκριση με
τον εκτοπισμένο.
Το πρόβλημα με αυτή την αντίληψη είναι ότι επιχειρεί να
περιβάλει με νομικό μανδύα τους βαθιά εμπεδωμένους ρόλους των δύο φύλων στην
κοινωνία μας. Στέλνει τις γυναίκες στην κουζίνα και τους άντρες στη δουλειά.
Προβάλλει στα παιδιά τις πατριαρχικές σχέσεις του παρελθόντος: όσοι έχετε
πατέρα εκτοπισμένο θα τύχετε ευνοϊκότερης μεταχείρισης από όσους έχετε μητέρα
εκτοπισμένη. Αναπαράγει το μοτίβο εξουσίας και νομιμοποιεί πολιτικά,
οικονομικά, κοινωνικά και ιστορικά τις ανισότητες της κοινωνίας μας. Και δεν
λέει τίποτα για το πώς η εισβολή επέτεινε τις ανισότητες, επηρέασε την κατανομή
πλούτου και δημιούργησε νέα χάσματα στον κοινωνικό ιστό: σκεφτείτε πόσοι
χάθηκαν από τη γενιά που μεγάλωσε στους συνοικισμούς, παλεύοντας να ανέβουν ένα
σκαλοπάτι στην κλίμακα της κοινωνικής κινητικότητας.
Κι επιπλέον, ένα παράπλευρο ζήτημα είναι αυτό της
κληρονομικώ δικαίω διαδοχής στην ιδιότητα του εκτοπισμένου, με τέτοιο τρόπο που
όλοι οι απόγονοι (πρώτης, δεύτερης, τρίτης και πάει λέγοντας γενεάς) των
προσώπων που πράγματι εκτοπίστηκαν το 1974 να έχουν την ίδια ιδιότητα.
Προσωπικά, το βρίσκω ανορθολογικό, υποκριτικό και, πλέον, αλυσιτελές.
Ανορθολογικό επειδή οι γενιές που ακολούθησαν δεν εκτοπίστηκαν πραγματικά από
οποιοδήποτε μέρος. Υποκριτικό επειδή το να είσαι κάτω από 40 χρόνων και να
δηλώνεις εκτοπισμένος είναι απλά ψέμα. Και αλυσιτελές επειδή η κάνουλα στέρεψε
πια και στην παροχή επιδομάτων δεν μπορείς να πατήσεις «undo».
Η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν είναι απλώς μια ατομική δικαίωση
για όσους έτυχαν της ίδιας δυσμενούς μεταχείρισης με την προσφεύγουσα. Είναι η
σύγχρονη πολιτική και νομική ιστορία που μας χτυπάει επιτακτικά στην πλάτη για
να μας υπενθυμίσει ότι σ’ αυτό τον τόπο δεν ξεκινήσαμε όλοι από την ίδια
αφετηρία και ότι δεν έχουμε ξεμπερδέψει με το άδικο.