Η συμμετοχή του Προέδρου στο Νταβός και η
επίσκεψη Α. Κυπριανού στην Τουρκία φέρνει στο προσκήνιο ξανά τις καλά ριζωμένες
παθογένειες του κυπριακού πολιτικού συστήματος και τις αντανακλαστικές
αντιδράσεις της κοινωνίας μας. Μία όψη τους είναι η δραματική και
καταστροφολογική αντίδραση απέναντι στα γεγονότα, που κοινώς και κεχωρισμένως,
παρουσιάζονται να συντελούν σε εξελίξεις που βαίνουν σε βάρος του κράτους και
της εθνικής υπόθεσης. Αναρωτιέμαι αν έχει υπάρξει έστω και μία φορά που, σε
ανάλογου βεληνεκούς γεγονότα, δεν υπήρξε η αναμενόμενη αντίδραση, η οποία
ισχυρίζεται ότι υποχωρούμε, καταστρεφόμαστε, καταδιωκόμαστε. Θα είχε ενδιαφέρον
εάν αυτό αποτελούσε αντικείμενο μιας σοβαρής, επιστημονικής έρευνας με αναδρομή
στον τοπικό τύπο. Αν θα έπρεπε να εντάξουμε κάπου αυτή την παθογένεια, αυτή θα
ήταν στην κατηγορία του «ηθικού πανικού»: παραφουσκωμένες αντιδράσεις στα ΜΜΕ
με προειδοποιήσεις για τη διολίσθηση, η οποία απειλεί διαρκώς και θεμελιωδώς
την ύπαρξή μας. Είμαστε το μικρό γαλατικό χωριό που αντιστέκεται ηρωικά, αλλά
τρέμει στην ιδέα ότι θα πέσει ο ουρανός στα κεφάλια μας.
Μια δεύτερη παθογένεια είναι ο
μικρομεγαλισμός και η έλλειψη της δυνατότητάς μας να καταλάβουμε την ιστορική
προοπτική και τους συσχετισμούς. Αυτό οδηγεί συχνά σε ηθικολογικές προσεγγίσεις
(«Το δίκαιο των αιτημάτων μας»), με υπεροπτικούς τόνους («Να αντιληφθούν οι
ξένοι την πραγματική βάση του προβλήματος). Θεμελιώδης νόμος, όμως, της
κοινωνικής συνύπαρξης και του διαλόγου είναι να πιστώνεις τον απέναντί σου με
την ελάχιστη απαιτούμενη ικανότητα να αντιληφθεί όσα του λες. Εν τέλει, αν
επιζητείς τη δική του αναγνώριση και αποδοχή, αυτό προϋποθέτει ότι είναι
ισότιμός σου και ικανός να σου την παράσχει. Το παιχνίδι χάνεται όμως όταν
επιχειρείς από καθέδρας να του δείξεις τα αμπελοχώραφά του. Όπως κάνουν συχνά
μέλη της προσφιλούς ομάδας των νομικών (στην οποία, φευ, ανήκω) όταν
αποπειρώνται να εξηγήσουν το αληθινό περιεχόμενο του διεθνούς δικαίου και τον
σωστό τρόπο εφαρμογής του κεκτημένου στους ξένους συνομιλητές τους. Αστεία πράγματα
για σοβαρές υποθέσεις. Ακούγεται απλό, αλλά μάλλον δεν έχει γίνει ακόμα
κατανοητό: Το Κυπριακό δεν είναι ο λόγος ύπαρξης του διεθνούς δικαίου.
Η τρίτη, και δυνητικά πιο επικίνδυνη,
είναι ο μανιχαϊστικός τρόπος ανάλυσης. Ο κόσμος διαιρείται σε καλούς και
κακούς, σε συμμάχους και εχθρούς, σε άσπρο και μαύρο. Από το μεγάλο καλάθι των
παραδειγμάτων, ανασύρω τον πολιτικό έρωτα με το Ισραήλ και τις ονειρώξεις για
τη δημιουργία ενός τόξου συμμαχίας στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Κι
επίσης, η κατανόηση της κοινωνίας μας μέσα από απόλυτους όρους και ακραία
δίπολα όπως «απορριπτικός-ενδοτικός», «λυσοφοβικός-νενέκος»,
«φουστανελάς-τουρκοπροσκυνημένος». Αυτή η κοινωνία δεν έχει μετριοπαθείς
ανθρώπους, που να εντάσσονται στο ενδιάμεσο αυτών των σημείων. Και πέρα από
αυτό, κάνοντας μια παύση στην ένταση που συνοδεύει τους χαρακτηρισμούς, πιστεύω
ότι αυτού του είδους οι αψιμαχίες δεν αφορούν κανέναν άλλον εκτός από τους
λίγους που τις παρακολουθούν και τους ακόμα λιγότερους που τις διεξάγουν. Με
ζώνει η υποψία ότι όλο αυτό το σκηνικό που παρακολουθεί κανείς στις ειδήσεις
των 8 και στο διαδίκτυο περιέχει και ένα φορτίο ματαιότητας. Ειρωνικά, την ίδια
στιγμή μας πνίγει και η αίσθηση του περισπούδαστου και σημαντικού για όσα
συμβαίνουν στο νησί μας, καθώς ο κόσμος εκεί έξω φλέγεται.
Και η τέταρτη, ως άθροισμα των
προηγούμενων, είναι η σχιζοφρενική στάση απέναντι στους τρίτους, τους ξένους,
τη διεθνή κοινότητα. Από τη μια επιζητούμε τη δική τους συμβολή, παρέμβαση,
μεσολάβηση και από την άλλη εύκολα προσχωρούμε στη μανία καταδίωξης, αφού όλοι
θέλουν να μας αφανίσουν, να μας ξεγελάσουν. Ωστόσο, όταν οι ευθύνες αποδίδονται
πάντα αλλού, όταν αναλαμβάνουμε αυτόβουλα τον ρόλο του πτωχού πλην τίμιου που
περιφέρει το δίκαιό του ενώπιον ισχυροτέρων και όταν πρόθυμα εκχωρούμε τη
δυνατότητά μας να σκεφτόμαστε έναντι βολικών θεωριών συνωμοσίας, τότε μάλλον
δεν πρέπει να αναρωτιόμαστε για το κακό το ριζικό μας...