27 Μαρτίου 2016

Υπνοβάτες



Το προσφυγικό ήρθε και έφυγε από την καθημερινή ειδησεογραφία σαν κομήτης. Η ένταση των προηγούμενων ημερών, με τις αλλεπάλληλες ενημερώσεις και updates, έχει υποχωρήσει. Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι το ζήτημα έχει κλείσει πια και ότι ο ποικιλώνυμος κίνδυνος έχει αποσοβηθεί. Η συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία αν και προβληματική σε διάφορα επίπεδα, εντούτοις παρουσιάστηκε ως μια ρεαλιστική απάντηση απέναντι στις δυσμενείς περιστάσεις της πραγματικότητας. Το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με διλημματικού χαρακτήρα δημόσιο λόγο και η τελική έκβαση, με τη συμφωνία ανάμεσα στα μέρη, πήρε διαστάσεις λυτρωμού.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι οι τρέχουσες περιστάσεις συνιστούν μια εξαιρετικού χαρακτήρα κρίση – για τη Συρία, τα γειτονικά της κράτη, την Ευρώπη. Αλλά κυρίως για τους ανθρώπους που αναζητούν με τη μαζική τους έξοδο τη σωτηρία σε χώρες με σταθερότητα, ειρήνη και ευημερία. Η ευρωπαϊκή αντίδραση δεν τιμά τις πολιτικές ηγεσίες μας, αφού αντί της συνολικής πολιτικής αντιμετώπισης επέλεξε απλώς να πετάξει ένα σκασμό λεφτά και να αναθέσει τη βρώμικη δουλειά σε ένα τρίτο. Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση της Τουρκίας, με το βεβαρυμένο μητρώο παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αντικειμενικά ανήμπορης να διαχειριστεί διοικητικά τη ροή προσφύγων, αποτελεί μια ομολογία αδυναμίας και απροθυμίας της ΕΕ να ανταποκριθεί στα πολιτικά και ηθικά της θεμέλια.
Στην ουσία, η Τουρκία μετατρέπεται σε μια χωματερή ανθρώπων και η ΕΕ (πιστεύει ότι) διατηρεί τις συνθήκες ασφάλειας, τάξης και ευημερίας στο εσωτερικό της. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι ότι η άνοδος των εθνικισμών, η παρατεταμένη οικονομική κρίση και η ευκολία αποδέσμευσης από νομικούς κανόνες μας μετατρέπουν σε υπνοβάτες που βαδίζουν κατευθείαν στον κίνδυνο. Κι αυτό γιατί η συμφωνία συνομολογήθηκε με βάση την αναγκαιότητα, παραγνωρίζοντας τους κανόνες του προσφυγικού δικαίου και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Τι άλλο να σκεφτεί κανείς βλέποντας τον κανόνα του έναν προς έναν να καταγράφεται σε ένα τέτοιο κείμενο; Απέναντι στον «πολιτικό ρεαλισμό» της συμφωνίας, ας αντιτάξουμε μία προβλεψη: ότι αυτή θα χρειαστεί σοβαρή αναθεώρηση εντός του 2016, αφού οι συμβαλλόμενοι αδυνατούν να ανταποκριθούν σε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Οι προβλεπόμενοι αριθμοί είναι εξαιρετικά χαμηλοί και η ικανότητα των κύριων εμπλεκόμενων κρατών, Ελλάδας και Τουρκίας, να υλοποιήσουν τις υποχρεώσεις κρίνεται ανεπαρκής. Μπορεί με τη συμφωνία η ΕΕ να επέλεξε να αγνοήσει την πραγματικότητα, αλλά ας είμαστε βέβαιοι ότι η πραγματικότητα δεν θα την αγνοήσει επ’ ουδενί.
Παράπλευρο ζήτημα σε όλα αυτά ήταν το Κυπριακό και το ζήτημα του ανοίγματος των κεφαλαίων. Η εκτίμηση μου ήταν ότι δεν υπήρξε σοβαρή ή έστω συνεπής πίεση προς την πλευρά μας για την άρση του βέτο. Η αίσθηση ευφορίας που επακολούθησε και η ανάλυση που θέλει την Τουρκία να βρίσκει το Κυπριακό μπροστά της στην ενταξιακή πορεία της δεν δικαιολογείται. Η προσωπική αίσθηση μου είναι ότι το ζήτημα δεν έκλεισε οριστικά και ότι η μελλοντική αναθεώρηση της συμφωνίας θα  δημιουργήσει πραγματικά ασφυκτικότερους όρους για την πλευρά μας. Από την άλλη, δεν πιστεύω ότι η Τουρκία θέτει αυτή τη στιγμή ψηλά στην πολιτική της ατζέντα την ενταξιακή πορεία της, αλλά ούτε και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι έτοιμες να ακούσουν για την επανεκκίνηση της. Η εκτίμηση αυτή εξηγεί τον ψηλό πήχη των απαιτήσεων της και την ταχύτητα αποδοχής της ευρωπαϊκής αντιπρότασης. Ας μην έχουμε αμφιβολία και για το εξής: ότι η Τουρκία θα προβάλει στο μέλλον τις απαιτήσεις της με τον ίδιο τρόπο όπως έπραξε και σε αυτή την περίσταση και ότι ένα ενδεχόμενο μιας ειδικής σχέσης ΕΕ-Βρετανίας θα καταστήσει το σενάριο μιας αντίστοιχης σχέσης πιο επιθυμητό και, σίγουρα πιο εφικτό για όλους. Στο ενδεχόμενο αυτό, η διασύνδεση Κυπριακού – ενταξιακής πορείας θα αποτελέσει μια ενδιαφέρουσα υποσημείωση σε συγγράμματα διεθνών σχέσεων και η «ομαλοποίηση» των σχέσεων μας μαζί της την απόλυτη δικαίωση κάθε διχοτομικού.

20 Μαρτίου 2016

Τρόμος




Διαπίστωση: η σύνθεση της απερχόμενης Βουλής είναι μία από τις χειρότερες που έχει να επιδείξει η κοινοβουλευτική ιστορία του δύσμοιρου τόπου μας. Σεξισμός, νταηλίκι, αρχοντοχωριατισμός, αμάθεια και ημιμάθεια, ομοφοβία, ανοησία, επιδεικτική αγνόηση του νόμου και άλλα καλά χαρακτήρισαν την τρέχουσα περίοδο. Για όσους είχαν την ατυχία να παρακολουθήσουν τις εργασίες των κοινοβουλευτικών επιτροπών, το θέαμα του κυλικειάρχη που σερβίρει με προσοχή τα «νέσκαφε, μισό-μισό, με λίον ζάχαρι» και εναποθέτει τα παξιμάδια, ευλαβικά τυλιγμένα σε ημιδιαφανείς χαρτοπετσέτες, δεν είναι ξένο.

Η λειτουργία της Βουλής υπό τη μορφή καφενείου επαρχιακής κωμόπολης, όπου παρεμπιπτόντως ψηφίζονται και μερικές νομοθεσίες, αποτελεί την καταβαράθρωση των στοιχειωδών προσδοκιών και απαιτήσεων που θα αναμένονταν από τη νομοθετική εξουσία μιας χώρας. Ως πολίτη και ως νομικό, με ντροπιάζει. Κι ας μην ξεχνάμε: το γκροτέσκο θέαμα της καθημερινής λειτουργίας της αντικατοπτρίζει και την πιο κρίσιμη στιγμή των ψηφοφοριών στην περίοδο μετά το κούρεμα.

Οι εκλογές δεν προβλέπεται να αλλάξουν αυτή τη βαθιά εμπεδωμένη λειτουργία. Το πολιτικό σύστημα έχει βρει τον τρόπο να παράγει νέα στελέχη, που με τη σειρά τους αναπαράγουν συμπεριφορές και στάσεις. Υποψιάζομαι ότι σε αυτά αποτυπώνεται ένα, μάλλον πλειοψηφικό, μέρος του εκλογικού σώματος: εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω.

            Ένας επιπλέον λόγος που η μελαγχολική εικόνα δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει είναι και τα πρώτα δείγματα της πολιτικής εκστρατείας. Το περιεχόμενο των οπτικογραφημένων μηνυμάτων τους προδίδουν ανθρώπους που μάλλον έχουν μπερδέψει τις πολιτειακές εκλογές με την εκλογή προέδρου στη Β΄ Γυμνασίου. Συχνά πρόκειται για προϊόντα του κομματικού σωλήνα που διδάχθηκαν τη μαγική ικανότητα να μιλούν χωρίς να λένε τίποτα και που δείχνουν να πιστεύουν ότι όλοι εμείς περίπου τους χρωστάμε την πολιτική είσοδο στη Βουλή και την κοινωνική άνοδο γενικά. Είναι η γενιά Υ, που τη μεγάλωσαν λέγοντάς της ότι μπορεί να γίνει ό,τι θέλει, αρκεί να το θελήσει. Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να καταλογίσουμε στους γονείς και το περιβάλλον τους όλον αυτόν τον ναρκισσισμό και τη χορωδία της χιπστερικής κενότητας που ξεχύνεται από τις οθόνες της τηλεόρασης και του υπολογιστή μας.

Από δίπλα έρχονται τα κλισεδάκια και τα σιγουράκια: ανανέωση, αλλαγή, ανατροπή, κατεστημένο, ανανέωση, νέα φωνή, ξεκίνημα, τέλος και λοιπά – οι υποψήφιοι δεν χάνουν ευκαιρία να ξεσκονίσουν τις πιο προβλέψιμες και αναμενόμενες ατάκες. Η αλλαγή μοιάζει με ένα σταθερό ραντεβού στην εκλογική ιστορία του τόπου, στο οποίο όμως πάντα κάποιος δεν προσέρχεται στην ώρα του: άλλοτε είναι ο υποψήφιος, άλλοτε η συγκυρία, άλλοτε ο ψηφοφόρος. Κι έτσι, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση υποκείμεθα, ως ψηφοφόροι, στον ίδιο βασανισμό του ακουστικού μας πόρου.

Ποιο είναι το πρόβλημα, λοιπόν, της μικρής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μας; Ας αποφύγω τα κλισέ: δεν φταίει η παιδεία, η σιωπή των ανθρώπων του πνεύματος και η απόσυρση των αξιότερων. Επίσης, δεν θα ήθελα να παραλείψω να αναφέρω ότι δεν φταίνε οι θεσμοί, οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες. Φταίνε οι άνθρωποι, η συστέγαση οικονομικών συμφερόντων και πολιτικού προσωπικού, η προθυμία ανταπόκρισης στην κλήση των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, ο μέσος ηλίθιος συμπολίτης που στέλνει στη Βουλή τον όμοιό του, η υποκατάσταση της δημοκρατικής διαδικασίας από την κομματική επετηρίδα. Φταίνε και άλλα, αλλά αυτό που έχει περισσότερη σημασία τώρα είναι η προσφυής κατακλείδα του Kurt Vonnegut: «Ο πραγματικός τρόμος είναι να ξυπνήσεις ένα πρωί και να ανακαλύψεις ότι οι συμμαθητές σου από το Γυμνάσιο κυβερνάνε τη χώρα».






6 Μαρτίου 2016

Όπως τα βλέπω




Ακουμπάω στον τοίχο και ρουφάω λίγο από το ginn tonic. Η μουσική είναι ωραία, ο κόσμος τόσο-όσο. Είναι Παρασκευή βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα και όσοι εργάστηκαν κι αυτή τη βδομάδα δεδικαίωνται. «Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» Είναι από αυτές τις στιγμές που όλες οι απαντήσεις συνωστίζονται στην έξοδο και εσύ πρέπει να διαλέξεις μία. Αλλά είσαι λίγο ψείρης, προσπαθείς να είσαι δίκαιος, δεν θες να λες βλακείες - αναπόφευκτα διστάζεις. Κι έτσι πρέπει να διαλέξεις. Όλο αυτά σε 1-2 δευτερόλεπτα κι αφού παραμερίσεις ό,τι σε (συ)σκοτίζει. Οι αόριστες ερωτήσεις επιδέχονται αντίστοιχες απαντήσεις. Όπως κι αν το πάρεις θα είσαι μέσα – ή τελείως εκτός θέματος. Υποψιάζομαι ότι η ερώτηση πάει για το Κυπριακό. Ίσως και για την τρέχουσα επικαιρότητα. Κοντοστέκομαι για να ανασυντάξω όσα θέλω να πω. Συνειδητοποιώ ότι μες στη ροή των ημερών δεν είχα καιρό για να δω τριγύρω. Θα ήθελα να αφήσω αισιόδοξα ρήματα στον αέρα, αλλά κάτι με μαγκώνει. Τελικά, αποφασίζω: «Θα ‘θελα να τελειώναμε, επιτέλους. Να μπορέσουμε, επιτέλους, να κουβεντιάσουμε και για κάτι άλλο». Διαλέγω, λοιπόν, λευτεριά και απελευθέρωση για τα μυαλά μας. Με το κλείσιμο αυτής της παρατραβηγμένης και κακόγουστης ιστορίας που ονομάζεται Κυπριακό, να έρθει και αυτή η αλλαγή. Για να σταματήσουμε να μιλάμε με τις ίδιες 200 λέξεις που συγκροτούν το καθημερινό δελτίο ειδήσεων. Λευτεριά από τους ειδήμονες και μη, τις εξωτερικές και εσωτερικές πτυχές, τη βιώσιμη και λειτουργική λύση, τον ΟΗΕ και όλους τους παρατρεχάμενους που έρχονται εδώ για να θαυμάσουν από κοντά τους περίεργους ιθαγενείς, τα παραδείσια πουλιά και την εξωτική τους άρνηση να ρίξουν μια ματιά στη γεωγραφία. Για να μπορέσουμε να ασχοληθούμε και με άλλα πράγματα, επιτέλους. Η μόνη αμφιβολία που έχω είναι αν το κλείσιμο, με οποιοδήποτε τρόπο, θα έχει αυτή τη συνέπεια. Μια λύση, ναι. Αλλά το ενδεχόμενο η παρούσα διαδικασία να κλείσει με αποτυχία και να ανοίξει τον δρόμο για την επισημοποίηση της χωριστής ύπαρξης, ίσως να μην έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Και αντιθέτως, να βρεθούμε απέναντι σε μια όξυνση της σημερινής κατάστασης, με στροφή σε πιο σκληρές και νομιμοποιημένες στη συνείδηση του κόσμο ακραίες μορφές πολιτικής έκφρασης. Ιδανικές συνθήκες, δηλαδή, για να πάμε μια και καλή στα σπίτια μας, όσοι πιστέψαμε στη λύση και στη ρήξη με το παρελθόν και να ασχοληθούμε με τον μικρόκοσμό μας. Προς το παρόν, είναι περασμένα μεσάνυχτα και το ποτό μου τελείωσε, μαζί τις απαντήσεις.