10 Απριλίου 2016

(Πολύ) δεξιοί, (κυρίως) αδέξιοι




Η φαρσοκωμωδία που παίχτηκε τις προηγούμενες ημέρες στον ΔΗΣΥ, πέρα από εξόχως διασκεδαστική, ήταν και διδακτική. Μας έμαθε, ή καλύτερα μας επιβεβαίωσε την κυπριακή εκδοχή του να θέτεις κανόνες και μετά να ανατρέπεις το αποτέλεσμά τους, αν αυτό δεν σε βολεύει. Ακόμα κι αν η εσωκομματική διαδικασία μας είναι ξένη ή αδιάφορη, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι αν η εξουσία εξυπηρετείται από μια συγκεκριμένη εκδοχή, δεν θα διστάσει να την επιβάλει. Παραμένει άγνωστο αν οι μέθοδοι τις οποίες μετήλθε η πολιτική ελίτ σε αυτή την περίπτωση ήταν αυτές του φιλότιμου, της πίεσης ή της απειλής. Ενδεχομένως να είναι και αδιάφορο, δεδομένης της κατάληξης. Ωστόσο, το περιεχόμενο του μαθήματος παραμένει αυτό του εκμαυλισμού της συνείδησης και για τον λόγο αυτό πιστεύω πως ό,τι συνέβη τις περασμένες μέρες μας αφορά επειδή ακριβώς προοιωνίζεται έναν τρόπο διακυβέρνησης, όταν έρθει ο καιρός...
Το δεύτερο ζήτημα είναι οι ισχνές αντιδράσεις απέναντι στα γεγονότα. Από τη μια όσοι βρήκαν τη μιλιά τους μετά από τέσσερις ώρες συνεδρίαση, καλώς είπαν όσα είπαν. Αλλά αγνοούν ή υποτιμούν ότι η πολιτική συμμετοχή τους σε αυτές τις διεργασίες νομιμοποιεί την εφαρμογή των ίδιων μεθόδων και σε αυτούς κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν δεν θα είναι αρεστοί, χρήσιμοι ή βολικοί στους διοικούντες. Με άλλα λόγια, μπορούν ήδη από τώρα να φανταστούν τους εαυτούς τους ως τα μελλοντικά θύματα μιας αντίστοιχης συμπεριφοράς από ορισμένους ανθρώπους που δεν φαίνεται να έχουν δισταγμούς, φραγμούς ή στοιχειώδεις εσωτερικές αντιστάσεις, που συναντά κανείς σε ανθρώπους.
Απέναντι στην πιο πάνω αντίδραση, η δικαιολογία και οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν από την πολιτική ιεραρχία ήταν ότι οι διαμαρτυρόμενοι είχαν κάθε ευκαιρία να ενστούν ενώπιον των συλλογικών οργάνων, σύμφωνα με τις νενομισμένες διαδικασίες και ότι η παράλειψή τους να το πράξουν απονομιμοποιούσε κάθε μεταγενέστερη κριτική. Είναι η γνωστή θεωρία της δημοκρατίας των τεσσάρων ωρών, στην οποία η ελευθερία του λόγου απόλλυται διά παντός μετά την παρέλευση του χρόνου. Πέρα από την ειρωνεία, η θέση αυτή δεν αντέχει στη βάσανο της κριτικής και της λογικής και αποφεύγει να απαντήσει στην ουσία του ζητήματος.
Το πιο σημαντικό όμως ζήτημα είναι παράπλευρο: γιατί να θέλει σήμερα κάποιος να γίνει βουλευτής; Ή διατυπωμένο από την ανάποδη: γιατί να ψηφίσει κανείς κάποιον για βουλευτή; Αφορμή για τα ερωτήματα αυτά στάθηκε μια ανάρτηση του φίλου Ν.Κ. στο διαδίκτυο, όπου δικαίως ρωτά με τη σειρά του τους υποψηφίους ποια θεωρούν πως είναι τα καταλληλότερα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει κάποιος για να είναι πετυχημένος στην εργασία του βουλευτή, αναφερόμενος σε χαρακτηριστικά προσωπικότητας, γνώσεις, δεξιότητες, εκπαίδευση και προηγούμενη εμπειρία.
Κι επίσης, πώς η δική τους προσωπικότητα, δεξιότητες, γνώσεις, εκπαίδευση, και προηγούμενη εμπειρία, τους κάνουν κατάλληλους για τη συγκεκριμένη θέση. Επί τούτων ίσως να έχω κι εγώ μερικές σκέψεις, αλλά επιφυλάσσομαι για την άλλη Κυριακή.


3 Απριλίου 2016

Χυδαιότητα και νεοφιλελευθερισμός




Οι πρόσφατες απεργίες και οι δημόσιες αντιδράσεις που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν για ακόμα μία φορά ότι αυτό που ονομάζουμε «δημόσιος διάλογος» ούτε δημόσιος είναι, και κυρίως, ούτε διάλογος. Η χρονική συγκυρία ήρθε γάντι στους κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού και του «ορθολογισμού», αφού κατάφεραν να στρέψουν ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας εναντίον ορισμένων επαγγελματικών ομάδων. Δεν είναι η πρώτη φορά – θυμηθείτε στους πρώτους μήνες της εφαρμογής του μνημονίου την αντίστοιχη πρόκληση εσωτερικής αντιπαλότητας στο ίδιο το σώμα της κοινωνίας, που έφθασε στα όρια της καλλιέργειας εχθρότητας απέναντι στους δημόσιους υπαλλήλους. Η επίκληση του ορθολογισμού και της σύνεσης στη μεταμνημονιακή εποχή είναι τα επιχειρήματα που κυκλοφόρησαν ευρέως για να οδηγήσουν τον συλλογισμό στο αμέσως επόμενο βήμα: αυτό της ρύθμισης και απαγόρευσης της απεργίας σε ουσιώδεις υπηρεσίες.

Είναι αλήθεια ότι τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των εργαζομένων στην Κύπρο (και στην Ευρώπη) υφίστανται μια δραστική μείωση και περιορισμό τα τελευταία χρόνια. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και περιφερειακές απόπειρες αντίδρασης είναι περιορισμένες σε αριθμό και εμβέλεια, με αποτέλεσμα τη συνεχή εκχώρηση παλαιότερων κατακτήσεων. Στο όνομα της ανάπτυξης, της εξόδου από την κρίση, της ευημερίας των αριθμών επιβάλλονται βάναυσες, α λα κούρεμα, λύσεις και μέτρα με εξαιρετικά υψηλό κοινωνικό κόστος – μια ματιά στον ευρωπαϊκό Νότο αρκεί. Η πολιτική του εκσυγχρονισμού και των μεταρρυθμίσεων είναι, βεβαίως, προσχηματική, αφού στο όνομά της εφαρμόζονται σκληρά οικονομικά μέτρα.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση νιώθει κανείς απελπιστικά μόνος και ανήμπορος, αφού η συλλογική δράση φαίνεται δύσκολο να οργανωθεί και αδύνατο να φέρει αποτελέσματα. Μένει όμως ένα πεδίο το οποίο παραμένει ελεύθερο – κι αυτό είναι οι πεποιθήσεις και ο έσω κόσμος μας. Με άλλα λόγια, οι νομοθέτες και οι κυβερνώντες μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους και εν τέλει να τα πάρουν όλα. Τη συνείδησή μας, όμως, όχι. Αυτή θα πρέπει να την εκχωρήσει αυτόβουλα κάποιος, να παραδοθεί, δηλαδή, στη θέση ότι η διαρκής κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα δικαιολογεί τη διαδοχική λήψη εξαιρετικών μέτρων που δεν θα επιτρέπουν τις αυθαιρεσίες και τις ετσιθελικές συμπεριφορές επαγγελματικών ομάδων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Με αυτού του είδους τον εκσυγχρονιστικό και χυδαίο πατερναλισμό επιστρέφει η συζήτηση στην απαγόρευση της απεργίας σε ουσιώδεις υπηρεσίες. Μπορεί να είναι επουσιώδες απέναντι στο τσουνάμι που έρχεται, αλλά αξίζει να αναφερθεί ότι το έρμο Σύνταγμά μας έχει κάτι να πει επί τούτου στο άρθρο 27: «Το δικαίωμα του απεργείν αναγνωρίζεται και η άσκησις τούτου δύναται να ρυθμισθή υπό του νόμου προς τον σκοπόν μόνον της προστασίας της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της διατηρήσεως των εφοδίων και υπηρεσιών των απαραιτήτων διά την ζωήν του λαού ή της προστασίας των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις οιονδήποτε πρόσωπον δικαιωμάτων και ελευθεριών». Συνεπώς, το δικαίωμα στην απεργία δεν δύναται να απαγορευθεί, αλλά μόνο να ρυθμιστεί. Και μάλιστα μόνο με συσταλτικά ερμηνευόμενους περιορισμούς, κι όχι προς επιδίωξη συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής. Ψιλά γράμματα, θα μου πείτε, για όσους έχουν πειστεί από την αντανάκλασή τους στον καθρέφτη...
Η διάχυση της οικονομικής πειθαρχίας παράγει διαδοχικές συνέπειες, αφού στην απαγόρευση των απεργιών θα πρέπει να προσμετρήσουμε το ποσοστό της ανεργίας, την απόσυρση μιας ολόκληρης γενιάς στα προγράμματα της ΑνΑΔ, το ψαλίδισμα των παροχών στον τομέα της υγείας, την υπονόμευση της δημόσιας υπηρεσίας, την ιδιωτικοποίηση προσοδοφόρων δημοσίων οργανισμών, την εξύμνηση της αποδοτικότητας του ιδιωτικού τομέα μέσω της εξαθλίωσης των άνευ ωραρίων εργαζομένων σε αυτόν και της αχρήστευσης της εργατικής νομοθεσίας. Όλα αυτά δεν είναι τυχαία, ούτε οφείλονται στο κακό το ριζικό μας. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα συνειδητών πολιτικών επιλογών.

Δεν βρίσκω καλύτερη κατακλείδα σε ένα τέτοιο κείμενο από ένα ποίημα του Μπρεχτ:

«Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα ’ρθουν»