Η φαρσοκωμωδία
που παίχτηκε τις προηγούμενες ημέρες στον ΔΗΣΥ, πέρα από εξόχως διασκεδαστική,
ήταν και διδακτική. Μας έμαθε, ή καλύτερα μας επιβεβαίωσε την κυπριακή εκδοχή
του να θέτεις κανόνες και μετά να ανατρέπεις το αποτέλεσμά τους, αν αυτό δεν σε
βολεύει. Ακόμα κι αν η εσωκομματική διαδικασία μας είναι ξένη ή αδιάφορη, το
μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι αν η εξουσία εξυπηρετείται από μια συγκεκριμένη
εκδοχή, δεν θα διστάσει να την επιβάλει. Παραμένει άγνωστο αν οι μέθοδοι τις
οποίες μετήλθε η πολιτική ελίτ σε αυτή την περίπτωση ήταν αυτές του φιλότιμου,
της πίεσης ή της απειλής. Ενδεχομένως να είναι και αδιάφορο, δεδομένης της
κατάληξης. Ωστόσο, το περιεχόμενο του μαθήματος παραμένει αυτό του εκμαυλισμού
της συνείδησης και για τον λόγο αυτό πιστεύω πως ό,τι συνέβη τις περασμένες
μέρες μας αφορά επειδή ακριβώς προοιωνίζεται έναν τρόπο διακυβέρνησης, όταν
έρθει ο καιρός...
Το δεύτερο
ζήτημα είναι οι ισχνές αντιδράσεις απέναντι στα γεγονότα. Από τη μια όσοι
βρήκαν τη μιλιά τους μετά από τέσσερις ώρες συνεδρίαση, καλώς είπαν όσα είπαν.
Αλλά αγνοούν ή υποτιμούν ότι η πολιτική συμμετοχή τους σε αυτές τις διεργασίες
νομιμοποιεί την εφαρμογή των ίδιων μεθόδων και σε αυτούς κάποια στιγμή στο
μέλλον, όταν δεν θα είναι αρεστοί, χρήσιμοι ή βολικοί στους διοικούντες. Με
άλλα λόγια, μπορούν ήδη από τώρα να φανταστούν τους εαυτούς τους ως τα
μελλοντικά θύματα μιας αντίστοιχης συμπεριφοράς από ορισμένους ανθρώπους που
δεν φαίνεται να έχουν δισταγμούς, φραγμούς ή στοιχειώδεις εσωτερικές αντιστάσεις,
που συναντά κανείς σε ανθρώπους.
Απέναντι στην
πιο πάνω αντίδραση, η δικαιολογία και οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν από την
πολιτική ιεραρχία ήταν ότι οι διαμαρτυρόμενοι είχαν κάθε ευκαιρία να ενστούν
ενώπιον των συλλογικών οργάνων, σύμφωνα με τις νενομισμένες διαδικασίες και ότι
η παράλειψή τους να το πράξουν απονομιμοποιούσε κάθε μεταγενέστερη κριτική.
Είναι η γνωστή θεωρία της δημοκρατίας των τεσσάρων ωρών, στην οποία η ελευθερία
του λόγου απόλλυται διά παντός μετά την παρέλευση του χρόνου. Πέρα από την
ειρωνεία, η θέση αυτή δεν αντέχει στη βάσανο της κριτικής και της λογικής και
αποφεύγει να απαντήσει στην ουσία του ζητήματος.
Το πιο σημαντικό
όμως ζήτημα είναι παράπλευρο: γιατί να θέλει σήμερα κάποιος να γίνει βουλευτής;
Ή διατυπωμένο από την ανάποδη: γιατί να ψηφίσει κανείς κάποιον για βουλευτή;
Αφορμή για τα ερωτήματα αυτά στάθηκε μια ανάρτηση του φίλου Ν.Κ. στο διαδίκτυο,
όπου δικαίως ρωτά με τη σειρά του τους υποψηφίους ποια θεωρούν πως είναι τα
καταλληλότερα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει κάποιος για να είναι
πετυχημένος στην εργασία του βουλευτή, αναφερόμενος σε χαρακτηριστικά
προσωπικότητας, γνώσεις, δεξιότητες, εκπαίδευση και προηγούμενη εμπειρία.
Κι επίσης, πώς η δική τους προσωπικότητα, δεξιότητες, γνώσεις, εκπαίδευση, και προηγούμενη εμπειρία, τους κάνουν κατάλληλους για τη συγκεκριμένη θέση. Επί τούτων ίσως να έχω κι εγώ μερικές σκέψεις, αλλά επιφυλάσσομαι για την άλλη Κυριακή.
Κι επίσης, πώς η δική τους προσωπικότητα, δεξιότητες, γνώσεις, εκπαίδευση, και προηγούμενη εμπειρία, τους κάνουν κατάλληλους για τη συγκεκριμένη θέση. Επί τούτων ίσως να έχω κι εγώ μερικές σκέψεις, αλλά επιφυλάσσομαι για την άλλη Κυριακή.