Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε στην ημέρα των εκλογών, τόσο πιο πολύ
αναδεικνύεται η ματαιοδοξία και η κενότητα πολλών εκ των υποψηφίων. Ταυτόχρονα,
η πολιτική ατζέντα εξαντλείται σε κινήσεις εντυπωσιασμού και χαρακτηρίζεται από
απουσία νοήματος. Κι αυτό γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθιστούν την
έκθεση στη δημόσια σφαίρα και την προβολή στο κοινό ευκολότερη. Το ζήτημα είναι
ότι πολλοί συγχέουν την εκλογική διαδικασία με πρακτικές και προσεγγίσεις
τηλεοπτικού παιχνιδιού ή με σχολικές εκλογές. Κι έτσι βρισκόμαστε ενώπιον των
τόσων διαφημιστικών πινακίδων με τα χιλιοειπωμένα κλισέ των συνθημάτων: μαζί,
μπροστά, αρχή, ανανέωση, δυναμική. Το μήνυμα όλων αυτών είναι ότι δεν υπάρχει
μήνυμα και ότι με κάποιο τρόπο έπρεπε να γεμίσει το κενό στη γιγαντοαφίσα.
Από κοντά και τα άλλα δύο προβλήματα: η επίκληση της ηλικίας ως
καθοριστικού παράγοντα και ο λαϊκισμός της μάχης κατά του κατεστημένου.
Εξηγούμαι: για το μεν ζήτημα της ηλικίας το νεαρό της ηλικίας προβάλλεται ως
αυτόνομος και ικανοποιητικός λόγος για να μας ζητείται η ψήφος. Η βάση του
επιχειρήματος υποψιάζομαι ότι είναι οι γλυκανάλατες ανοησίες που γράφαμε στις
σχολικές εκθέσεις μας για την ανάγκη αντιπροσώπευσης των νέων, τη δυνατότητά
τους να φέρνουν νέες ιδέες και να αμφισβητούν την προηγούμενη γενιά. Όλα αυτά
είναι συμπαθητικές ανοησίες, αν ενταχθούν στο πλαίσιο της πολιτικής
πραγματικότητάς μας και στον τρόπο καταμερισμού της εξουσίας (και του χρήματος
στον τόπο μας).
Για δε το ζήτημα του λαϊκισμού, έχουμε κι εμείς εδώ σε αυτή τη μικρή
γωνιά του κόσμου το μερτικό μας από τον ανέξοδο καταγγελτικό λόγο. Το
κατεστημένο, όσοι έφαγαν, η ατιμωρησία, τα κυκλώματα και οι μίζες έχουν την
τιμητική τους στον πολιτικό λόγο όσων αποτελούν το «ακραίο κέντρο» του
πολιτικού μας βίου. Η ειρωνεία ότι σε αρκετές περιπτώσεις, οι ίδιοι οι τιμητές
και οι κήνσορες είναι δημιουργήματα του ίδιου του κατεστημένου που
καταγγέλλουν... Διευκρινίζω: δεν είμαι αφελής και μια ματιά στην ειδησεογραφία
των τελευταίων μηνών είναι αρκετή για να καταλάβει κανείς ότι ο κυπριακός μας στάβλος
θα πάρει καιρό για να καθαρίσει – αν ποτέ... Το ζήτημα είναι ότι οι καταγγελίες
με αντικείμενα, αλλά χωρίς υποκείμενα δεν σημαίνουν τίποτα. Και ότι η κύρια
ισχύς αντιμετώπισης αυτών των φαινομένων δεν είναι πρωταρχικά στη Βουλή, αλλά
σε άλλους ελεγκτικούς και εποπτικούς μηχανισμούς.
Συμπερασματικά, με τη συντριπτική πλειοψηφία των νομοθετημάτων να
έρχεται από την ΕΕ, την εκπληκτική ανικανότητα νομοθέτησης, όπως φάνηκε στην
τελευταία συνεδρία της Βουλής και την ιδιαιτερότητα της πολιτειακής λειτουργίας
που ευνοεί την εκτελεστική εξουσία, το να είναι κανείς σήμερα βουλευτής δεν
συνεπάγεται τη δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης. Αν κάτι μπορεί να προσφέρει,
είναι η διαμόρφωση πολιτικής κουλτούρας, η ανάδειξη ζητημάτων στον κοινωνικό
διάλογο και η υπευθυνότητα στη λειτουργία ως θεσμικού αντιβάρου. Προϋπόθεση για
όλα αυτά: σοβαρότητα, επιστημοσύνη, ακεραιότητα. Μια ματιά στις λίστες
υποψηφίων με κάνει απαισιόδοξο...