Ήταν Δευτέρα, ήταν και Μάης, ήταν και το σκηνικό, στο δημοτικό κήπο της
Λευκωσίας, που είχα να πάω από παιδί. Η νύχτα υποσχόταν, όπως ακριβώς και το
χέρι που με τράβηξε εκεί. Φωνές χαμηλές, πρόσωπα οικεία της πόλης μου, ένα θρόϊσμα
από τις φυλλωσιές (ή μήπως ήταν το ρίγος από τη συγκίνηση της ψυχής για όλα τα
θαυμαστά που ζύγωναν;). Σιωπή κι ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη, να έρχεται σε μας,
τελευταία σειρά, πίσω-πίσω, όπως ορμήνεψε εκείνη. Ο λόγος του ποιητή, λοιπόν,
αδιαμεσολάβητος, χωρίς σχόλια, χωρίς ερμηνείες, ακκισμούς και τοποθετήσεις. Με
νεύρο, πείσμα και αυθεντικότητα, ένας ομότεχνος του ποιητή, ανέγνωσε “Τα
Δημόσια και τα Ιδιωτικά”. Ένα δοκίμιο του Ελύτη, που παραμένει άγνωστο στους
πολλούς, σίγουρα μέχρι πρότινος στον υπογράφοντα, θαμμένο κάτω από τον
καθωσπρεπισμό που μας επιβάλει η εκφορά τέτοιων ονομάτων και η εύκολη ανάκληση
των πιο γνωστών του έργων.
Όλα αυτά τα σπείραμε και τα θερίσαμε σε μισή περίπου ώρα, που φάνηκε σαν
αιωνιότητα, στο Φυτώριο Εικαστικής Καλλιέργειας - το παλιό φυτώριο του
δημοτικού κήπου, που παραμένει παραδόξως terra incognita, σαν καρδιά αγαπημένου
παππού στην παλιά Λευκωσία, σαν ένας μικρός παράδεισος στο κέντρο μιας
πληγωμένης πόλης. Για το κείμενο, ας μου επιτραπεί να συνταχθώ με αυτούς που
θέλησαν μόνο την ανάγνωσή του, δίχως θεωρητικές προσεγγίσεις ή ελλειματική
προσοχή. Γιατί όπως αναφέρεται και στο σύντομο σημείωμα της εκδήλωσης “το να
“εξηγούμε” ή να “μεταφράζουμε” το λόγο του Ποιητή είναι η συνήθεια που μας
οδηγεί στη μίζερη εγκαθίδρυση της απομάκρυνσης από το ανθρώπινο ή θεϊκό
στοιχείο της ύπαρξης μας και συνέχειας του είδους σε εξελιγμένη μορφή”. Νά,
όμως, τι ξεχώρισα για τους δικούς μας καιρούς, με την ευχή να ανακαλύψουν κι
άλλοι το δοκίμιο:
«Ω, να
μπορούσανε, λέει και τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν μια δημόσια ζωή με
νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και
μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας
απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες τών συμφερόντων, για να βγουν έστω και
λίγα γραμμάρια ομορφιάς. Να έπαιρνε πότε πότε η συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις
προεκτάσεις που παίρνει ενα δάκρυ όταν διαθλά τις αθλιότητες όλες κι απομένει
να λάμπει σαν μονόπετρο. Κοντολογίς, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη
μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις
μέρες μας, αλλά άπ' το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και κάτω από τις πιο
δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το
πιό ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι όλα τους αποπνέανε μιαν
αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων. Τί σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής
που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μια τέτοιου είδους
αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ' ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα
της χώρας πολίτευμα; Όπου το κοινόν αίσθημα να συμπίπτει με κείνο τών αρίστων.
Τι έγινε η φύση που μαντεύουμε αλλά δεν τη βλέπουμε; Ο αέρας που ακούμε αλλά
δεν τον εισπνέουμε;».
Ο Νικόλας Κυριάκου έχει μια παλάμη διάφανη κι ορθή
καρδιά.