Καλωσήρθατε στον τόπο που οι χρονιές αλλάζουνε,
μόνο και μόνο για να ξημερώσει ξανά 1963. Όχι, δεν σφαζόμαστε (πια), όχι δεν
έχουμε καταυλισμούς, ούτε θύλακες, μήτε θαμμένους σε πηγάδια, ούτε καν
εκτελεσμένους με μια σφαίρα στο κεφάλι. Είχαμε στο όχι και τόσο μακρινό
παρελθόν, αλλά το θάψαμε κι αυτό μαζί με σορούς και σωρούς ενοχών. Απορώ για
ποιο πράγμα δολοφονήθηκαν αυτοί οι άνθρωποι, αν τα παχιά λόγια τούς τρέφουν
στον παράδεισο, αν υποθέσουμε ότι κάτι ακολουθεί το μάταιο πέρασμά μας από αυτή
τη γη και ποια σκέψη να συντρόφευε την πίκρα των δικών τους για όλους αυτούς
τους άδικους θανάτους. Αναρωτιέμαι ποια σκέψη, ενσυναίσθηση, συνείδηση οδηγεί
κάθε Κυριακή τον κάθε πολιτικάντη να εκφωνεί θούριους, επικήδειους, ομιλίες
αναγνωρίζοντας τη θυσία, την προσφορά, το έπος του τάδε, του δείνα, του άλλου.
Δεν βαρεθήκατε; Δεν ντραπήκατε ποτέ;
Συγχαρητήρια: φτιάξατε μια κοινωνία φοβισμένων.
Που η κουλτούρα της είναι η λατρεία του θανάτου. Που παράγει διαρκώς ήρωες,
εθνικόφρονα σωματεία και σημαιάκια. Μια κοινωνία υποταγμένων και υποτακτικών,
«μάλιστα κύριε», «όπως αγαπάτε, κύριε», «ούτε λόγος, κύριε». Οι ανόητοι κι οι
βλάκες έχουν ακροβολιστεί στις ζωές μας και κάθε πέρασμα είναι παγίδα θανάτου.
Χιλιάδες κλωνοποιημένα ανθρωπάκια μιλούν με τις ίδιες λέξεις, ντύνονται με τον
ίδιο τρόπο, διάγουν δημόσια ζωή κατά τον ίδιο τρόπο. Πασέ, κλισέ, μπανάλ,
σιδερωμένο μαλλί, μαύρο ρούχο, απεριτίβο. Ντέρμπι, αυτοκίνητο, πιλόττα. Είναι
κι αυτό μιας μορφής ευτυχία, να είσαι αποσυνδεδεμένος από όλους και όλα. Να
ξυπνάς μόνο όταν ένα χέρι φτάσει βαθιά στην τσέπη σου και κλέψει ό,τι είχες
μαζέψει με κόπο. Αλλά κι αυτό δεν είναι αρκετό. Η ζωή συνεχίζεται. Μια διαρκής
νιρβάνα. Η Κύπρος δεν κατοικείται από Κύπριους, η Κύπρος κατοικείται από
βούδες. Ατάραχοι, ήρεμοι, πράοι, ζεν. Ό,τι κι αν γίνει τίποτα, δεν τους βγάζει
απ’ τη σειρά, τη συνήθεια και τη ρουτίνα.
Περνάνε τα χρόνια και ό,τι ελπίσαμε ότι θα αλλάξει,
παραμένει το ίδιο. Απολιθώνεται μέρα τη μέρα, γίνεται πιο στεγνό, πιο
αδιαπέραστο. Η Κυπριακή Δημοκρατία φαίνεται φτιαγμένη για την αναπαραγωγή μιας
ελίτ εξουσίας και των μηχανισμών της, μοιάζει κατασκευασμένη ως εκκολαπτήριο
εκμαυλισμένων και απατεώνων, υποκριτών και όσων με πόζα στήνονται μπροστά στον
φακό. Και κάπου εκεί κατεβάζεις τα χέρια, παραδίνεσαι, λες «δεν πάει άλλο». Η
Κύπρος ασφυκτιά υπό την ομηρία του Κυπριακού. Ας το παραδεχθούμε: χωρίς λύση, η
κοινωνία μας θα οπισθοδρομήσει, θα ωθηθεί σε πιο ακραίες μορφές δημόσιου λόγου
και πολιτικών σχημάτων, θα καταδικαστεί οριστικά στην παρακμή, χωρίς να είναι
αναστρέψιμη η πορεία πια. Το παιχνίδι όμως συνεχίζεται, με την παραίσθηση ότι
έχουμε ακόμα χρόνο μπροστά μας, ότι ο χρόνος κυλάει υπέρ μας, μέσα στον
σουρεαλισμό του «όλα βαίνουν καλώς» – εναντίον μας. Χρειάζεται μια τελευταία
προσπάθεια, ένα τελευταίο σπρώξιμο. Δεν είμαι, όμως, βέβαιος αν υπάρχει ο
κόσμος, το σχέδιο και η διάθεση – χωρίς αυτά, μάλλον είμαστε από χέρι χαμένοι
και καταδικασμένοι να δούμε αγκαλιά στον καναπέ τους τίτλους τέλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου