Πριν μια βδομάδα, δώσαμε
ραντεβού στην πύλη Πάφου το πρωί. Με το που στάθμευσα αναρωτήθηκα πού είναι
ακριβώς η πύλη. Ήξερα τον πυροσβεστικό σταθμό, το άνοιγμα των τειχών προς την
παλιά πόλη, αλλά αγνοούσα την ακριβή τοποθεσία της πύλης. Παραξενεύτηκα, αλλά η
απορία μου λύθηκε σύντομα όταν είδα μαζεμένο κόσμο μπροστά την ίδια την πύλη,
που πλέον αναδεικνύεται από τα έργα αποκατάστασης που γίνονται στην περιοχή.
“Αντίο μπετόν, καλωσήρθες πουρόπετρα”, σκέφτηκα, καθώς έβλεπα μέσα από τη μακρόστενη
πύλη. Το πρωινό έμελλε να μου λύσει κι άλλες απορίες και να μου ανοίξει έναν
ορίζοντα σε νέες ερωτήσεις και φρέσκια γνώση. Η περιήγησή μας στη Λευκωσία μας
πήρε σε στενά που είτε τα διαβαίνω συχνά, χωρίς να προλαβαίνω να παρατηρήσω με
προσοχή τι συμβαίνει γύρω είτε τα χρησιμοποιώ τόσο σπάνια, που ξεχνώ κι εγώ ο
ίδιος την ύπαρξή τους.
Η Λευκωσία μας, λοιπόν,
κουβαλά πολλά σημάδια ιστορίας και ανταγωνισμών. Τόσα που κάθε απόπειρα να τα
καταγράψω στις 400 λέξεις που μου αναλογούν σε αυτή τη γωνιά κάθε Κυριακή, θα
ήταν μάταιη. Όμως μπορώ να αποπειραθώ να σημειώσω τις στάσεις μας σαν τελείες
στο χαρτί για να τις ενώσει ο καθένας όπως θέλει, μαζί με τα συναισθήματα και
τις σκέψεις μου. Η πόλη έχει πολλούς κρυμμένους θησαυρούς και πολλές άγνωστες
ιστορίες. Οι αφηγήσεις των ανθρώπων της παραμένουν καταπιεσμένες από τα
κυρίαρχα ιδεολογήματα και τις επίσημες ιστορίες των σχολικών βιβλίων. Είναι κι
αυτή μια άλλη μορφή αδικίας. Να πρέπει όλα να ανταποκρίνονται στην κλίνη του
Προκρούστη: ό,τι δεν είναι (επαρκώς) εθνικό, ξαναβαφτίζεται στα νάματα της
φυλής, υπονοώντας ότι η πόλη είχε ανέκαθεν έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πόσοι
από εμάς γνωρίζουμε άραγε για την αλλαγή στην ονοματοδοσία των οδών, ένθεν και
ένθεν της διαχωριστικής γραμμής; Μια αλλαγή που δεν είναι καθόλου αθώα και που
βέβαια δεν ελαύνεται από πρακτικής φύσεως κίνητρα.
Η βόλτα μάς έβγαλε σε
λογιών-λογιών κτίσματα: εκκλησίες, σχολεία, προτομές, αποικιοκρατικά κτήρια,
πλατείες, σοκάκια, μνημεία, μαυσωλεία, κατεστραμμένα σπίτια, φυλάκια της Εθνικής
Φρουράς, φυλάκια του τουρκικού στρατού, φυλάκια των Ηνωμένων Εθνών. Στ’
αλήθεια, αν δώσεις σημασία, δεν βαριέσαι ποτέ στη Λευκωσία… Και παντού σημαίες,
τόσες πολλές που δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι μοιάζουμε στα συμπαθή
τετράποδα που φροντίζουν να σημαδεύουν την περιοχή τους, αφήνοντας πίσω… ένα
κομμάτι του εαυτού τους.
Στην αρχή ήταν η καθολική και
η μαρωνιτική εκκλησία στην πύλη Πάφου, η Φανερωμένη και ο σταθερός βιασμός της
πλατείας από τα νεοκαφενεία, παραδίπλα η εκκλησία του Σταυρού του Μισιρίκκου ή το τζαμί Araplar, η Αγιασοφιά από την άλλη πλευρά. Μετά ήταν το χρώμα της
ώχρας και τα πράσινα παράθυρα, οι άσπροι τοίχοι και το χαμηλό ύψος δόμησης, το
φως της Μεσογείου που σου παίρνει τα μυαλά. Κι έπειτα, οι άνθρωποι του τόπου
μας, τα πρόσωπά τους, οι γέροι, τα παιδιά, οι άνθρωποι της γενιάς μου στη
βαβούρα και τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας.
Όταν τελείωσε η βόλτα μας, πέρασα από το σημείο διέλευσης
στο Λήδρα Πάλας και η στράτα μου διασταυρώθηκε με ένα ζευγάρι νεαρών Ινδών που
κρατούσαν το βρέφος τους και έλαμπαν από χαρά. Σκέφτηκα πως αυτή η πόλη μπορεί
να μας χωρέσει όλους. Αυτό γιατί δεν το σκεφτήκαμε ποτέ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου