6 Απριλίου 2014

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΧΧΧΧΧΧΧ




“Δεν είναι που προσπάθησα
όσο κανείς δεν ξέρει
είναι που όσα κράτησα
μου κάψανε το χέρι”

Τα μεροκάματα - Δ. Παπαχαραλάμπους

Εδώ στο Κολοσσαίο, άνθρωποι και θηρία στο μέσον, αίματα παντού και σώματα πεσμένα, εντεταλμένοι δήμιοι αποτελειώνουν τον άλλον στο γόνατο μόνο με ένα νεύμα απ’ την κερκίδα. Εκεί όπου αυτάρεσκα κάθεται ο αυτοκράτορας, περικυκλωμένος από ένα πλήθος αυλικών, κολάκων, γερουσιαστών, αρχόντων, στρατηγών, διορισμένων, σκασμένων στα λεφτά και παρατρεχάμενων που ευελπιστούν στην εύνοια των Δυνατών. Σειρές πιο κάτω, ένα συνονθύλευμα από ανίκανους και αδίστακτους φροντίζει για τις καθημερινές, τις τετριμμένες υποθέσεις του λαού, βγάζοντας διατάγματα για το ποιος θα διαβεί τη νεκρική πύλη, κυβερνώντας με περισσό θράσος, κρύβοντας την ολιγοσύνη τους πίσω από τα λαμπερά παράσημα και τις προσφωνήσεις, μα έχοντας συνάμα τόση μα τόση λίγη γνώση και συνείδηση της πραγματικότητας.

Σ’ αυτήν την αρένα καθόμαστε κι εμείς και βλέπουμε, θλιβεροί κλακαδόροι, σαν χάννοι χάσκοντας χαντακωμένοι, βομβαρδισμένοι από θεάματα, εντυπωσιασμένοι από την επίδειξη και το θεαθήναι, ζαλισμένοι στη θέα απ’ τα πειραγμένα βυζιά της συζύγου ενός Τάδε. Σαπίζουμε αργά από μέσα, μας τρώει από μέσα το σκουλήκι του τίποτα καθώς φροντίζουμε να τρώμε φρούτα και λαχανικά, να κάνουμε δίαιτες και να πίνουμε πολυβιταμινούχα ροφήματα, να διαβάζουμε ωροσκόπια και να κρατιόμαστε σε φόρμα με άπειρες ώρες στα γυμναστήρια. Οι πιο καλοί αποσύρονται είτε έχοντας χάσει από νωρίς το παιχνίδι στην κόντρα τους με την εξουσία είτε έχοντας αντιληφθεί εγκαίρως ότι το παιχνίδι είναι στημένο και δεν πρόκειται να υπάρξει αλλαγή. Επιστροφή στη σιωπή, στην ιδιωτεία, στον μικρόκοσμο, στις μικροπρέπειες και τις ευτέλειες της καθημερινότητας.

Αυτό το μικρό νησί αδικήθηκε από τη Μοίρα, τη Γεωγραφία και την Ιστορία, καθώς λένε. Μα εμένα μου φαίνεται αδικείται μόνο από τους ανθρώπους του, που μοιάζουν ικανοί για τα πάντα (για τα πάντα, όμως), που δεν μπορούν να συν-υπάρξουν, να συν-χωρέσουν, να μοιράσουν τον πόνο και να μοιραστούν τη χαρά, να αντικρίσουν την ψυχή τους. Εδώ, μου φαίνεται, διαλέξαμε τον φόβο, τη βία, την επιβολή ως τα νομίσματα συναλλαγών μας, την επιφάνεια, την πόζα, την υπερβολή ως τα χρηστά μας ήθη. Σ’ αυτήν την κολυμβήθρα με τ’ απόνερα βαφτίζουμε τα παιδιά μας, στο ψέμα και τη χειριστικότητα, ομνύουμε στη ζωή, αλλά συνεχίζουμε τη λατρεία του θανάτου, δείχνουμε στην ανατολή καθώς βαδίζουμε προς τη δύση. Κι έτσι, κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, μετράμε τις γνωριμίες μας την ημέρα και τις μονέδες μας τις νύχτες, αμπαρωμένοι σε μικρά φρούρια, περπατώντας σε κόκκινα χαλιά, ακονίζουμε τα μαχαίρια για επερχόμενο μακελειό και αναρωτιόμαστε ποιος θα είναι ο επόμενος. Όταν η πόρτα χτυπήσει τα μεσάνυχτα, θα είναι αργά πια για να μετανιώσεις...

Δεν υπάρχουν σχόλια: