Έκανα τα πρώτα βήματα μέσα στη θάλασσα. Διάφορες αποχρώσεις του γαλάζιου έκλειναν τον ουρανό. Πίσω, ώχρα, θύσανοι άμμου, ξερή βλάστηση. Ένα τοπίο που μοιάζει πια οικείο, αλλά μας συστήνεται ως νέο κάθε φορά, σαν ένας παλιός φίλος με τον οποίο ξανασμίγεις μετά από καιρό. Στα δυτικά, ο δρόμος ανέβαινε στο λόφο κι αν τον ακολουθούσες, όχι πολύ μακριά, έφτανες στο μοναστήρι. Είχε προηγηθεί μια διαδρομή δυόμισι ωρών. Χαμηλό όριο ταχύτητας, κάμερες παντού, κάπου ξεγελαστήκαμε από τις πινακίδες. Είναι και τα αλλαγμένα ονόματα που δεν βοηθούν, μια πληγή στη μνήμη.
Σε ένα μεγάλο μέρος απλωνόταν στα δεξιά μας η Μεσαορία, με μια θολή γραμμή στο βάθος του ορίζοντα να συναιρεί τα χρώματα και τα σχήματα. Καθώς τη διασχίζαμε φανταζόμουν ρεσπέρηδες να οργώνουν τη γη για αιώνες και σκεφτόμουν πόσο μεγαλώνει στη συνείδησή μου το νησί μας, όταν έχεις επιτέλους τη δυνατότητα να ταξιδέψεις εντός του. Διαβαίνω πάντα τη γραμμή με ανάμεικτα συναισθήματα. Οι πρώτες στιγμές κουβαλούν πάντα μια αγωνία. Οι διατυπώσεις, η χαρτούρα, ένα στραβό βλέμμα, ο ήχος της σφραγίδας. Πάντα, ο ήχος της σφραγίδας. Κι ύστερα, σημαίες, σημαίες, σημαίες και μνημεία, μνημεία, μνημεία. Σφίγγομαι. Ζορίζομαι. Η κατοχή δεν συνηθίζεται. Με την κατοχή δεν συμβιβάζεσαι, επειδή κουβαλάς ένα κομμάτι χαρτί στο πορτοφόλι που έχει τίτλο “visa”. Χρωστάμε αυτές τις επιστροφές. Οι παλιοί για να θυμούνται. Οι νέοι για να μάθουμε. Για να μην κοπεί η παλιά ρίζα. Για να επιστρέψουμε καλύτεροι από ό,τι φύγαμε. Για να δημιουργήσουμε αυθεντική μνήμη. Για να βάλουμε εικόνες στα λόγια, χώμα στις αφηγήσεις, αίσθηση στο νόστο.
Οδηγώ μέσα στη χώρα μου, σε αυτό το νησί ου μ’ εθέσπισεν. Κύπρον, όπου μας εθέσπισε όλους: ήλιος και σκόνη, αλμύρα και κυπαρίσσια, φως και προπατορικός πόνος, τα θερισμένα χωράφια και οι αιώνες υποταγής. Ξαφνικά νιώθω να ανήκω σε κάτι πιο μεγάλο, που έρχεται από παλιά, που με ξεπερνά και με καθορίζει. Είναι το τοπίο, ο ορίζοντας, η λαλιά που δεν ντρέπομαι για αυτήν. Ας γεμίζουν τα συγγράμματα του διεθνούς δικαίου, ας γράφονται οι διακοινώσεις, ας καταγράφονται οι διαμαρτυρίες. Φτάνει μόνο μια στιγμή να χώσεις τη χούφτα σου στο ξερό χώμα ή να δοθείς στη θάλασσα μια μέρα του καλοκαιριού για να ξαναβρείς τον κόμπο που σε δένει σφικτά με αυτό το μέρος, να εξηγήσεις ξανά στον εαυτό σου τα πώς και τα γιατί, τη συγκίνηση, την ταχυπαλμία.
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή περίπου, παίρνω το δρόμο για την Καρπασία. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνω στη χερσόνησο, όσο πιο πολύ βαθιά χώνομαι σε αυτή, τόσο πιο πολύ νιώθω να επιστρέφω στη δική μου αφετηρία κι ας μην έχω κανένα φανερό δεσμό με τη γη της, τόσο πιο πολύ νιώθω να μεταμορφώνομαι στην αρχική μου μορφή, χωρίς δηλωμένα βάρη, φτιασίδια, προσημειώσεις και υποχρεώσεις. Είναι μια επιστροφή στον εαυτό, ένα τάμα, ένα προσκύνημα, μια υπενθύμιση. Τώρα πια, ξέρω τι είναι αυτό που δεν ξεχνώ.
2 σχόλια:
Η Καρπασία είναι το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μας...είναι ο μόνος τόπος που κράτησε αλήθειες δυσνόητες για τους πολλούς
Άλλοι τόποι αλλά ακρογιαλια άλλη αίσθηση.
Δημοσίευση σχολίου