6 Ιουλίου 2014

Ανάλεκτα



Η αγριότητα του παραλογισμού και ο φόβος που τη συνοδεύει. Τα εσωτερικά σύνορα και το θρυμμάτισμα της εικόνας του εαυτού. Η θάλασσα ουκ έστιν έτι – πότε θα βουτήξουμε επιτέλους; Να μην ξεχάσω τα βιβλία που θέλω να παραγγείλω. Να βρω χρόνο για τα πράγματα που μετράνε. Η ελευθερία πάνω στο ποδήλατο. Η υγρασία τα βράδια και ο αέρας στον πέμπτο όροφο. Τα ψεύτικα διλήμματα και οι φανταστικοί διάλογοι. Στη Δημοκρατία της Κύπρου είμαστε όλοι μελαγχολικοί. Οι ανεπάρκειες που διαπιστώνω στους γύρω. Αυτό που δεν βρίσκουν οι άλλοι σε μένα. Ο καταλογισμός της πρόθεσης. Το άθροισμα των μικρών αδιεξόδων. Οι ατέρμονες συζητήσεις και ο θάνατος της διανοητικής ικανότητάς μας. Η γραφειοκρατία και η σταδιακή μεταμόρφωση όσων ακουμπάει. Να μην ξεχάσω: πιο αργά, πιο απαλά. «Έχω ξεπεράσει τη θλίψη του Κυπριακού». Ένα καινούργιο καλό ελληνικό κρασί. Πολλές προοπτικές, καμιά υλοποίηση. Υπόθεση, επαλήθευση και διάψευση. Διάψευση. Το χώμα, οι σπόροι, το πότισμα, η δίψα της γης. Το σύνολο των προσδοκιών και η πραγματική τους αξία. Η Κύπρος του ’30, οι παλιές φωτογραφίες και οι οικογενειακές ιστορίες – αυτές που ξανάκουσες κι αυτές που δεν θα ξανακούσεις. Η ιστορία που περιμένει να την ανακαλύψεις και οι σελιδοδείκτες σε ό,τι έμεινε στη μέση. Ο ήλιος το πρωί κι ένα φως που καίει. Οι αναμνήσεις απ’ τη μυρωδιά των πλατανιών, τα υγρά μάτια, μα όχι δάκρυα. Όχι ακόμα δάκρυα. Ένας στίχος απ’ την κυπριακή μεσαιωνική ποίηση. Όσα δεν ξέρω, όσα δεν θα μάθεις. Τα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου, ο πόνος της ενηλικίωσης και οι διαρκείς αποχωρισμοί. Το οξύμωρο της ύπαρξης της απουσίας. Ο πλούτος και το φορτίο του καθενός. Η τσίκνα, τα ούζα και οι σκιές. Οι διαμεσολαβήσεις κάθε είδους και η απέχθεια που προκαλούν. Μια αναφορά του Σεφέρη και οι χαμένες σημειώσεις. Η ευκολία και η προστυχιά της. Το κουτί με τα παλιά άρθρα, τα πιστοποιητικά γεννήσεως και τα πτυχία. Ένα μαρμάρινο φεγγάρι και οι παλίρροιες του κόσμου. Το κριτσάνισμα του ψημένου ψωμιού, η ετυμολογία των λέξεων και η καταγωγή των κρυφών αισθήσεων. Η τρέλα, ο θάνατος κι οι οργασμοί. Το συναισθηματικό τείχος που ραγίζει. Αυτοί που θέλουν (τόσοι πολλοί), αυτοί που μπορούν (τόσοι λίγοι). Τα πάγια χρωστούμενα σε άλλους, οι παλιές κουβέντες και τα γέλια στον διάδρομο. Οι αληθινές γεύσεις, η χαρτογράφηση της επικράτειας του άλλου και οι αποκαλύψεις. Ένα κείμενο που ψυχομαχεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: