Η πολιτική και η Ιστορία μας ξανακτυπάνε την πόρτα. Δεν έχει σημασία αν
θέλουμε να ακούσουμε ή να καμωθούμε ότι ήταν ένας τυχαίος αέρας που πέρασε από
τη γειτονιά. Το δίλημμα θα φτάσει ενώπιόν μας, είτε με την κατάληξη σε
δημοψήφισμα είτε με τη συνολική αποτυχία ή τερματισμό των συνομιλιών. Και όπως
σε όλα τα κράτη, δεν έχουμε την ευχέρεια να ζητήσουμε από την πλειοψηφία να
ζήσει με την επιλογή της, ενώ η μειοψηφία να δημιουργήσει το δικό της παράλληλο
σύμπαν, όπου τα πράγματα θα λειτουργήσουν διαφορετικά.
Ας μην εκληφθεί η προσέγγισή μου ως μια κραυγή εσχατολογικού χαρακτήρα.
Παρά μόνο ως κριτική στην άποψη που θέλει τα πράγματα να μην αλλάζουν, τις
επιλογές να μην έχουν συνέπειες, τους ανθρώπους να μην έχουν ατομική ευθύνη. Η
συγκυρία μας φέρνει για μία δεύτερη φορά την ευκαιρία να διαλεχθούμε με την
ιστορία, την πολιτική, τον σύγχρονο κόσμο, την προοπτική, τους εαυτούς μας τους
ίδιους. Η επιλογή της ακινησίας, της διατήρησης του σημερινού καθεστώτος, της
στείρας άρνησης δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά συνεπάγεται συγκεκριμένο
και μετρήσιμο κόστος.
Η Κύπρος έχει σαφή και μετρημένη αξία στον κόσμο, την ΕΕ και την περιφέρειά της. Το μέγεθός μας
οφείλουμε να το αποτυπώσουμε αυθεντικά και έντιμα, και όχι μέσα από
παραμορφωτικούς καθρέφτες, οι οποίοι άλλοτε επιστρέφουν την εικόνα ενός γίγαντα
κι άλλοτε τη θλιβερή μιζέρια ενός ζωυφίου που κάποιοι ετοιμάζονται να το
συνθλίψουν. Ας μην αφεθούμε σε καμία από τις δύο ακραίες μορφές αντιμετώπισης.
Ο τόπος μας χόρτασε το είδος του ηθικού πανικού που επικρατεί στη δημόσια
σφαίρα για δεκαετίες. Οι επόμενοι μήνες δεν είναι μήνες για να διεκτραγωδήσουμε
τις εξελίξεις ούτε και για να επιστρέψουμε στη νοσηρότητα ενός ακόμη διχασμού.
Για μία φορά, ας επιλέξουμε την ψυχραιμία και τον ορθό λόγο, μακριά από
συναισθηματισμούς, υπερβολές και φορτισμένα λόγια. Ας επιλέξουμε να ανοίξουμε τον τόπο, τα μυαλά
μας και τα αυτιά μας στον κόσμο.
Το σκουπιδιάρικο της Ιστορίας
ετοιμάζεται να ξαναπεράσει από τη γειτονιά μας. Σε αυτό επιβαίνουν οι υπηρέτες
της, οι άνθρωποι με τα μεγάλα σάρωθρα και τις κυνικές κινήσεις. Ποιους άραγε θα
μαζέψουν για να στείλουν στις χωματερές και τις υποσημειώσεις των βιβλίων;
Όσους θα πιστέψουν και θα προσπαθήσουν για τη λύση στη βάση της ομοσπονδίας ή
όσους θα αντισταθούν στην αλλαγή και θα επιχειρηματολογήσουν για την απόρριψή
της;
Αν θα έπρεπε με δυο λόγια να αποτυπώσω το προσωπικό πολιτικό μου credo, αυτό θα ήταν ότι πιστεύω γνήσια στη λύση
της ομοσπονδίας, στη συνύπαρξη, στην επούλωση των τραυμάτων, στην αναγνώριση
της θυματοποίησης, στην υπεύθυνη και αποτελεσματική συμμετοχή του κάθε πολίτη
και της κάθε κοινότητας στη διακυβέρνηση του τόπου. Πιστεύω αυθεντικά στη
ζωντανή προοπτική μιας ενωμένης Κύπρου, στην κοινωνική αλλαγή που αυτή θα
φέρει, στις πολιτικές της συμφιλίωσης και στις δυνάμεις της μετριοπάθειας.
Επιλέγω τον άγνωστο και θαυμαστό καινούργιο κόσμο, που θα φτιάξουμε με τη λύση.
Κι από την άλλη, απορρίπτω τη λογική του διαχωρισμού, της διαρκούς
αντιπαράθεσης και τη ρητορική του θανάτου που τις συνοδεύει. Απορρίπτω τη
στασιμότητα, τη λογική του ηρωικώς πεσόντος και αποτυχόντος, ακόμα και αυτή την
ίδια τη ρητορική του «οδυνηρού συμβιβασμού». Αυτά είναι τα σκουπίδια δεκαετιών,
που θα ήθελα να ρίξω στην καρότσα του σκουπιδιάρικου.