Παρασκευή απόγευμα κι έξω έχει
μια ωραία δροσιά, αυτής της εποχής που δεν ξέρεις πώς να την ονομάσεις. Αργοπορημένη
άνοιξη ή αποξεχασμένο καλοκαίρι; Η μπόρα του μεσημεριού ξέπλυνε τη βδομάδα από
πάνω μου, τις υποχρεώσεις, τα τηλεφωνήματα και τις ανούσιες συσκέψεις. Έβαλα να
παίζει δυνατά το La Ritournelle, που πάντα
μου βγάζει δύναμη, αισιοδοξία, προσδοκία για κάτι που έρχεται, νοσταλγία για
ό,τι φεύγει και σκέφτομαι πως πέρασε γρήγορα ο καιρός από πέρυσι.
Τέτοια εποχή
ήταν πάλι, όταν ένα πολύχρωμο και πολύβουο πλήθος μαζεύτηκε στην πλατεία
Ελευθερίας για να φωνάξει «φτου
ξελευτεριά». Πέρυσι
ήταν ο καιρός των προσδοκιών και των ελπίδων. Αυτής της μικρής φωτιάς που
τρέφεις μέσα σου, που της σιγομιλάς και την κρατάς, μέχρι να έρθει η ώρα της να
φουντώσει και να κάψει τον παλιό κόσμο. Δεν ξέρεις πότε θα έρθει η ώρα, μα όταν
έρχεται το νιώθεις από τον ήχο, τη μυρωδιά, τα χαμόγελα, τον τρόπο που
συνηγορεί ακόμη κι ο αέρας για να κυματίζουν οι σημαίες, μαζί κι ο ήλιος για να
στραφταλίζουν οι πινακίδες και τα πανό. Τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια ιδέα
που έχει φτάσει η ώρα της. Έτσι και τώρα, σκέφτομαι για την αυριανή μέρα, που
όταν όλοι εσείς θα διαβάζετε θα είναι πια χθες. Ότι θα είναι ωραία να είμαστε
πολλοί, να γελάσουμε ξανά, να βρεθούμε με φωνές και σιωπή στον δρόμο, να αγγιχτούμε και να
μιλήσουμε.
Μ’ αρέσει
που επιτέλους βρήκαμε έναν τρόπο να
βάλουμε το πολιτικό στη ζωή μας – από κάπου εξάλλου έπρεπε να ξεκινήσουμε. Κι
ότι αυτή η συνάντηση θα είναι ένα σκούντημα στις νωθρές ή ανενεργές μας συνειδήσεις.
Με ενθουσιάζουν τα μικρά «κλικ» που ακούγονται από το ρολόι
της ιστορίας που γυρίζει και τα μικρά «κρακ» από τον παλιό κόσμο που ραγίζει. Δεν είχα φανταστεί
ποτέ ότι ο κόσμος δεν θα άλλαζε με γροθιά και δουλειά πολλή, αλλά με αγάπη και
μουσική.
Έστω! Ας
βγαίνουν πάντα λάθος οι προβλέψεις, αρκεί να είμαστε κι εμείς εκεί, ανάμεσα
στους πολλούς που βίωσαν το τρίξιμο στην πόρτα που ανοίγει και που ήταν παρόντες
την ώρα που ο νέος κόσμος γεννήθηκε. Στον Δημοτικό Κήπο, ένα κυριολεκτικά βήμα από
την πράσινη γραμμή, στο Πάρκο της Ειρήνης, υποψιάζομαι ότι κάτι
πιο μεγάλο θα χτιστεί. Μια μεγαλύτερη συνειδητότητα για την ανάγκη να φτιάξουμε
μια Κύπρο για όλους, χωρίς φόβους και ταπεινώσεις, δίχως πόνους και απώλειες.
Αλλά αντίθετα, ένα νησί που, διάολε το αγαπώ τελικά τόσο πολύ τελικά, θα μας
χωράει όλους, όπως κι αν είμαστε φτιαγμένοι, απ’ όπου κι αν κρατάει η φύτρα
μας. Η μικρή φωτιά μέσα μου ζητάει περισσότερα από πέρυσι. Της σιγομιλάω κι
αποκρίνεται. Ίσως του χρόνου να μαζευτούμε εκεί για να τελειώνουμε και με τις
τελευταίες εκκρεμότητες σ’ αυτό το νησί: τα συρματοπλέγματα, τα «αλτ» και τα γαλανόλευκα βαρέλια.
Ρε, λες;
1 σχόλιο:
αυτόν το "ρε, λες;" με έχει συγλονίσει.
Δημοσίευση σχολίου