28 Ιουνίου 2015

Δικαίωμα στην αισιοδοξία



Είχε καιρό να μας βρει, να θυμηθούμε πού και πώς είχαμε συναπαντηθεί την τελευταία φορά. Κύλησαν τα χρόνια με σκαμπανεβάσματα, αδιέξοδα και τη συνηθισμένη καταγραφή της επικαιρότητας. Λίγο-λίγο εξομοιώνεσαι με ό,τι διαβάζεις, αφήνεσαι στη ροή των τίτλων και ανεπαισθήτως τα χρόνια φεύγουν. Κι ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται ταυτόχρονα, άλλοτε με μια αίσθηση κενού κι άλλοτε τόσο πυκνά γεμάτος, που δεν μπορείς να χωνέψεις τις διαδοχές. Τα ορόσημα είναι και οι μικρές απώλειες. Οι άνθρωποι που φεύγουν, με την πικρή επίγευση στον ουρανίσκο εκεί, επίκτητο και μη αναστρέψιμο χαρακτηριστικό, να επιμένει.
Χρωστάμε σε τρεις γενιές. Αυτούς που είναι στο μεταίχμιο: να μην τους μείνει το άχθος της ιστορίας. Σε αυτούς που έρχονται: να μην κουβαλήσουν τα ανομήματα και να μην πληρώσουν τα σπασμένα των προηγούμενων. Και σε εμάς, που βρισκόμαστε στο ανάμεσο των δύο: να μην κουβαλήσουμε το άδικο και το παράπονό τους. Έχοντας καβαλήσει τα 35 πια και έχοντας διανύσει όλες τις αποστάσεις που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα, είμαι βέβαιος πια ότι δεν μπορώ να περιμένω ούτε και να αναβάλλω, μήτε να δοκιμάζω και να δίνω δεύτερες ευκαιρίες. Αν όχι τώρα, τότε πότε κι αν όχι εμείς, τότε ποιοι, λένε τα παλιά ρητορικά ερωτήματα.
Καμιά φορά στα όνειρά μου, λείπει αυτό το βαρίδιο κι εγώ πιο ανάλαφρος πια, βγαίνω στον αφρό κι αναπνέω. Ίσως αυτό να είναι μια προσωπική εικονοποίηση του Κυπριακού: μια διαρκής ασφυξία, που δεν σε σκοτώνει, μα δεν σ’ αφήνει και να ζήσεις συνάμα. Ένα βαρύ χέρι που σε κρατάει απ’ τον λαιμό και σε κρατάει κάτω από την επιφάνεια του νερού. Κι ο χρόνος είναι πάντα τώρα, το κάθε δευτερόλεπτο είναι μια αιωνιότητα, ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών, βαρύ και αργό σαν αποχαιρετισμός σε αγαπημένη.
Αλλά, ίσως πια να έχουμε ένα μικρό δικαίωμα στην αισιοδοξία και να βρίσκουμε επιτέλους την πραγματική ανάγκη μας. Γιατί έγιναν όλα αυτά; Και πιο σημαντικό: πώς να ξεφύγουμε από όλα αυτά; Ενδεχομένως να έρχεται και με τις χρονιές που εναποθέτουν τα μικρά τους ιζήματα, αλλά το όνειρο παίρνει λιγάκι να θαμπώνει και οι βαριές ρητορείες να μην «γράφουν» μέσα μου. Κι η πραγματική ανάγκη να είναι ένα κομμάτι ρεαλισμού, ένα ταρακούνημα από την ίδια την πραγματικότητα. Δυσάρεστο, από μια έννοια. Αλλά και απελευθερωτικό μαζί, θαρρώ. Αυτό το δρόμο λέω να τραβήξω.

                                      

Δεν υπάρχουν σχόλια: