19 Ιουλίου 2015

97 Boom




Βολτάριζα τις προάλλες στη Λευκωσία και σε κάποια στιγμή το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια επιγραφή με σπρέι που έλεγε «97 Βοοm». Για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με την αναφορά, αυτή πάει να πει ότι αυτές τις ημέρες κατατάσσονται για να υπηρετήσουν τη θητεία τους οι άρρενες γεννηθέντες το 1997. Εμένα μου έπεσε λίγο βαριά η επιγραφή. Το 1997 είχα καταταχθεί κι εγώ μαζί με τους υπόλοιπους συνομήλικούς μου. Δεκαοκτώ χρόνια μετά, η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται για όσους έχουν γεννηθεί εκείνη τη χρονιά. Κάτι κάνουμε λάθος σε αυτό το νησί.

Ανήκω, που λέτε, σε μια γενιά που δεν αμφισβήτησε τίποτε. Ήμασταν φρόνιμοι, συνεπείς και τακτικοί. Τηρούσαμε χρονοδιαγράμματα και στόχους. Οι καλοί μαθητές πήγαιναν πρακτικό, όσοι είχαν έφεση στα νέα ελληνικά πήγαιναν κλασικό, οι αναποφάσιστοι στο οικονομικό και όσους δεν πίστευε το σύστημα τους παρκάριζε στο εμπορικό. Δίναμε παγκύπριες και τελικές εξετάσεις στα ίδια μαθήματα και σπάνια αναρωτηθήκαμε το «γιατί» πίσω από όσα μας σερβίρονταν. Όταν πλησίαζε ο καιρός της κατάταξης, κάποιοι φορούσαν άρβυλα για να συνηθίσουν, άλλοι (πιο ενθουσιώδεις) έκοβαν τα μαλλιά τους πρώτο νούμερο και όλοι μαζί παρουσιαζόμασταν με πλήρη σειρά σωβρακοφανελών στα ΚΕΝ. Η λέξη φυγοστρατία ήταν άγνωστη, όχι γιατί σφύζαμε από λεβεντιά και ετοιμότητα για να σταθούμε στην Πράσινη Γραμμή, αλλά γιατί ήμασταν φλώροι που ακολουθούσαν τα βήματα των αδερφών, ξαδέρφων, θείων, πατέρων μας.

Τέλος πάντων, τα χρόνια πέρασαν και ακόμα μια γενιά ετοιμάζεται να υπηρετήσει. Είμαι ολικά αποκομμένος από αυτή τη γενιά και αναρωτήθηκα αν είχα σήμερα έναν γιο που θα καλείτο να παρουσιαστεί στην Εθνική Φρουρά τι θα του έλεγα. Κι επίσης, τι έλεγα στον εαυτό μου, βλέποντας έναν δεκαοκτάχρονο να βουτάει σε έναν ωκεανό από τον οποίο θα έβγαινε μετά από δύο χρόνια. Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου στο εξωτερικό, διαπίστωσα ότι οι ξένοι συνάδελφοι, συμφοιτητές και φίλοι, οι οποίοι δεν είχαν υπηρετήσει στρατιωτική θητεία στη χώρα τους, δεν ήταν λιγότερο άντρες (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Δεν ήταν λιγότεροι έτοιμοι για τη ζωή. Είχαν περισσότερες εμπειρίες. Είχαν ακολουθήσει μια πορεία σπουδών και εργασίας που συναποτελούσαν τη δική τους «κανονικότητα».

Κι αυτή η τελευταία λέξη είναι στην καρδιά του προβληματισμού μου. Μια κοινωνία που λέει στα νεότερα μέλη της να δώσει δύο από τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής τους σε μια στρατιωτική θητεία δεν είναι κανονική. Δεν είναι κανονικό να ανοίγεις τέτοιες παρενθέσεις στις ζωές των ανθρώπων. Δεν είναι κανονικό να ζεις με αυτές τις συνθήκες. Δεν είναι κανονικό να παρακολουθείς κάθε χρόνο την ίδια διαδικασία κατάταξης και να πιστεύεις ότι αυτό είναι κανονικότητα.

Αντίθετα, κάποτε θα πρέπει να μπορέσουμε δώσουμε μια διαφορετική απάντηση σε μια γενιά που ρωτάει «γιατί;». Να δώσουμε επιλογές και όχι υποχρεώσεις. Δυνατότητες και όχι επιβολές. Δημιουργικότητα και όχι καθήλωση. Ελπίζω του χρόνου τέτοιο καιρό, να μην δω την επιγραφή 98 Boom.

5 Ιουλίου 2015

Για την Ελλάδα




Δεν έχω συμβουλές για κανέναν. Ούτε και θέλω να έχω. Ο πόλεμος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μου είναι γνώριμος από παλιά. Η ροή πληροφόρησης και άποψης είναι ασταμάτητη και καταιγιστική. Έχω την εντύπωση ότι ένα μέρος της απάντησης που δίνει ο καθένας διαμορφώνεται κι από ένα ασυνείδητο κομμάτι του εαυτού του. Στο Ναι ή στο Όχι καταλήγει ο καθένας από μια δαιδαλώδη προσωπική διαδρομή. Άλλοι μοιάζουν πιο βέβαιοι: έχουν τις απαντήσεις και ορθολογικά επιχειρήματα στο τσεπάκι. Αυτούς τους φοβάμαι λίγο, η βεβαιότητά τους είναι μια αδιαπέραστη πανοπλία. Αναρωτιέμαι αν τα βράδια τους ζυγώνει έστω και μια υπόνοια ότι κάνουν λάθος ή έστω αν είχαν ποτέ αμφιβολία για κάτι. Μαζί τους είμαι ξένος, μα προσπαθώ να ακούσω.

Αυτό που ξέρω και θυμάμαι είναι ότι η εμπειρία του κυπριακού δημοψηφίσματος ήταν πικρή. Κι ίσως κάπου εδώ να τελειώνουν οι αναλογίες και οι παραλληλισμοί. Ό,τι κι αν πει ο καθένας μας, η Δευτέρα θα ξημερώσει όπως θα ξημερώσει για όσους μένουν Ελλάδα.
Η ευθύνη και η συνέπεια είναι αποκλειστικό κτήμα τους. Η ανησυχία μου είναι να μην είναι τόσο οριακό το αποτέλεσμα που να ρίξει την Ελλάδα σε ακόμα μια περιδίνηση. Τότε, τι; Ο μεγαλύτερος φόβος είναι ο φόβος, είπαν.

Τις μέρες αυτές μίλησα με φίλους στην Ελλάδα, ανταλλάξαμε μηνύματα, ρώτησα για τα δικά τους, τον μικρόκοσμό τους, τους γονείς και τους αγαπημένους τους, σώπασα και άκουσα. Από μια πλευρά, μου φαίνεται ότι ήταν κι αυτό κάτι που είχαν ανάγκη.
Στο ενδιάμεσο των γραμμών και των αναπνοών αγωνία, προσμονή, οργή, αμφιβολία. Οι εκτιμήσεις και οι υπολογισμοί στο πηγαινέλα κι όλα να κρέμονται από χίλιες δυο αιρέσεις. Εμείς εδώ βολοδέρνουμε παραζαλισμένοι απ’ τη ζέστη και τα δικά μας. Οι αφηγήσεις από την άλλη πλευρά του Αιγαίου φέρνουν γνώριμες εικόνες. Νομίζω ο κόσμος μας δεν θέλει να θυμάται τα δικά του.

Η Ελλάδα, λοιπόν, ψυχορραγεί. Όχι γιατί ορίστηκε ένα δημοψήφισμα - αυτό σηματοδοτεί συμβολικά μια μεγάλη στροφή προς το άγνωστο μέλλον. Η Ελλάδα, πάντα η Ελλάδα, προσωπικός τόπος ονείρου, πατρίδα και μέρος μακρινό μαζί, τρυφερό κομμάτι των πιο παλιών μου παιδικών αναμνήσεων. Αυτή είναι η περιουσία μου, μία από τις δύο πιο βαθιές μου ρίζες, η κληρονομιά από τις ιστορίες από τη Μικρασία, τις μυρωδιές από τα πλατάνια της Μακεδονίας.
Στη μακροσκοπική προβολή των πραγμάτων, θυμάμαι στίχους που πρωτοέμαθα από τον άλλο μου πόνο:

«Θα σταθούμε στη γη που μας γέννησε
με τη μνήμη εκείνων που διάβηκαν
την αγάπη για κείνους που θα ‘ρθουνε
και τη θεία γαλήνη στα σπλάχνα».